Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

 

                                      Χριστούγεννα 2020...



"Φως των ματιών μου και της καρδιάς μου σοδειά,

δική μου επιτέλους σε μια αμετάβλητη θύμιση...

Ω, όταν εύκολο σου ήταν ν' αποχωρήσεις,

για μένα άφησες το πιο δύσκολο προσκύνημα...

Ω καμηλιέρη, ξεκίνησε το καραβάνι, μα για το Θεό, βόηθησέ με,

το φορτίο που έπεσε να σηκώσω και συνοδοιπόρο τη λύπη μου αυτή να νιώσω...

Το πρόσωπό μου σκονισμένο, τα μάτια μου υγρά...

Από σκόνη και δάκρυα ο γαλαζοπράσινος ουρανός τα τούβλα πλάθει 

για το σπίτι της χαράς...

Κι όμως, καταφύγιο δεν έχω, κι ο χρόνος έχει πια περάσει...

Τί άραγε να παίξω πάνω στο σκάκι της νύχτας και της μέρας;

Ο θάνατος την παρτίδα κέρδισε..."


Και κάπως έτσι, μετά από μια δύσκολη χρονιά, με εικόνες που μας πλήγωσαν βαθιά και μας έκαναν να γνωρίσουμε κάτι από τα αδιέξοδα των προγόνων που έζησαν πολέμους και πανδημίες, οι στίχοι του Χαφέζ, ενός αριστουργηματικού Πέρση ποιητή των προμεσαιωνικών χρόνων, που έγραψε μια σπονδή στην αγαπημένη του που έφυγε νωρίς, σαν να μιλούν για κάτι από τη δική μας θλίψη... 

"Avra kehdabra"...έγραφαν τα κιτάπια των μυστών σε μια αρχαία αραμαϊκή γραφή...  "Τα λόγια μου δημιουργούν αυτό που λέω".... Ή όπως θα το έθετε ο Αϊνστάιν, με τη δική του προσέγγιση της κβαντικής φυσικής, θέτω μορφή με τα λόγια μου σε μια άμορφη ενέργεια γύρω μου... 

Ας επιλέξω, λοιπόν, μέσα από τα λόγια να δημιουργήσω κάτι όμορφο... Θαύμα, Ευτυχία, Ίαση.... Η μαγεία των Χριστουγέννων ας φέρει όλα αυτά.... 

Καλά Χριστούγεννα...


Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

                                  Κάποτε δεν υπάρχουν τίτλοι.....



Πόσο εύκολα μπορούμε να κρίνουμε, όταν δεν κοιτούμε πέρα από όσα μπορούν να δουν τα μάτια, όταν δεν ακούμε πέρα από όσα μπορούν να ακούσουν τα αυτιά… Να δούμε εκείνα που μπορεί να κρύβει ένα γέλιο: τον πόνο, το δάκρυ, την ατέλειωτη νύχτα που δεν ξημερώνει, ακόμα κι όταν έρχεται η αυγή, τη δύναμη του να γελάς, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει τίποτα μέσα σου και γύρω σου παρά μονάχα σκοτάδι… Εκείνα που κρύβει η σιωπή: τα λόγια αγάπης που δε μπορούν να ειπωθούν, τις άσχημες στιγμές που κανείς δε θα καταλάβει, το φόβο μιας ερήμου δίχως ήχους, γεμάτης δίψα για μια ζωή που ποτέ δεν ήρθε, που από όλους τους ανθρώπους εκείνη σε ξέχασε πιο πολύ, πιο πικρά και πιο απρόκλητα…

Πόσο εύκολα μπορούμε να κρίνουμε, όταν νομίζουμε πως η γνώση αρκεί για να καταλάβουμε τον κόσμο ενός ανθρώπου, να τον κατηγοριοποιήσουμε και να του κλείσουμε την πόρτα… Γιατί νομίζουμε πως είναι κάποιος που δεν αξίζει να είναι στη ζωή μας… Γιατί δεν κάναμε τον κόπο να του χαρίσουμε ούτε μέρα παραπάνω, για να τον μάθουμε μια στάλα πιο πολύ… Τόσο μικρόψυχοι, τόσο κενοί, τόσο λίγοι… Τόσο παρασυρμένοι από την έννοια της «καλής ζωής», που μάθαμε σε λεξικά-μονοπάτια, που μόνο στρεβλώνουν τις αντιλήψεις μας για τη ζωή και τον κόσμο… Που μόνο μας κάνουν να πιστεύουμε ότι μπορούμε να αυτοδιοριστούμε… Σε μικροί, ανόητοι, θνητοί θεοί, που δικαιούμαστε να κρίνουμε… να απομονώνουμε… να επιβάλλουμε ποινές, ακόμα και σε κάποιους που δεν τις αξίζουν…. Απλά και μόνο για να μην μας χαλάσουν την ψευδαίσθηση της «καλής ζωής»… Αυτού που πιστεύουμε ότι είναι καλή ζωή… Κι αυτού που πιστεύουμε ότι πρέπει να διδάξουμε ως τέτοια…. Την «καλή ζωή» του χάους, την «καλή ζωή» της εσωτερικής κενότητας, εκείνη που δεν μεταφράζει ορθά καμμία έννοια…

Πόσο εύκολο είναι να κρίνουμε, όταν η ζωή μας, η «καλή ζωή» μας, περιγράφεται απόλυτα με δύο λέξεις, που δεν έχουμε το κουράγιο ν’ αντικρύσουμε κατάματα, γιατί μπορεί να δούμε τον εαυτό μας… Δύο λέξεις: «Μόνοι μαζί»… Μήπως, όσοι κι ό,τι βιαζόμαστε να κρίνουμε τόσο ρηχά, επιφανειακά και μοιραία άδικα, μας αναγκάζουν να κοιτάξουμε κατάματα την «καλή ζωή» μας; Την έπαρσή μας; Τη ρηχή γνώση που έχουμε και την περνάμε για κάτι σπουδαίο; Το θρόνο μας, που καμιά αρχή δε μας έδωσε, αλλά σμιλέψαμε και φτιάξαμε μόνοι μας, γιατί σε κάποια χρόνια της ζωής μας, πιο παλιά, είμασταν κάτι ασήμαντο; Κι έπρεπε να κάτσουμε σε κάποιο θρόνο, κι ας ήταν μιας παράστασης θεάτρου, που  γράψαμε εμείς και μόνο εμείς; Δικά μας λόγια, δικοί μας ρόλοι, δικά μας σκηνικά, όπου είμαστε βασιλιάδες, θεοί, κριτές και πάντα άδικοι, εγωιστές. Και πάντα ψεύτικοι... Κι όσους κρίνουμε πιο σκληρά και άδικα, είναι γιατί κινδυνεύουμε από αυτούς… Να μας βγάλουν το μανδύα και το στέμμα, και να μας δεχτούν, να μας αγαπήσουν, όταν φοράμε ένα απλό, γαλάζιο πουκάμισο, τη δύσκολη ζωή μας και την κούρασή μας… όταν είμαστε απλοί θνητοί, χωρίς πλούτη και τίτλους, μόνο με τη σάρκα μας και το χρώμα των ματιών μας, το χαμόγελό μας το γεμάτο ελαττώματα, που όμως, όταν χαράζει στο πρόσωπό μας, για κάποιους βγαίνει ο ήλιος κι είναι μεσημέρι Αυγούστου πλάι στο κύμα…..

Πόσο εύκολο είναι να κρίνουμε τους ανθρώπους, που δε μας δέχονται στη ζωή τους ως βασιλιάδες, που δε χωράνε στην «καλή ζωή» μας, αλλά θυμούνται, μας θυμούνται… Ακόμη και για μια μονάχα όμορφη λέξη που τους είπαμε, για τον τρόπο που στεκόμαστε και περπατάμε… Που μέσα στην έρημό τους, βρήκαν απόθεμα ψυχής να μας βάλουν στο όνειρο και την προσευχή τους. Που βρήκαν τον τρόπο να μας ανοίξουν την πόρτα με χαμόγελο, όταν είχαν ξεχάσει πώς να χαμογελούν. Που βρήκαν τον τρόπο να γελάσουν, όταν είχαν ξεχάσει πώς να γελούν… Κι όμως εμείς τους κρίναμε και τους κατακρίναμε... Ως ανάξιους να χωρέσουν στην «καλή ζωή» μας. Γιατί δεν είχε αξία γι’ αυτούς το ψεύτικο στέμμα μας, αλλά αγάπησαν την εικόνα μας όταν τα μαλλιά μας ήταν βρεγμένα από τη θάλασσα.... Μας θαύμασαν, όχι για τους τίτλους μας και τη βιτρίνα μας, αλλά γιατί βρίσκαμε τρόπους και λόγους μέσα στην αντάρα να στεκόμαστε ορθοί και να χαμογελάμε στην καταιγίδα. Κι ίσως για εμάς, η πηγαιότητα και η αλήθεια τους, να είναι αταίριαστα με την «καλή ζωή» μας. Πόσο εύκολα μπορούμε να κρίνουμε, όταν δεν κοιτούμε πέρα από όσα μπορούν να δουν τα μάτια… Πόσο εύκολα μπορούμε να είμαστε άδικοι...

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2020

 

                                        Πανσελήνου ευρήματα

 

 

 

Στο ζεστό δειλινό της Πανσελήνου του Αυγούστου, στους έντονους απόηχους ενός περίεργου, πρωτόγνωρου καλοκαιριού, λίγο πριν η νύχτα πέσει και δροσίσει την αιώνια πόλη της Αθήνας, σε ένα δρομάκι κοντά στο Θησείο, στον πάγκο ενός πραματευτή που πουλούσε κοσμήματα και μικρά έργα τέχνης, βρήκα ένα σημειωματάριο ξυλόγλυπτο που κρατούσε διηγήματα… Από εκείνα τα σημειωματάρια που αφήνονται στην άκρια της ζωής, για λόγους που μόνο οι ιδιοκτήτες τους γνωρίζουν, και που τις περισσότερες φορές δεν ομολογούν… Να συντροφεύσουν κάποιον άλλον, γιατί οι ίδιοι ίσως δεν θέλουν πια να αισθάνονται…

«Στο κεφαλόσκαλο εκείνης της παλιάς σκάλας, σ’ εκείνο το παλιό κτήριο του ’60, όταν ανοίγεις την πόρτα και χαμογελάς, θα ‘θελα να μουδιάσει ο χρόνος, να πάψει να κυλά κι εσύ να μείνεις ακίνητος, να μη μπορείς για λίγο να με δεις. Τόσο λίγο όσο χρειάζεται για να έρθω κοντά σου… Να περιεργαστώ τις γωνίες του προσώπου σου, τα χείλη σου… Που μένουν κλειστά γιατί πρέπει να μου πεις μονάχα λίγα…»…

 

«Όταν τα χέρια σου ακουμπήσουν στο γραφείο σου, και τα δάχτυλά σου μείνουν εκεί, ακίνητα, αποκαμωμένα από την κούρασή σου, αυτά τα χέρια σου είναι το πιο ήσυχο μέρος αυτής της τρελής πόλης… Το πιο άγνωστο και συνάμα οικείο και καθησυχαστικό»…

 

Και κάπως έτσι, μέσα απ’ τις λέξεις, τις φορτισμένες με τόση αγάπη, βρέθηκα μπροστά σ’ εκείνο το θαύμα που κάνει όποιον ένιωσε αγάπη, ξάφνου ποιητή, ξάφνου συγγραφέα, μ’ έναν τρόπο σχεδόν μαγικό… Αγάπη… Η μοναδική κόλλα που μπορεί να βάλει σε τάξη το παζλ αυτού του δύσμορφου κόσμου… Λες και για να πληρωθεί το ρηθέν που στα αρχαία αραμαϊκά τραγουδούσε «Οι ζωές ενώνονται στους χρόνους, από μια αρχαία έλξη που αντηχεί άσβεστη μέσα στους αιώνες»…. Μπήκα σε σκέψεις….

Πόσο φυλακισμένη μπορεί να είναι ή να νιώθει μια αγάπη που βρίσκει διέξοδο σε λέξεις τόσο ζωντανές, που βρέθηκαν ξεχασμένες στην άκρη ενός παλιού δρόμου;… Γιατί δεν έγινε αυτή η αγάπη αγκαλιά δίχως λέξεις, από εκείνες που έχουν τη δύναμη όλα να τα πουν δίχως λόγια; Γιατί κρύφτηκε σε τούτο το μικρό τετραδιάκι, το δίχως όνομα;

Θυμήθηκα τα λόγια ενός μύστη… «Οι άνθρωποι πολλές φορές διαλέγουν ένα ψέμα για να πουν μιαν αλήθεια, κι αυτό συμβαίνει όταν γύρω τους υψώνονται τοίχοι που δε μπορούν να γκρεμίσουν».

 

Όποια αλήθεια κι αν ισχύει γι’ αυτή την ανώνυμη, μοναχική γραφίδα, που άφησε τις λέξεις της σε μια γωνιά του δειλινού, την ευχαριστώ για όλες της τις λέξεις.. Βγήκε η Πανσέληνος… Γνωρίζει πολλά, γιατί παραστέκει στις ψυχές των ανθρώπων αιώνες… Αλλά δε θα τη ρωτήσω τίποτε… Ούτε για την άγνωστη πένα, ούτε για τον κόσμο της… Γιατί η ζωή χρειάζεται μαγεία..

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020



Η Φύση διδάσκει δύναμη





I never saw a wild thing
sorry for itself.
A small bird will drop frozen dead from a bough,
without ever having felt sorry for itself.

                                                     D.H. Lawrence


Ποτέ δεν είδα αγρίμι τον εαυτό του να λυπάται
Παγωμένο πέφτει το πουλί απ’ το κλαρί
xωρίς ποτέ, μα ποτέ τον εαυτό του να λυπηθεί…..



             Και κάπως έτσι, η φύση, η απλή, μα συνάμα σοφή και μεγαλειώδης, μας συμβουλεύει τον ηρωισμό, το θάρρος, ακόμη και στην απώλεια, ακόμη και στο θάνατο.
Όπως συμβούλευσε κι εκείνη η πένα του Κωνσταντίνου Καβάφη, στο ποίημα "Απολίπειν ο Θεός Αντώνιον".... 


Σάν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεί
ἀόρατος θίασος νά περνᾶ
μέ μουσικές ἐξαίσιες, μέ φωνές –
τήν τύχη σου πού ἐνδίδει πιά, τά ἔργα σου
πού ἀπέτυχαν, τά σχέδια τῆς ζωῆς σου
πού βγῆκαν ὅλα πλάνες, μή ἀνωφέλετα θρηνήσεις.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού φεύγει.
Προ πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πως ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου∙
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθεῖς.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
σάν που ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά πρός τό παράθυρο,
κι ἄκουσε μέ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι
με τῶν δειλῶν τά παρακάλια και παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τούς ἤχους,
τά ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις.

           Επέλεξε ο αγαπημένος ποιητής τον Αντώνιο... Για να μιλήσει στον κάθε άνθρωπο που βρίσκεται στην άκρη του προσωπικού του γκρεμού και νιώθει ότι ούτε καν ο Θεός δεν τον λυπάται. Πώς θα σταθεί στις κρίσιμες στιγμές του τέλους της ζωής του, των ονείρων του, των αποκτημάτων του, της νιότης του, της κάθε μεγάλης αγάπης του.... Μόλις ακουστεί ο αόρατος θίασος του θεού Διονύσου, του κάθε προσωπικού Θεού, να περνά, και στα τείχη της προσωπικής μας πόλης να σωπαίνει, να χάνεται, δεν υπάρχει λόγος να κλάψει για όσα χάνει... Κανείς θνητός δε μπορεί να τα βάλει με τη Μοίρα την Άτροπο και το Χρόνο που αφανίζει τα πάντα. Όσος θρήνος κι αν εκφραστεί μπροστά στην απώλεια, τίποτε δεν αλλάζει...
Σαν να είσαι έτοιμος από καιρό, σαν να είσαι θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει, έγραψε ο Καβάφης. Όσο κι αν είναι δύσκολο στην ανθρώπινη, ημιτελή φύση να δεχτεί  την απώλεια και την καταστροφή όλων εκείνων που έχτισε, που ήλπισε, που ονειρεύτηκε, που αποτέλεσαν τα συνδετικά στοιχεία της ύπαρξής του, για τα οποία πάλεψε. Έστω κι αν μέσα μας νιώθουμε την ένταση του πόνου, ας μην λυγίσουμε μπροστά στην καταστροφή, θα πρέπει με κάθε τρόπο να διατηρήσουμε την αξιοπρέπειά μας. Να σφίξουμε τις γροθιές και να αντιταχθούμε σαν άλλος Λεωνίδας, σαν άλλοι Σπαρτιάτες, σαν άλλοι Θεσπιείς. Ακόμη κι αν χάσουμε κάτι ακόμη απ’ την ψυχή μας, από όσα μας απέμειναν, ας είναι αυτά θυσία στο βωμό μιας μάχης που είχαμε το κουράγιο και τη δύναμη να δώσουμε ως το τέλος. 

          Κι ίσως μέσα από την ανδρεία, να φωτίσει η ελπίδα, γιατί τους μαχητές, ακόμη και οι εχθροί τους τίμησαν, κι αυτή ακόμη η αμείλικτη Ιστορία. Ίσως αυτό να είναι το μάθημα που δίνει η φύση μέσα ακόμη κι από τ' αγρίμια της... Γιατί η ψυχή και η ανδρεία της είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να αγγίξει, εκτός κι αν εμείς οι ίδιοι παραδώσουμε τα τείχη της... 






Κυριακή 19 Απριλίου 2020


Ένα αλλιώτικο Πάσχα




              Έχω αναφέρει αρκετές φορές ότι η πίστη είναι κάτι πολύ προσωπικό, κάτι που δεν εξηγείται, δε δικαιολογείται, ούτε εκφράζεται με λόγια. Η πίστη αφορά την ψυχή και τις ιδιαίτερες ανάγκες μας, τον τρόπο και το χώρο εντός των οποίων αισθάνεται η εσωτερική μας δομή ησυχία, πληρότητα, ένα βήμα πιο κοντά στην Αλήθεια της Δημιουργίας, αυτήν που οι άνθρωποι από αρχής του Χρόνο  αναζητούσαν….

      Έρχονται, όμως, στιγμές που τα γεγονότα συσσωρεύονται  γύρω σου με τόση ένταση, τόση ιδιαιτερότητα, τόσο πρωτόγνωρη υφή, που νιώθεις την ανάγκη να προσπαθήσεις έστω να εκφράσεις όσα στο νου επιτακτικά δημιουργούνται, κι ας θες να κρατήσεις απόσταση, να μείνεις ανεπηρέαστος από τη δίνη….

Πάσχα 2020…..Θυμάμαι τον εαυτό μου κάποτε, καθισμένη σε μια γωνιά της αρχαίας πατρίδας, να προσπαθώ να φέρω στο νου όλους τους λόγους που έκαναν αυτήν την αρχαία πατρίδα πέτρες και κίονες και αγάλματα, είτε πεσμένα στο χώμα, είτε απόηχο, είτε έκθεμα για περίεργα μάτια, πίσω από το τζάμι μια βιτρίνας μουσείου… Και δυο λέξεις επικρατούσαν στο ψάξιμο μέσα στη μνήμη μου…. Πόλεμος… Λοιμός…. Ανακάθισα, να μνημονεύσω όλους εκείνους τους γνωστούς και άγνωστους προγόνους, το φόβο και το θάρρος τους μέσα σ’ εκείνες τις δύσκολες εποχές… Καθισμένη ασφαλής, σε μια πιο ήσυχη πλευρά του Χρόνου, ιστορικός από πάθος και παρατηρητής… Φαντάστηκα ότι η καταστροφή πηγάζει μόνο από την αγνωσία και τον πρωτόγονο νου, ανθρώπων που δεν είχαν τον τρόπο να γαλουχηθούν με γνώση του φυσικού κόσμου και των δικαιωμάτων και αξιών μιας ελεύθερης και ειρηνικής κοινωνίας…. Νόμισα πως ο πόλεμος και ο λοιμός ήταν πια ζητήματα του παρελθόντος, μερικές σελίδες στην Ιστορία….Έκανα λάθος…

Εδώ και τέσσερεις μήνες, η παγκόσμια κοινότητα, με τρόπο πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της πολιτισμικής μας εξέλιξης, ζει έναν λοιμό….  Μια πανδημία… Που δεν προήλθε από την αγνωσία και την πρωτόγονη αντίληψη, αλλά από την επιστημονική έρευνα…. Και ίσως τη ματαιοδοξία, τη φιλαργυρία, την έπαρση, τη μεγαλομανία, που ανέκαθεν δεν ήξεραν πού να σταματούν, αποδεικνύοντας στην πράξη, πως όση εξέλιξη κι αν γνωρίσαμε, ακόμη παραμένουμε πρωτόγονοι. Τα νούμερα των νεκρών, μέχρι στιγμής, τέτοια που προκαλούν  στο νου και την καρδιά σφίξιμο, οι ασθενείς στις κλινικές και στα σπίτια τους εξίσου πάμπολλοι… Κι οι φοβισμένοι άλλοι τόσοι κι άλλοι τόσοι…. Οι εντολές των κυβερνήσεων είναι να μείνουμε σπίτι. Ώστε αυτή η νόσος που χτυπά το ανώτερο αναπνευστικό και σταδιακά προκαλεί πολυοργανική ανεπάρκεια και θάνατο, να περιοριστεί, ενώ η επιστήμη μάχεται να βρει φάρμακα και αντίδοτα…

Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, σαν φλόγα κεριού με καίει μέσα μου η ευχή και η ανάγκη να γίνουν σύντομα αυτές οι γραμμές μια απλή αναφορά σε μια σελίδα της Ιστορίας που πέρασε και χάθηκε. Κι εγώ, ψάχνοντας στα κατάστιχά μου, να τις ανεύρω σαν memorandum απλό, κρυμμένο στην κανονικότητα μιας ζωής που επανήλθε, με όλο τον κόσμο γερό, πλουτισμένο με ένα θετικότερο και δυνατότερο ψυχικό φορτίο…. Ας γίνει έτσι….

Μέσα στη δίνη όλων αυτών των γεγονότων, με επικεφαλίδα μια ασφάλεια και ηρεμία που έχει για την ώρα αποχωρήσει από τις ζωές μας, αισθάνομαι πιο κοντά στους αρχαίους παππούδες μας, πιο πολύ από ποτέ. Αισθάνομαι να ζω στον ίδιο παρονομαστή με τους προγόνους μου, που πέθαιναν από λοιμό, κλεισμένοι στα τείχη της Αθήνας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η μόνη διαφορά, ότι εγώ γνωρίζω τί με απειλεί.  Εκείνοι μάχονταν με έναν εχθρό που δεν είχε όνομα… Κι όπως και να το κάνεις, αν σου δοθεί η ευκαιρία να ονοματίσεις τον εχθρό σου, να ξέρεις τα μέσα και τους τρόπους του, έχεις σημαντικό προβάδισμα στον αγώνα για τη νίκη… Παρ’ όλα αυτά, παραμένω το ίδιο άνθρωπος με εκείνους, με την ίδια εσωτερική αντάρα…. Να φοβάμαι για τους δικούς μου κι έπειτα να φοβάμαι για μένα… Να εύχομαι σ’ αυτή τη μάχη, αν είναι κάποιος να χαθεί, να είμαι εγώ και όχι εκείνοι, για να μη ζήσω την απώλειά τους… Και μέσα σε αυτή την αντάρα, ήρθε η Μεγάλη Εβδομάδα… Έφτασε σαν σωτήριος επισκέπτης, ο Χριστός, να μου θυμίσει τα Πάθη του…. Και να μου γνωρίσει μια πλευρά της πίστης, που μέχρι τώρα δεν είχα αίσθηση καν ότι μπορούσε να υπάρξει….

Οι εκκλησίες κλειστές. Οι πόρτες κλειδωμένες. Κι από μέσα ν’ ακούγεται η ψαλμωδία, να φαίνεται μέσα από τα πολύχρωμα τζάμια των παραθύρων, το φως των κεριών. Τρόπος να μην υπάρχει να πλησιάσεις… Παρά μόνο στην εκκλησία του σπιτιού σου, που εκφράζεται μέσα από το θυμιατό, το κερί, το εικονοστάσι και την τηλεόραση, που σε ζωντανή μετάδοση, μεταφέρει τα τεκταινόμενα εντός των ναών…. Μου φάνηκαν τα άδεια στασίδια απόκοσμα… Σαν να χάθηκε το ποίμνιο… Σαν να απέμειναν μόνο οι ιερείς και οι ψάλτες, απόηχος…. Σκιά….. Κι όμως…..

Με τα νοητά μάτια της ψυχής, μπήκα στα σπίτια… Στo σπίτι κάθε πιστού που έψαχνε τρόπο να βρεθεί κοντά στο Χριστό, σαν αλλοτινός αρχαίος Αθηναίος που λιτάνευε τον Πατρώο Απόλλωνα για σωτηρία, εν τω μέσω του λοιμού… Κάθε βράδυ, η εκκλησία ήταν άδεια, μα ποτέ δεν ήταν τόσο γεμάτη, διότι η ψυχική παρουσία είναι πάντα πιο δυνατή και πιο πλήρης σημαντικότητας από τη φυσική παρουσία… Κι έτσι ξαφνικά, ένιωσα τις ψυχές όλων συγκεντρωμένες σε στασίδια κι έδρανα, σε γυναικωνίτες και αυλές ναών, να τραβούν όλες μαζί το σκοινί της πένθιμης καμπάνας της Μ. Παρασκευής και να ψέλνουν «Η Ζωή εν Τάφω»….

Κι ύστερα ήρθε το Μεγάλο Σάββατο… Και είπα πως παραλογίζομαι, έστω και λογοτεχνική αδεία… Κι όμως, η ζωή μου απέδειξε πως δεν ήταν έτσι… Πως είχα δίκιο… Πως οι ψυχές όλων ήταν εκεί… Σαν πήγε δώδεκα τα μεσάνυχτα, και η Μητρόπολη Αθηνών μετέδωσε το Χριστός Ανέστη, άρχισαν να ακούγονται καμπάνες από όλες τις εκκλησίες από άκρη σε άκρη του ορίζοντα και μπαλωθιές εορτασμών και ιαχές και φωνές γιορτής….. Και κάπως έτσι, οι εκκλησιές έπαψαν να φαίνονται άδειες….. Κι ο θάνατος να φαίνεται τόσο μικρός μπροστά στη ζωή…. Χριστός Ανέστη… Ανέστη Ζωή… Ανέστη Δύναμη…. Εντός όλων…. Χριστός Ανέστη… Ανέστη Ζωή… Ανέστη Δύναμη….

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020


Το γιασεμί




Στη μια πλευρά του πεζόδρομου, που συνδέει το Θησείο με τον πολιτιστικό χώρο στο Γκάζι, πολύ κοντά στο αρχαϊκό νεκροταφείο του Κεραμεικού, υπάρχει ό,τι απέμεινε από το πολύ όμορφο, καταπράσινο τοπίο, που κοσμούσε από τα αρχαία χρόνια τους πρόποδες της Ακρόπολης και περίκλειε τον γραφικό αρχαίο οικισμό του Κολλητού, με τα ψηφιδωτά πατώματα, τους κίονες, τα γεμάτα κελαϊδίσματα πουλιών σοκάκια του και τις πετρόκτιστες μάντρες του. Έναν οικισμό, που πια σωπαίνει τυλιγμένος στο χορτάρι και τη λήθη, που ορίζει ο Χρόνος, για να δείξει πού σταματά η ζωή για το κάθε τί. Για να μαθαίνει σε όσους δεν το γνωρίζουν και να θυμίζει σε όσους το λησμονούν, πως το κάθε τί έχει συγκεκριμένο χωροχρόνο να υπάρξει….. Αυτή η γεμάτη πράσινο έκταση, σαν αντίμαγο στην κατάρα μιας Αθήνας που έχει εξοστρακίσει, άλλοτε με ωμή και άλλοτε με υποχθόνια βία, τα ανθρώπινα μεγέθη της, ξεκινά από την αρχή της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, συντροφεύει το θέατρο του Διονύσου και το Ασκληπιείο, τυλίγεται στον απόηχο του οικισμού του Κολλητού, φτάνει σαν προσκυνητής ως τα Προπύλαια της Ακρόπολης, φλερτάρει με τη γειτονιά της Πλάκας και σταματά στον πεζόδρομο του Θησείου…


Εκεί, στον πεζόδρομο, στις αρχές του Καλοκαιριού, όταν αυτό χορεύει με την Άνοιξη που αποχωρεί, κάτι βράδια που δεν ξεκολλούν ποτέ από την μνήμη, κάτι βράδια που γαντζώνονται στην ύπαρξή σου για να τη σώσουν, κι αυτή γαντζώνεται πάνω τους για να σωθεί, μυρίζει ένα γιασεμί… Μοσχοβολά τόσο παραμυθένια, που έρχονται στο νου σου και στα χείλη σου, καθώς περπατάς μέσα στην ευωδιά του, τα λόγια του τραγουδιού ….


«Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου, ήρθα να το κλαδέψω, και νόμισεν η μάνα σου πως ήρθα να σε κλέψω, αχ γιασεμί μου, αχ ψυχή μου…. Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου, που ανθεί το καλοκαιρί, μοσχολογά και χαίρουνται πεύκοι και νιοί και γέροι, αχ γιαβρί μου»…….


Είναι κάτι ευλογημένες στιγμές, από εκείνες που οι κατάρες φθονούν και θέλουν να ρίξουν στο πιο βαθύ σκοτάδι, μια ώρα αρχύτερα, που άγγελοι ζητούνε να χορέψουν με αυτό το τραγούδι. Και πώς να τους το αρνηθείς; Όταν μεγάλωσες κοντά τους, όταν τους αγάπησες πιο πολύ κι από την ίδια τη ζωή σου; Όταν πάντα ήταν όλοι σου οι λόγοι για να δημιουργείς, να χαμογελάς, να ελπίζεις, να ανασαίνεις, να βλέπεις τον κόσμο με ματιά ονειροπόλα, από εκείνη που στέκει ασπίδα ενάντια στο κάθε μελανό του κόσμου τούτου. Μα ποτέ, ούτε στους πιο άσχημους εφιάλτες σου δεν πιστεύεις ότι οι άγγελοί σου θα γίνουν έκπτωτοι, ικανοί για μεγαλύτερο κακό από εκείνο που πάντα σε προφύλασσαν… Και τραγουδάς το γιασεμί, για να ξορκίσεις το κακό, να τους τραβήξεις πίσω στον παράδεισο από όπου έπεσαν, να τους θυμίσεις πώς ήταν. Αλλά πια το γιασεμί δεν έχει τη δύναμη. Είναι κομμάτι κι αυτό εκείνου του ολοπράσινου τόπου, που συντροφεύει ερείπια μιας άλλης εποχής. Είναι τυλιγμένο στη λήθη, εκείνη που ο Χρόνος χρησιμοποιεί για να διατάξει το τέλος, το σκοτάδι. Για να θολώσει τα ψηφιδωτά, να γκρεμίσει τους κίονες, να ερημώσει το θέατρο του Διονύσου, το Ασκληπιείο, να στερήσει την Ακρόπολη από προσκυνητές, να πάρει την ανάσα από όσες αγάπες πήραν πνοή από τη μαγεία αυτής της φύσης….


Και τότε, το γιασεμί γίνεται ανάμνηση, που εύχεσαι κι ελπίζεις να ξεχάσεις. Εύχεσαι κι ελπίζεις ο γέροντας Χρόνος να τυλίξει στη λήθη και στο τέλος όλα τα ερείπια… Και των πολιτισμών και των ψυχών και των σωμάτων. Γιατί μόνο αυτό μένει όταν πάψει η ζωή, η ελπίδα, η αγάπη. Η λήθη και ένα ευλογημένο τέλος, σαν γιατρικό, σαν βάλσαμο, σαν παράδεισος, όπου το γιασεμί θα έχει πάλι τη δύναμη να δίνει ελπίδα, χαμόγελο, άρωμα μεθυστικό στις ζωές και τις αγάπες, να τις θωρακίζει από κάθε κατάρα, κάθε κακό. Θα έχει τη δύναμη να δείχνει στους αγγέλους τις ομορφιές του παραδείσου, για να μην γίνουν έκπτωτοι ποτέ… Ούτε αυτοί, ούτε κι εσύ μαζί τους, έχοντας χάσει την ψυχή σου… Κι αν ακόμη διαβούν τις πύλες του, το άρωμά του να τους γυρίσει πίσω, για να μη χάσουν τα φτερά τους… Να δώσει σε κάθε ερείπιο, πολιτισμού, ψυχής και σώματος, τον πηλό να συγκολλήσει τα κομμάτια του, τα χρώματα να ομορφύνει, τη χαρά για να αναπνεύσει και πάλι ζωντανό. Με μια ζωή που θα ‘ναι ευλογία και όχι δεινό. Σαν να μην έγινε ποτέ καμιά θηριωδία, κανένας πόλεμος, καμιά επιδρομή δαιμονόψυχων ανθρώπων, κανένας σεισμός, κανένας λοιμός, κανένας θάνατος…


«Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου, ήρθα να το κλαδέψω, και νόμισεν η μάνα σου πως ήρθα να σε κλέψω, αχ γιασεμί μου, αχ ψυχή μου…. Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου, που ανθεί το καλοκαιρί, μοσχολογά και χαίρουνται πεύκοι και νιοί και γέροι, αχ γιαβρί μου»…….


Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020


                      Δεντριά




Κοιτούσα τα πεύκα του βουνού...Από εκεί που πέρασε η φωτιά... Έχουν σχηματιστεί ιστοριούλες... Είναι αδύνατον να μη χαμογελάσει κανείς αν σταθεί να τ' αγναντέψει...
Σε ένα σημείο, στέκει, τυχερός που δεν κάηκε, ένας γέροντας πεύκος... Ρίχνει τον ίσκιο του στα μικρά που έχουν φυτρώσει γύρω του μετά την πυρκαγιά...Δεν υπάρχουν άλλα μεγάλα πεύκα εκεί. Μονάχα αυτός. Στέκει σα δάσκαλος, και λες και δασκαλεύει τα μικρά πεύκα, που φουντωτά, με τις απαλές, νεόφυτες βελόνες τους, τον κοιτάζουν γεμάτα δέος για το ύψος του, αλλά και απορία για όλα εκείνα που τους μαθαίνει....Πιο πέρα, στέκουν άλλα δυο πεύκα, σα φιλαράκια, που στάθηκαν να ξαποστάσουν λίγο πριν φτάσουν  στην κορυφή... Μοιάζουν να μιλούν για τα δικά τους... Τί λένε, μόνο το βουνίσιο αέρι, που κρυφακούει τις κουβέντες τους, γνωρίζει...      
Δίπλα σε ένα σχηματισμένο στο χώμα ρυάκι, που όταν βρέχει, κατεβάζει μες την κοίτη του μπόλικο, βρόχινο νερό, είναι δυο ερωτευμένα… Η πεύκη έχει γύρει, όλο νάζι και αγάπη, στις βελόνες του πεύκου της. Εκείνος ψηλότερος… Οι βελόνες τους, ανταμωμένες, φτιάχνουν έναν ίσκιο όλο αγάπη...
 Λίγο πιο ψηλά, μια παρέα από μερικά πευκοσυμμαθητούδια μοιάζουν ν’ ανεβαίνουν ως την κορυφή. Αν ήξερα τη λαλιά τους, σίγουρα θα ξεχώριζα αστεία και πειράγματα και κέφι! Μα, τώρα που δεν την ξέρω, ακούω ένα χαρούμενο θρόισμα...
 Κι η τελευταία ιστορία, είναι τα σοφά, ψηλά δεντριά... Δεκαπέντε πανύψηλα πεύκα, φτιάχνουν έναν κύκλο και μια μαγική σκιά, που κρύβει μυστικά παραμυθένια. Εκεί πάνε τα σπουργίτια να κουρνιάσουν σαν πέσει το δειλινό. Το γιατί δεν το ξέρω...Ίσως να υπάρχει εκεί κάποια πύλη μαγική, που σαν την διαβούνε τα σπουργίτια, γίνονται άνθρωποι, που τραγουδούν και χορεύουν και γελούν, μαζί με του δάσους τα ξωτικά & τις νεράιδες...Ίσως να 'ναι εκεί κάπου το αθάνατο νερό, που το πίνουν, ξεδιψούν & μπορούν για πάντα να πετούν στον ουρανό και να αισθάνονται τον άνεμο στα φτερούδια τους...
 Πόσοι κόσμοι υπάρχουν μες τον κόσμο μας... Αρκεί μονάχα μια δεύτερη ματιά για να τους θωρήσεις, μ’ όλη τη μοναδικότητά τους....