Υπαρξιακό παράπονο
Σήμερα περπάτησα στη λεωφόρο Αμαλίας, έστριψα και κατέβηκα
προς τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Μπήκα δεξιά στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου και
πήγα κι έκατσα λίγο στον αρχαίο οικισμό του Κολλητού... Δεν είχε κόσμο και υπήρχε
μια ησυχία που με έκανε αναποφάσιστη ως προς το εάν αισθανόμουν ανατριχίλα ή
δέος ή γαλήνη… Κοιτούσα τα απομεινάρια των μωσαϊκών στα μέρη που κάποτε υπήρχαν
σαλόνια με χαρές και λύπες ανθρώπων, που ανεξήγητα πολλές φορές η απουσία τους
με κάνει να αισθάνομαι μισή… Που ανεξήγητα με κάνει πολλές φορές να θέλω να
κλάψω δάκρυα, που αν τα αφήσω να τρέξουν, φοβάμαι δε θα σταματήσουν ποτέ….
Γύρισα πίσω, προς το Ηρώδειο. Ανέβηκα την είσοδο. Κοίταξα μέσα όλο το χώρο του θεάτρου.
Πληγωμένος από το χρόνο, κι όμως με μια δύναμη τόσο τρυφερή που σε αφοπλίζει…
Το Ηρώδειο χτίστηκε από τον Ηρώδη τον Αττικό τον 2ο μ.Χ αιώνα προς
τιμήν της συζύγου του Ασπασίας Αννίας Ρηγίλλης… Να τιμήσει το θάνατό της, να
εκφράσει το τί σήμαινε γι’ αυτόν η απουσία της… Πόσο φθαρτοί είναι οι
άνθρωποι…. κι όμως ταυτόχρονα πόσο άφθαρτοι… Στάθηκε εκείνη τη στιγμή στο νου
μου η μελωδία του αντάτζιο του Alessandro Marcello…
«Θεοί, ποιητές,
κοινοί άνθρωποι, όλοι εδώ, σαν σύννεφα, απλά περνούν, πάνω σε μια αχάριστη γη που
υπόσχεται μόνο όρια. Κάτω από έναν σκοτεινό ουρανό, γεμάτο κομήτες, που μαγεύει
το πνεύμα και μας απελευθερώνει. Μη με ρωτάς αν είναι σωστά εκεί Επάνω ή εδώ Κάτω….
Εννοείται πάντα ότι η καρδιά μου θα διαλέξει το δρόμο της, χωρίς να σκέφτεται τους
λόγους που διαλύουν την αγάπη και το πόσα δεινά
περνάει η ζωή…. Στο δρόμο μου, δίχως ούτε ήχο, σαν μια ανάσα, ένα καντηλάκι,
μια προσευχή, σαν ένα αντάτζιο… Άνθρωποι
όλων των ηλικιών, άνδρες και γυναίκες, που ονειρεύονται ένα καλύτερο αύριο, πάνω
σε μια γη γεμάτη από άχρηστες παραισθήσεις, κάτω από έναν βαρύ ουρανό που μας
πιέζει, ζητούνε μια δεύτερη ευκαιρία και μας καλούν να ζήσουμε… Μη με ρωτάς αν είναι
εύκολο, σωστό ή λάθος, θα μείνω δίχως λόγια και η καρδιά μου θα διαλέξει το δρόμο
της χωρίς να σκέφτεται όλους τους λόγους που διαλύουν την αγάπη, και το πόσα δεινά
έχει περάσει η ζωή… στο δρόμο μου σαν
μια ανάσα, σαν ένα καντηλάκι, μια προσευχή, ένα αντάτζιο... θεοί, ποιητές,
κοινοί άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, αβαρείς, σαν σύννεφα….».
Κι έπειτα, δεν ξέρω γιατί, άνοιξα το πορτοφόλι
μου κι έβγαλα αυτή την προσευχή στα
μεσαιωνικά αγγλικά, που την έχω χρόνια εκεί…
«Oure
fadir that art in heuenes, halewid be thi name; thi kyngdoom come to; be thi
wille don, in erthe as in heuene. Yyue to vs this dai oure
breed ouer othir substaunce, and foryyue to vs oure dettis, as we foryyuen to
oure dettouris; and lede vs not in to temptacioun, but delyuere vs fro yuel. Amen.».
Είναι το Πάτερ Ημών…
Λες και ζητούσα από Εκείνον εξήγηση…
για τον Χρόνο που πλάθει και γκρεμίζει
και για τους ανθρώπους που πάντα αντιστέκονται...