Ψυχές…
Λίγο πριν την είσοδο της πόλης της Ερέτριας, εκεί που ο δρόμος διχάζει
τον ταξιδιώτη για το εάν πρέπει να ταχύνει το βήμα προς τ’ αριστερά και ν’
αφεθεί στην αύρα του αρχαίου θεάτρου, που κρατά στ’ απομεινάρια του το
μεγαλείο, ή αν πρέπει να στρίψει δεξιά, τρυπώνοντας στον απόηχο της αρχαίας
πόλης, που στέκει μυστηριώδης κι αέναος στους χώρους του μουσείου, φύτρωναν
πάμπολλα κίτρινα αγρολούλουδα… Βαμμένοι κίτρινοι φάνταζαν οι μικροί αγροί, από
πινελιά φρεσκάδας κι εξοχής, που καθώς το βοριαδάκι φυσούσε, φανέρωνε ονειρικό
χορό των μικρών μίσχων, που κρατούσαν στην άκρη τους το κίτρινο φυλλαράκι.
Εκείνη τη στιγμή, δεν επέλεξα πορεία… Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου κι
ακούμπησα την πλάτη στο συρματόπλεγμα ενός χωραφιού, που βρέθηκε πρόχειρο..
Χωρίς δεύτερη κουβέντα, μου πήρε το νου η πόλη, να τον ταξιδέψει εκεί που ήθελε
αυτή.. Μέσα στη ζέστη του ανοιξιάτικου πρωινού και την υποψία δροσιάς, που
προσέφερε το βοριαδάκι, η Ερέτρια με πήγε πίσω στο παρελθόν της… Σ΄ εκείνο το
πολύ μακρινό παρελθόν, που με τ’ ανθρώπινα μεγέθη εντάσσεται σε παρωχημένους
αιώνες, μα που με το νου των φιλοσόφων και των μυστικιστών, ζει παράλληλα με
τις σημερινές ζωές μας, σε διαστάσεις παράλληλες, μια σπιθαμή από το βολικό μας
«τώρα», ν’ αγγίζεται μόνο από όσους ξέρουν τον τρόπο να παραμερίζουν τ’ αέρινα
σύνορα…
Ένιωσα την πόλη της Ερέτριας ν’ αποζητά την αναπόλησή μου, σαν λιγοστό μνημόσυνο, για όλες εκείνες τις ψυχές που χάθηκαν, ψυχές σαν τη δική μου, που
ζούσαν τις ταπεινές και θνητές τους πορείες, το 490 π.Χ., όταν οι Πέρσες του Δαρείου, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, άλωσαν τα τείχη κι έκαψαν τα
πάντα, παίρνοντας σκλάβους τους κατοίκους στα βάθη της Ανατολής… Κι όσοι
αντιστάθηκαν, πέρασαν τον ποταμό Αχέροντα, και χάθηκαν στον Άδη, χτυπημένοι από
σπαθιά και βέλη των εχθρών…
Μια ανεπαίσθητη θλίψη απλώθηκε έξαφνα γύρω, λες κι η ήσυχη θάλασσα, που
χάιδευε την παραλία και το μόλο του λιμανιού, θυμόταν τα καψίδια, την πάλη, το
θρήνο, το φόβο, το θάνατο… Λες κι ο αέρας, μάρτυρας πολλών στιγμών, κι εκείνος
δεν είχε ξεχάσει.. Κι είχαν στον κόρφο τους κρυμμένα κι οι δυο, θάλασσα κι
αέρας, ατόφια κομμάτια από ένα παρελθόν που γράφτηκε κι εκείνο, σαν τόσα και
τόσα άλλα, με γράμματα πύρινα στους παπύρους του Κόσμου… Κι αναρωτήθηκα,
συνεπαρμένη από των στιγμών την υποβλητική, αλλόκοτη μαγεία: πού πάνε όλες
τούτες οι ψυχές;… Πού χάνονται; Τ’ αγγίγματα, οι αναπνοές, το γέλιο, το δάκρυ;
Η χαρά κι η λύπη; Τα βήματα πάνω στο χώμα και την άμμο απλά σβήνονται;
Κι έτσι απρόσμενα, τα κίτρινα αγρολούλουδα γύρω, δεν ήταν πια απλοϊκά
αγρολούλουδα… Αλλά, ψυχές που λικνίζονταν στον άνεμο, λέγοντας την ιστορία τους
και ένα καλωσόρισμα στην πόλη τους…. Λύγισα τα γόνατα κι ακούμπησα τις παλάμες
απαλά στα κίτρινα φύλλα των λουλουδιών… Η μόνη στοργή που μπορούσα πια να
προσφέρω σ’ εκείνες τις ψυχές της αρχαίας πόλης… Το μόνο πια βάλσαμο…