Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

              «Πέρα από το χρόνο κι από το θάνατο πέρα»



Άραγε ξεχνιούνται οι μεγάλοι άνθρωποι του τόπου μας; Ή μήπως εμείς, συνεπαρμένοι από τις πολύπλοκες ζωές μας, που μοιάζουν αρκετά με το όπιο των μυστών των Ελευσίνιων Μυστηρίων, τον κυκεώνα, τους θεωρούμε πια ρετρό απόηχο μιας άλλης, ρομαντικής εποχής; Ό,τι κι αν συμβαίνει, μοιάζουν ετούτοι, τις πιο πολλές φορές, αφημένοι στου δρόμου την άκρη, να ζωντανεύουν μοναχά, αραιά και πού, στη Στοά Βιβλίου της οδού Πανεπιστημίου… Κι εκείνες τις φορές της νεκρανάστασής τους, έχουν για κοινό φιγούρες γερασμένες, με γκρίζα κοστουμάκια και στρόγγυλα γυαλιά αλλοτινών καιρών…
Απόψε στάθηκε το βλέμμα μου σ’ ένα χοντρό, φθαρμένο απ’ τους καιρούς βιβλίο, που ακουμπούσε στο ράφι απέναντί μου… Το πήρα στα χέρια και το άνοιξα… Απόψε θα ήθελα να θυμηθούμε το Γιάννη Ρίτσο… Τον αλλιώτικο τρόπο με τον οποίο αιχμαλώτιζε την ουσία της ζήσης… Την αύρα της στιγμής… Της στιγμής που πλάθει θαύματα αιώνια, «Πέρα από το χρόνο κι από το θάνατο πέρα»… Γιάννης Ρίτσος, λοιπόν…


«Χρόνος βαθύς, πληρωμένος. Τα σιωπηλότερα λόγια, οι μισοτελειωμένες μνήμες, η αίσθηση του κοφτερού μαχαιριού που στομώνει από το αίμα και το γάλα των λουλουδιών... ο λυγμός του πουλιού την ώρα που βουλιάζει ο ήλιος κι όλα μοιάζουνε σα χαμένα κι όλα σαν κατορθωτά. Άφησέ με να μείνω σε μια γωνιά της ευτυχίας σου. Μη φεύγεις. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου. Όπου βρίσκεσαι υπάρχω. Άλλο μη λες, ο έρωτας ένας. Πέρα από το χρόνο κι από το θάνατο πέρα. Έβγαλα το σακάκι μου. Το 'ριξα στους ώμους σου. Στη δεξιά τσέπη είναι ένα κάτασπρο βότσαλο ζεστό. Ένα άστρο έπεσε. Είδες; Σιωπή. Κι ύστερα η νύχτα, η πιο μεγάλη, η αγιασμένη απ' τ' άστρα. Κλείσε τα μάτια».