Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

Τήνος




Ένα αργό πλησίασμα καραβιού είναι συνήθως εκείνο που ακουμπά τους ταξιδιώτες στα λιμάνια των ελληνικών νησιών. Ίδιο πάντα. Πλοία που ακολουθούν μια ρώτα χαραγμένη σ’ ένα χάρτη… Πόσο αλλιώτικη μπορεί να ’ναι μια τέτοια ρώτα; Πόσο αλλιώτικο μπορεί να είναι το μπλε της θάλασσας; Πόσο να διαφέρουν οι βράχοι που εμφανίζονται μέσα στα κύματα, άλλοτε μονάχοι κι άλλοτε συνασπισμένοι σε μικρές παρέες; Θαρρείς για να ξεγελάσουν τη μοναξιά τους και τη μονοτονία του αλμυρού νερού και του αέρα… Τί διαφορετικό να ’χουν να πουν; Τί άλλο να προσφέρουν σε κείνους που στέκονται υπομονετικά στα καταστρώματα κι αγναντεύουν; Κι όμως…
               Έφτασε και τούτο το καράβι, σαν όλα τ’ άλλα, στο τέλος του υδάτινου δρόμου που έβγαζε στην Τήνο. Στο τέλος ενός δρόμου που ’χε αυτό ταξιδέψει τόσες και τόσες φορές. Στάθηκε έπειτα στο λιμάνι, άνοιξε τις πόρτες κι άφησε τους επιβάτες να εξερευνήσουν μόνοι τις γωνιές που απλώνονταν μπροστά τους. Ύστερα γύρισε την πλώρη στο Αιγαίο και σιγά-σιγά χάθηκε στον ορίζοντα. Έμεινε εκείνος εκεί, βλέποντας το να ξεμακραίνει… Κι ο άνεμος, ξεναγός αόρατος και μυστηριώδης άρχισε πάλι να φυσά…



Δεν έμοιαζε η Τήνος να ‘χε πολλές ιστορίες να διηγηθεί. Απλή και ήσυχη χωρίς πολλά πλουμίδια. Κάπου εκεί, στο κέντρο της πόλης, μελωδίες αχνές, αέρινες. Σαν άρπες αγγέλων. Έρχονταν από ένα καλντερίμι. Προχώρησε και στάθηκε στο ξεκίνημά του. Ήταν ανήφορος. Δεξιά κι αριστερά, μικρά νησιώτικα μαγαζάκια πουλούσαν κεριά, εικόνες, τάματα. Μέσα έκφρασης της προσευχής. Υλικά της γης, που περίμεναν υπομονετικά στα ράφια να γίνουν δρόμος για συνάντηση με τον ουρανό… Προορίζονταν να γίνουν προσευχή. Τρόπος να ειπωθούν πόνοι. Σαν να ’ξεραν αυτά πως δεν είναι όλοι καλοί στα λόγια κι ήταν εκεί να τους βοηθήσουν να πουν για το ταξίδι τους. Να εξηγήσουν γιατί βρίσκονταν εκεί. Στο νησί της Παναγίας. Όχι πως Εκείνη δεν το ’ξερε, αλλά η ανθρώπινη φύση έχει ανάγκη να εκφραστεί. Δε βρίσκει αλλιώς λύτρωση. Κι εκεί, δίπλα στις εικόνες και τα τάματα, ανεμοσήμαντρα. Ήταν αυτά που σκορπούσαν μελωδίες στον άνεμο. Στάθηκε εκεί ο ταξιδιώτης για ώρα αρκετή. Κι έπειτα, πήρε να ανεβαίνει τον ανήφορο.
                Στα δεξιά του δρόμου απλωνόταν χαλί. Ήταν για εκείνους που είχαν επιλέξει να πορευθούν γονατισμένοι ως το τέλος του δρόμου, εκεί που ήταν η εκκλησιά της Παναγίας. Όμως, μορφές βασανισμένες, σέρνονταν με πληγωμένα τα γόνατα πάνω στο δρόμο. Πέρα από το χαλί. Σαν να ’σερναν βάρος ασήκωτο. Άλλοι απλώς περπατούσαν σκεφτικοί. Μα, όλοι είχαν κάτι κοινό. Ήταν βουβοί, κλεισμένοι στον δικό τους κόσμο. Λες κι η προσευχή είχε γεμίσει το είναι τους και χώρος για άλλο τίποτα δεν υπήρχε. Μορφές θλιμμένες. Στεγνωμένο παράπονο, ζωγραφισμένο στα πρόσωπα όλων. Άλλοι έκλαιγαν σιωπηλά. Κι ο άνεμος εκεί. Χρόνια ολόκληρα παρατηρούσε την πομπή των προσκυνητών, που έμοιαζε ίδια. Κι όμως, ήταν γεμάτη διαφορετικές ιστορίες. Κι ο άνεμος έμενε εκεί να τις αφουγκράζεται…
Στο τέλος του δρόμου στεκόταν ένα άγαλμα γυναίκας. Έτεινε τα χέρια ικετευτικά προς τον ουρανό. Είχε απλωμένο στο πρόσωπο παράπονο. Και πιο πέρα, η σκεπαστή είσοδος της εκκλησίας, γεμάτη αναμμένες λαμπάδες. Στάθηκε για λίγο μπροστά τους,  στερεώνοντας στην άμμο που τις συγκρατούσε τη δική του λαμπάδα. Ένιωσε πως ανήκε κι αυτός στην πομπή των προσκυνητών. Σαν να ’ψαχνε οδηγό στο ταξίδι του. Απάντηση. Τα μυστικά του ανέμου… Κι ίσως, σ’ εκείνη τη σκεπαστή είσοδο της εκκλησιάς, μπορούσε κάτι να ’βρισκε. Μπορούσε ίσως απλά να το ζητήσει…
Η είσοδος με τις λαμπάδες έβγαζε σε μια μεγάλη αυλή γεμάτη σιωπή, ήλιο και τον απόηχο της θάλασσας. Δέντρα φυτεμένα σε μικρά παρτέρια, δέντρα ανθισμένα. Καμάρες και ίσκιοι και μεγάλες σκάλες. Οι προσκυνητές ανέβαιναν τούτες τις σκάλες κι έμπαιναν αργά σε μια άλλη, μεγάλη, σκοτεινή είσοδο… Σκοτεινή… Όλα τα μυστικά που κουβαλούσε εκείνος μαζί του τα ’χε βρει σε στιγμές που το φως μέσα του ή γύρω του ήταν λιγοστό… Λες και ήταν εύθραυστα και το φως σκληρό γι’ αυτά. Λες κι ήταν όνειρα που σεργιανίζουν μονάχα στο δειλινό, ρομαντικοί και ίσως φοβισμένοι περιπατητές… Κι ύστερα, άπλωναν την αέρινη ύπαρξή τους, τη γεμάτη σιωπή και γαλήνιο άρωμα, στις σκοτεινές γωνιές, απ’ όπου το φως ξεχνούσε να περάσει… Στα ξωκλήσια, στους αρχαίους ναούς, στο κουτί με τις παρτιρούρες του πιάνου, στα παλιωμένα βιβλία. Στις παλάμες των σκονισμένων αγαλμάτων που κρατούσαν τις πόζες τους στα ράφια του σπιτιού, στα μουσικά κουτιά που ’χαν πια βουβαθεί… Και σ’ άλλες πολλές γωνιές, από κείνες που κάνουν τα μάτια να κλείνουν απ’ τη συγκίνηση…
Δεν ήταν η ώρα ν’ ανταμώσει καινούρια μυστικά. Δεν ήταν η ώρα να μπει κι αυτός στη μεγάλη σκοτεινή είσοδο. Ίσως ξαφνικά, να είχε βαρεθεί το σκοτάδι. Το περπάτημα σε άγνωστους δρόμους. Ίσως ξαφνικά, να είχε βαρεθεί να κοιτάζει προς άγνωστους προορισμούς… Γύρισε την πλάτη αργά κι ας είχε φτάσει ως εκεί για τούτο και μόνο το λόγο. Κρύφτηκε σε μια απ’ τις μεγάλες καμάρες της αυλής. Καμάρα γεμάτη μικρές πόρτες. Έσπρωξε αυτή που στεκόταν μπροστά του.
Μια αίθουσα δροσερή και μισοσκότεινη, άρχισε να ξετυλίγει τη δική της αύρα. Αύρα γεμάτη χρώματα ριγμένα στο χαρτί. Μια έκθεση ζωγραφικής… ΄Ηταν εκείνη τη στιγμή σαν να αδιαφορούσε ο χώρος για το «δε μπορώ», το «δε θέλω» του κι επέμενε να τον τραβά μοιραία σε ιστορίες καινούριες. Ήταν σαν η έκφραση της ψυχής του να ήταν βουβή. Τόσο, που κανένας δεν μπορούσε να την ακούσει. Τόσο ήσυχη ίσως, που δεν ήταν αρκετή για να την προσέξουν…. Δεν ήξερε γιατί βρέθηκαν να στέκονται έτσι ξαφνικά αυτοί οι πίνακες μπροστά του. Γιατί με τα θολά ή ζωντανά τους χρώματα τον καλούσαν να τους προσέξει. Στάθηκε εκεί για μια στιγμή, προσπαθώντας να βρει τρόπο να γυρίσει την πλάτη ξανά και να φύγει. Μα, δε μπόρεσε. Και οι πίνακες σε λίγο χάθηκαν… Και δίπλα στα αδειανά καβαλέτα του φάνηκε πως κάθισαν σκυφτοί οι ζωγράφοι… Φτωχοί κι όμως τόσο πλούσιοι…. Με τα πινέλα στα χέρια. Μελαγχολικοί. Τον παρακαλούσαν με την αινιγματική σιωπή τους να πλησιάσει και να τους πει έστω μια κουβέντα. Κι αν δεν το μπορούσε να βρει τις λέξεις τις σωστές, να τους χαμογελάσει, να τους δώσει έστω ένα βλέμμα, αόρατο χειροκρότημα… Κι ήταν τόσο αφοπλιστική η σιωπή τους, τόσο μεγαλείο είχε η μελαγχολία τους, που δε μπόρεσε να φύγει. Κι ας μη μπορούσε ν’ ακούσει πια άλλες ιστορίες. Κι ας μην ήθελε άλλο να σκεφτεί… Ήταν ξεκάθαρο πια πως δε μπορούσε να επιλέξει τις ιστορίες που έμελλε ν’ ακούσει ή να ζήσει. Πως υπήρχε ένας λόγος που έφταναν μέχρι αυτόν. Λόγος που δεν τον ήξερε. Που ίσως δεν έμελλε ποτέ να τον μάθει…



Ήταν αυτή η αλήθεια που τον έβγαλε απ’ τη σκιερή αίθουσα με τους ζωγράφους. Που τον έβαλε  πάλι να στέκεται στη σιωπηλή αυλή της εκκλησίας κοιτώντας τη μεγάλη, σκοτεινή είσοδό της… Ώσπου πήρε το θάρρος. Ανέβηκε αργά τη μεγάλη σκάλα και μπήκε σ’ εκείνη τη σκοτεινή είσοδο…
Η εικόνα της Παναγίας ακουμπούσε τα χρόνια της σε μια γωνιά, σκεπασμένη με κοσμήματα και τάματα. Περιτριγυρισμένη από προσευχές και ικεσίες… Έμοιαζε τώρα, όπως την κοιτούσε, με τον άνεμο που ακολουθούσε τους προσκυνητές. Άκουγε κι αυτή… Κι η μορφή, η καλυμμένη από χρυσό κι ασήμι και πολύτιμα πετράδια, δε σκυθρώπιαζε ποτέ. Δεν ξαπόσταινε ποτέ. Είχε ύπαρξη για όλους. Παρουσία για όλους. Και έπειθε αβίαστα πως είχε δίκιο… Πως ήξερε… Χωρίς ούτε μια λέξη. Χωρίς ούτε ένα νεύμα…
Από την οροφή της εκκλησίας κρέμονταν ασημένια καράβια. Άλλα καράβια απελπισίας, άλλα καράβια ελπίδας. Στέκονταν εκεί, στη θαλπωρή του ναού, μακριά από θύελλες και φουρτούνες. Βαλμένα εκεί απ’ τα χέρια εκείνων που αγάπησαν τους θαλασσοδαρμένους. Και παρακαλούσαν τη μορφή της Παναγίας να ηρεμήσει τα κύματα, να στρώσει γαλήνιο τον υγρό δρόμο της επιστροφής στο νησί. Άλλα ικέτευαν να είναι ψέμα το μαντάτο του χαμού. Και να ξανάρθει ο καπετάνιος, να ξανάρθει ο ναύτης. Κι άλλα λέγανε πως θα ’θελαν γοργόνες να ’βρισκαν την ανταριασμένη ψυχή του ναυτικού και να την απόθεταν στην πύλη του Παραδείσου...
Δεν είχε τίποτα να πει εκείνος στην εικόνα. Ήξερε εκείνη τα πάντα. Το γιατί είχε φτάσει εκείνος μέχρις εκεί. Κι αυτό και μόνο του ’φτανε… Βγήκε έξω, στο μαρμάρινο μπαλκόνι. Σήκωσε το βλέμμα. Η θάλασσα έλαμπε μέσα στον ήλιο κι έφερνε αρμύρα και λόγια για ένα μοναστήρι κρυμμένο κάπου στο νησί… Τον καλούσε να υπακούσει στο κάλεσμά της… Κατέβηκε εκείνος στην αυλή, πέρασε την σκεπαστή είσοδο με τις λαμπάδες. Έπειτα βγήκε στο δρόμο και πήρε να κατηφορίζει για το λιμάνι. Ίσως να ’βρισκε εκεί κάποιον να ρωτήσει για το μοναστήρι που ’ταν στα λόγια της θάλασσας…



Σκοτάδι ανακατωμένο με του φεγγαριού το φως απλωνόταν πια στο νησί. Ο δρόμος που περπατούσε σκοτεινός, άγνωστος, σαν σε όνειρο. Και το φεγγάρι ψηλά ήταν το μόνο που φαινόταν καθαρά μέσα στη νύχτα. Επίμονο και πάλι. Ήθελε και πάλι προσοχή. Σαν να ’χε αφήσει μαζί του ανοιχτούς λογαριασμούς που ’θελε απόψε να κλείσει. Σαν να ’χε λόγια να πει που δεν τα ’χε πει ακόμα κι έπρεπε απόψε ν’ ακουστούν. Σαν να ’χε θησαυρούς που έπρεπε απόψε να λάμψουν… Φύσηξε και πάλι ο άνεμος και σκόρπισε ολόγυρα σκόνη απ’ το φεγγάρι. Ο σκοτεινός δρόμος έμοιαζε τώρα ν’ απλώνεται ως εκεί ψηλά. Έμοιαζε να ενώνει γη και ουρανό. Νυχτερινή παραίσθηση, που τον ωθούσε να σκαρφαλώσει ως εκεί πάνω, να σεργιανίσει στην ασημένια μπάλα και να γυρίσει πίσω την αυγή, με τις τσέπες γεμάτες θησαυρούς κι ασημένιο φως…
Πιο πέρα, κοιμόταν ένας νησιώτικος πύργος. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι πύργοι στο νησί. Μα, τούτος που ξεπρόβαλε μπροστά του έμοιαζε συνωμότης με του φεγγαριού την αύρα… Είχε στην πόρτα του κρεμασμένο ένα δίχτυ. Κι ήταν το δίχτυ εκείνο γεμάτο πυγολαμπίδες… Μικρές νεράιδες της νύχτας που πετάριζαν φυλακισμένες. Φώτιζαν την είσοδο του πύργου με έναν μαγικά παράξενο τρόπο… Φως κλεμμένο απ’ τα παραμύθια… Πλησίασε εκείνος αργά προς το μέρος τους. Τις κοίταξε. Κι έπειτα του μπήκε η ιδέα. Να έλυνε, λέει, την κορδέλα που τις κρατούσε κλεισμένες μες το δίχτυ και να έφευγαν εκείνες μακριά. Να γίνονταν ένα με το ασημένιο φως.
               Μα, κάτι το παράξενο στεκόταν στην πόρτα του νησιώτικου εκείνου πύργου. Δεν ήταν το δίχτυ που του τράβηξε την προσοχή. Δεν ήταν του πύργου ο νυχτωμένος όγκος που στεκόταν στη γωνιά του αγέρωχος. Δεν ήταν καν του ανέμου η αύρα που χόρευε με του φεγγαριού το φως. Ήταν μονάχα εκείνη η φυλακισμένη λάμψη απ’ τις πυγολαμπίδες…. Ίσως εκείνη τον έκανε να σκαρφαλώσει τον χαμηλό μαντρότοιχο. Να σταθεί άφωνος μπροστά στο μικρό δίχτυ. Κι ύστερα ν’ απλώσει το χέρι για να λύσει την κορδέλα. Να ελευθερώσει τις πυγολαμπίδες στη μαγεία της νύχτας, εκεί όπου ανήκαν. Ένιωσε πως ο δρόμος τον έβγαλε εκεί για εκείνες τις πυγολαμπίδες. Για να λύσει μια κορδέλα… Ν’ ανοίξει μια φυλακή… Στα μακρινά του ταξίδια, αναζητώντας δρόμους και λόγους για να τους περπατήσει, είχε συναντήσει πολλές φυλακές. Φυλακές ανθρώπων, φυλακές ζώων, φυλακές ψυχών, φυλακές ονείρων… Κι είχαν όλες κάτι κοινό. Όταν η πόρτα έκλεινε, απλωνόταν σιγή. Σιγή αφιλόξενη. Σιγή που σπρώχνει την ελπίδα μακριά. Σιγή που επιβάλλεται. Ό,τι έχει απομείνει απ’ τον κόσμο του φυλακισμένου, υπάρχει αχνά. Κι ο απόηχός του σβήνει εκεί, στην κλειστή πόρτα. Την είχε συναντήσει πολλές φορές τούτη τη θολή εικόνα. Και κάθε φορά που τη συναντούσε ήταν η ίδια. Θλιβερή υπενθύμιση. Τόσο θλιβερή όσο και η φυλακισμένη ελευθερία. Φυλακισμένη ελευθερία… Σχήμα οξύμωρο. Απ’ τα πολλά. Από ’κείνα που απλά προσπερνάς, γιατί δεν υπάρχει τρόπος να τα ερμηνεύσεις. Που σε προκαλούν να τα προσπεράσεις, για ν’ αποδειχτούν εκείνα γι’ άλλη μια φορά νικητές. Κι άλλα, πιο ευγενικά, σε παρακαλούν να συνεχίσεις το δρόμο σου. Σε παρακαλούν. Για να μη λυπηθείς… Φυλακισμένη ελευθερία… Κι ήταν πιο σκληρή η θέα, τις φορές εκείνες που οι φυλακές ’κλειναν μέσα τους αθώους. Και στη δική του διαδρομή, η θέα αυτή ήταν η πιο συχνή… Ίσως η μόνη…
Ήταν ίσως αυτή η αλήθεια που τον έσπρωχνε απόψε ν’ ακουμπήσει την άκρια της κορδέλας. Η φυλακή αθώων. Ήταν αυτή η αλήθεια που τη θυμόταν πάντα. Όμως, απόψε, κάτι αλλιώτικο, κάτι περισσότερο πλανιόταν πάνω από την ύπαρξή του. Κάτι ξένο… Ήταν θλίψη και σιωπή ό,τι θυμόταν. Αυτές  οι δυο οι λέξεις μόνο. Κοινές για όλες τις φυλακές που βρέθηκαν στο δρόμο του. Ήταν τα κάγκελα κι οι κλειστές οι πόρτες που τον καλούσαν να σταθεί. Όμως, απόψε, αλήθεια, δε στάθηκε για τίποτα απ’ αυτά.  Ούτε για θλίψη, ούτε για σιωπή, ούτε για κάγκελα και πόρτες κλειστές… Ούτε γι’ αθώους φυλακισμένους…  Μόνο για το φως… Το φως εκείνο που ερχόταν από το μικρό δίχτυ. Το ήσυχο φως, το καθησυχαστικό. Το αχνό κι όμως τόσο δυνατό, που δε μπόρεσε το δίχτυ να το φυλακίσει. Πλανήθηκε εκείνο στον αυλόγυρο, σκαρφάλωσε το χαμηλό μαντρότοιχο και βγήκε στο μικρό δρόμο να βρει τον ταξιδιώτη. Να τον μαγέψει. Κι ήταν τούτο ακριβώς το ξένο, το παράξενο, το περισσότερο, το άγνωστο που πλανιόταν γύρω του. Η αλλιώτικη φυλακή, που όμοιά της δεν είχε ξανά συναντήσει. Μια φυλακή αδύναμη, ανύπαρκτη κι όχι επιβλητική όπως οι άλλες… Έμεινε εκεί με τα δάχτυλα ν’ αγγίζουν την άκρη της κορδέλας αναποφάσιστα, ξαφνιασμένα. Στριφογυρνούσαν ανάκατες σκέψεις στο μυαλό του εκείνη την ώρα. Φυλακή αδύναμη; Φυλακή ανύπαρκτη; Ανάκατες σκέψεις και λέξεις πολλές, που ήθελαν να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους. Να βρουν ένα σχήμα, ρεαλιστικό, ας ήταν οξύμωρο, κάτι. Με λίγα λόγια κάτι γνωστό, του κόσμου τούτου. Ασφαλές. Θες όμως ήταν η φεγγαρόσκονη, που σκόρπιζε τριγύρω ο αέρας, θες ο δρόμος που έμοιαζε ν’ απλώνεται ήσυχος ως το φωτεινό άστρο, θες οι πυγολαμπίδες, που πετάριζαν μέσα στο δίχτυ και φώτιζαν την πόρτα του νησιώτικου πύργου, θες παραμυθένια ξωτικά,  αθώα κι ανέμελα, που κρύβονταν στα σκοτεινά πέπλα της νύχτας, εδώ εξήγηση του κόσμου τούτου δε χωρούσε… Ρεαλισμοί, λέξεις και σκέψεις ’μοιαζαν λίγα, αταίριαστα με τούτη δα την ώρα. Συρρικνώνονταν και τρέπονταν σε φυγή. Και σ’ άφηναν ήσυχο, ανεπηρέαστο ν’ αγαπήσεις. Ν’ αγαπήσεις τη στιγμή. Όποιον και ό,τι είναι πιο βαθιά στην ψυχή σου. Και να το κρατήσεις. Να το θυμάσαι για πάντα. Πόρτα ανοιχτή στη γαλήνη…



Ξημέρωσε. Γλάροι πετούσαν στο βάθος, πάνω από τα κατάρτια των πλεούμενων. Η Τήνος κοιμόταν ακόμη. Κοιμόταν κι ο ταξιδιώτης, καθισμένος σε μια γωνιά δίπλα στην πόρτα του πύργου. Κοιμούνταν και οι πυγολαμπίδες στο δίχτυ τους. Ο ήλιος του καλοκαιριού πήρε να διώχνει την υγρασία της νύχτας και το μούδιασμα που φέρνει ο γερο-Ύπνος σ’ όσους παραδοθούν σ’ αυτόν. Λίγο πιο πέρα απ’ τον πύργο, μια μικρή αμμουδιά γεμάτη ήσυχα κύματα, μουρμούριζε λόγια για το κρυμμένο μοναστήρι, και τα ’στελνε στον αυλόγυρο του πύργου να ξυπνήσουν τον ταξιδιώτη….
Σε λίγο, εκείνος βρισκόταν και πάλι στο δρόμο, υπάκουος στης θάλασσας τα κύματα, στα λόγια τους… Άφησε πίσω του τον πύργο και τις πυγολαμπίδες.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και το μοναστήρι ξεπρόβαλλε στα δεξιά του δρόμου. Ακούμπησε στα κάγκελα της σιδερένιας πόρτας να κοιτάξει μέσα. Δεν είχε ξαναδεί μοναστήρι σε νησί. Ήταν αλλιώτικο. Απόμακρο, κοιτούσε στοχαστικό τη θάλασσα. Έμοιαζε με μικρή νησιώτικη πολιτεία. Ασβεστωμένη η εκκλησία του και τα μικρά σπιτάκια που βρίσκονταν τριγύρω της. Πλακόστρωτα, μικρά δρομάκια, που έβγαζαν σε μικρές γωνιές, γεμάτες ίσκιο και ησυχία. Ξύλινα παραθυρόφυλλα, κλειστά. Τράβηξε το μάνταλο της πόρτας και μπήκε. Προχώρησε μέχρι την εκκλησία… Η αίθουσα τόσο δροσερή…. Σχεδόν παγωμένη. Κρύφτηκε εκείνος σε μια γωνιά και πήρε να παρατηρεί το χώρο.
Ήταν το μοναστήρι εκείνο αφιερωμένο στην Αγία Πελαγία. Ήταν εκείνη που είχε ονειρευτεί την εικόνα της Παναγίας κι έβαλε να ψάξουν να τη βρουν. Κι έστεκε τώρα εκείνη η εικόνα, πέρα στην πόλη, στη δική της εκκλησία και άκουγε τους προσκυνητές… Σηκώθηκε ο ταξιδιώτης από τη γωνιά του και αργά βγήκε στην αυλή. Ανέβηκε σε μια ασβεστωμένη πεζούλα.
Όλες τις φορές που βρισκόταν σε χώρους σαν κι εκείνον, αναθυμόταν τα λόγια της γιαγιάς, που του ’χε πει πως όλα εκείνα ήταν θάλασσα που δε μπορούσε να χωρέσει σε ποτήρι. Πως δε γινόταν ο νους του ανθρώπου να τα ψάξει. Πως το μόνο που ήταν προσιτό, ήταν η ηρεμία που άπλωναν όλα εκείνα στην ύπαρξη του… Κάθε φορά η ίδια παράξενη, ανεξήγητη και συνάμα καθησυχαστική, φιλική ηρεμία. Ακόμα και στους άγιους εκείνους χώρους, που ήταν ξένοι προς τα δικά του πιστεύω. Στους ναούς, που ’χε συναντήσει στα μακρινά του ταξίδια. Ακόμα και στους αρχαίους ελληνικούς ναούς. Η ίδια ηρεμία. Ακόμα και στις γκρίζες πόλεις της Βρετανίας, της Γαλλίας… Είχε κάποτε περάσει αναστατωμένος από ένα καθολικό ναό, σε μια απ’ τις γκρίζες εκείνες πόλεις του Βορρά. Φαινόταν κρύος, απρόσιτος, με τις πρασινισμένες πέτρες του και την ομίχλη να τον περιβάλλει. Η πόρτα ξύλινη, βαριά, σαν παλιού κάστρου. Μέσα, ξύλινα στασίδια, ένα απλοϊκό ιερό και μια γωνιά με αναμμένα μικρά, χαμηλά, λευκά κεριά. Πήρε φωτιά με μια βέργα από ένα και άναψε ένα σβηστό κεράκι. Μια ανεπαίσθητη μυρωδιά αρώματος, κάτι σαν λιβάνι πλανιόταν. Και μέσα σ’ αυτό το ξένο προς αυτόν σκηνικό, η ίδια εκείνη ηρεμία… Απλώθηκε μέσα του και μονομιάς όλη η αναστάτωσή του σβήστηκε. Όπως και στους γκρεμισμένους απ’ το χρόνο αρχαίους ελληνικούς ναούς. Χορταριασμένες πλάκες, κίονες και άπλετο ελληνικό φως. Κι η ηρεμία να πεταρίζει ανάμεσα στα ερείπια… Η ίδια ηρεμία σε όλους τους άγιους χώρους. Σαν να ’ταν διαφορετικές βουνοπλαγιές, που είχαν όμως όλες την ίδια θέα. Σαν να ’ταν  διαφορετικά μονοπάτια, που είχαν όλα τον ίδιο προορισμό…
Περπάτησε με τούτη τη σκέψη ως την έξοδο του μοναστηριού. Κατηφόρισε αργά το δρόμο του γυρισμού  στο λιμάνι. Αγόρασε από τα μαγαζάκια ένα ανεμοσήμαντρο, και μπήκε, με τις τσέπες και την ψυχή γεμάτες ιστορίες, αλήθειες και εικόνες, σ’ ένα πλεούμενο που έφευγε ‘κείνη την ώρα απ’ το νησί…



Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Ψυχές…



Λίγο πριν την είσοδο της πόλης της Ερέτριας, εκεί που ο δρόμος διχάζει τον ταξιδιώτη για το εάν πρέπει να ταχύνει το βήμα προς τ’ αριστερά και ν’ αφεθεί στην αύρα του αρχαίου θεάτρου, που κρατά στ’ απομεινάρια του το μεγαλείο, ή αν πρέπει να στρίψει δεξιά, τρυπώνοντας στον απόηχο της αρχαίας πόλης, που στέκει μυστηριώδης κι αέναος στους χώρους του μουσείου, φύτρωναν πάμπολλα κίτρινα αγρολούλουδα… Βαμμένοι κίτρινοι φάνταζαν οι μικροί αγροί, από πινελιά φρεσκάδας κι εξοχής, που καθώς το βοριαδάκι φυσούσε, φανέρωνε ονειρικό χορό των μικρών μίσχων, που κρατούσαν στην άκρη τους το κίτρινο φυλλαράκι.
Εκείνη τη στιγμή, δεν επέλεξα πορεία… Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου κι ακούμπησα την πλάτη στο συρματόπλεγμα ενός χωραφιού, που βρέθηκε πρόχειρο.. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, μου πήρε το νου η πόλη, να τον ταξιδέψει εκεί που ήθελε αυτή.. Μέσα στη ζέστη του ανοιξιάτικου πρωινού και την υποψία δροσιάς, που προσέφερε το βοριαδάκι, η Ερέτρια με πήγε πίσω στο παρελθόν της… Σ΄ εκείνο το πολύ μακρινό παρελθόν, που με τ’ ανθρώπινα μεγέθη εντάσσεται σε παρωχημένους αιώνες, μα που με το νου των φιλοσόφων και των μυστικιστών, ζει παράλληλα με τις σημερινές ζωές μας, σε διαστάσεις παράλληλες, μια σπιθαμή από το βολικό μας «τώρα», ν’ αγγίζεται μόνο από όσους ξέρουν τον τρόπο να παραμερίζουν τ’ αέρινα σύνορα…
Ένιωσα την πόλη της Ερέτριας ν’ αποζητά την αναπόλησή μου, σαν λιγοστό μνημόσυνο, για όλες εκείνες τις ψυχές που χάθηκαν, ψυχές σαν τη δική μου, που ζούσαν τις ταπεινές και θνητές τους πορείες, το 490 π.Χ., όταν οι Πέρσες του Δαρείου, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, άλωσαν τα τείχη κι έκαψαν τα πάντα, παίρνοντας σκλάβους τους κατοίκους στα βάθη της Ανατολής… Κι όσοι αντιστάθηκαν, πέρασαν τον ποταμό Αχέροντα, και χάθηκαν στον Άδη, χτυπημένοι από σπαθιά και βέλη των εχθρών…
Μια ανεπαίσθητη θλίψη απλώθηκε έξαφνα γύρω, λες κι η ήσυχη θάλασσα, που χάιδευε την παραλία και το μόλο του λιμανιού, θυμόταν τα καψίδια, την πάλη, το θρήνο, το φόβο, το θάνατο… Λες κι ο αέρας, μάρτυρας πολλών στιγμών, κι εκείνος δεν είχε ξεχάσει.. Κι είχαν στον κόρφο τους κρυμμένα κι οι δυο, θάλασσα κι αέρας, ατόφια κομμάτια από ένα παρελθόν που γράφτηκε κι εκείνο, σαν τόσα και τόσα άλλα, με γράμματα πύρινα στους παπύρους του Κόσμου… Κι αναρωτήθηκα, συνεπαρμένη από των στιγμών την υποβλητική, αλλόκοτη μαγεία: πού πάνε όλες τούτες οι ψυχές;… Πού χάνονται; Τ’ αγγίγματα, οι αναπνοές, το γέλιο, το δάκρυ; Η χαρά κι η λύπη; Τα βήματα πάνω στο χώμα και την άμμο απλά σβήνονται;

Κι έτσι απρόσμενα, τα κίτρινα αγρολούλουδα γύρω, δεν ήταν πια απλοϊκά αγρολούλουδα… Αλλά, ψυχές που λικνίζονταν στον άνεμο, λέγοντας την ιστορία τους και ένα καλωσόρισμα στην πόλη τους…. Λύγισα τα γόνατα κι ακούμπησα τις παλάμες απαλά στα κίτρινα φύλλα των λουλουδιών… Η μόνη στοργή που μπορούσα πια να προσφέρω σ’ εκείνες τις ψυχές της αρχαίας πόλης… Το μόνο πια βάλσαμο…