Δεντριά
Κοιτούσα τα
πεύκα του βουνού...Από εκεί που πέρασε η φωτιά... Έχουν σχηματιστεί
ιστοριούλες... Είναι αδύνατον να μη χαμογελάσει κανείς αν σταθεί να τ'
αγναντέψει...
Σε ένα σημείο, στέκει, τυχερός που δεν κάηκε,
ένας γέροντας πεύκος... Ρίχνει τον ίσκιο του στα μικρά που έχουν φυτρώσει γύρω
του μετά την πυρκαγιά...Δεν υπάρχουν άλλα μεγάλα πεύκα εκεί. Μονάχα αυτός. Στέκει
σα δάσκαλος, και λες και δασκαλεύει τα μικρά πεύκα, που φουντωτά, με τις
απαλές, νεόφυτες βελόνες τους, τον κοιτάζουν γεμάτα δέος για το ύψος του, αλλά και απορία για όλα εκείνα που τους μαθαίνει....Πιο πέρα, στέκουν άλλα δυο πεύκα, σα
φιλαράκια, που στάθηκαν να ξαποστάσουν λίγο πριν φτάσουν στην κορυφή... Μοιάζουν
να μιλούν για τα δικά τους... Τί λένε, μόνο το βουνίσιο αέρι, που κρυφακούει τις
κουβέντες τους, γνωρίζει...
Δίπλα σε ένα σχηματισμένο στο χώμα ρυάκι, που
όταν βρέχει, κατεβάζει μες την κοίτη του μπόλικο, βρόχινο νερό, είναι δυο
ερωτευμένα… Η πεύκη έχει γύρει, όλο νάζι και αγάπη, στις βελόνες του πεύκου
της. Εκείνος ψηλότερος… Οι βελόνες τους, ανταμωμένες, φτιάχνουν έναν ίσκιο
όλο αγάπη...
Λίγο πιο ψηλά, μια παρέα από μερικά πευκοσυμμαθητούδια μοιάζουν ν’ ανεβαίνουν ως την κορυφή. Αν ήξερα τη λαλιά
τους, σίγουρα θα ξεχώριζα αστεία και πειράγματα και κέφι! Μα, τώρα που δεν
την ξέρω, ακούω ένα χαρούμενο θρόισμα...
Κι η τελευταία ιστορία, είναι τα σοφά, ψηλά
δεντριά... Δεκαπέντε πανύψηλα πεύκα, φτιάχνουν έναν κύκλο και μια μαγική σκιά, που
κρύβει μυστικά παραμυθένια. Εκεί πάνε τα σπουργίτια να κουρνιάσουν σαν πέσει το
δειλινό. Το γιατί δεν το ξέρω...Ίσως να υπάρχει εκεί κάποια πύλη μαγική, που σαν
την διαβούνε τα σπουργίτια, γίνονται άνθρωποι, που τραγουδούν και χορεύουν και γελούν, μαζί με του δάσους τα ξωτικά & τις νεράιδες...Ίσως να 'ναι εκεί
κάπου το αθάνατο νερό, που το πίνουν, ξεδιψούν & μπορούν για πάντα να
πετούν στον ουρανό και να αισθάνονται τον άνεμο στα φτερούδια τους...
Πόσοι κόσμοι υπάρχουν μες τον κόσμο μας... Αρκεί
μονάχα μια δεύτερη ματιά για να τους θωρήσεις, μ’ όλη τη μοναδικότητά τους....