Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Η παλιά κασέλα




        Πάνω σ' ένα έπιπλο, στο χώρο υποδοχής, κάτω απ' τον μεγάλο, ξύλινο καθρέπτη, είναι μια παλιά κασέλα. Σκούρο, βαθύ το χρώμα του ξύλου της και τα σκαλίσματά της περίτεχνα..Ήταν της γιαγιάς μου..ήρθε μαζί με άλλα πράγματα, μ' ό,τι χωρούσε σ' ένα σάκο, κι ετούτη η κασέλα απ' εκείνο το χωριό μας το βουνίσιο, μετά τον πόλεμο...Να βρει αλλού ζωή...
               Ήταν τούτη η κασέλα κάποτε πλατύκορμο δεντρί πλάι στις όχθες του ποταμού Καρπενησιώτη, που σκίαζε με τα φύλλα του τα κοπάδια, που 'φταναν ως εκεί να πιουν νερό, και τους στρατοκόπους ταξιδιώτες, που στέκονταν να ξαποστάσουν... Κι έφτασε η ώρα να βρεθεί στα χέρια βουνίσιου καλλιτέχνη, που έπλαθε με το ξύλο παραμύθια. Παράξενου ζωγράφου, που καθώς το ξύλο έπαιρνε στα χέρια του μορφή, τραγούδαγε εκείνος στα ψηλά βουνά τριγύρω... Βάλθηκε η κασέλα τότε σ' ένα ράφι του μικρού μαγαζιού, κι ακόμα μύριζε δάσος... Ώσπου, πέρασε μια μέρα ο παππούς, την τύλιξαν σε λευκό χαρτί και του την έδωσαν.
                Στόλισε χρόνια η κασέλα το σπίτι της πλαγιάς, που 'βλεπε στο Νεραϊδοβούνι. Φύλαξε χρόνια τα καλούδια της γιαγιάς. Ήταν εκεί αμίλητη, όταν μαινόταν έξω του πολέμου η φωτιά κι ανασκίρτησε το κόκκινο βελούδο στο εσωτερικό της, όταν κάποιος ναζί, που όρμησε με άλλους στο σαλόνι, έσπρωξε με τ' όπλο του τη ράχη της κυράς της, που πήγε να προστατέψει τα παιδιά της...
        Και πέρασαν χρόνια κι έφτασε κι αυτή η ξύλινη κασέλα, ξεριζωμένη ως εδώ...Κειμήλιο... Κι αφήνεται σε μένα να την ξεσκονίζω, να την συντηρώ...Δε μυρίζει πια δάσος... Όμως, παράξενα, σαν να νιώθει η ψυχή της πως στις φλέβες μου κυλά το αίμα των παππούδων και της παλιάς κυράς της, κάθε φορά που τη σιμώνω, μου ανοίγει κουβέντα για τα παλιά, σίγουρη σαν να' ναι πως τους ψιθύρους της μπορώ και τους ακούω...