Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020


Το γιασεμί




Στη μια πλευρά του πεζόδρομου, που συνδέει το Θησείο με τον πολιτιστικό χώρο στο Γκάζι, πολύ κοντά στο αρχαϊκό νεκροταφείο του Κεραμεικού, υπάρχει ό,τι απέμεινε από το πολύ όμορφο, καταπράσινο τοπίο, που κοσμούσε από τα αρχαία χρόνια τους πρόποδες της Ακρόπολης και περίκλειε τον γραφικό αρχαίο οικισμό του Κολλητού, με τα ψηφιδωτά πατώματα, τους κίονες, τα γεμάτα κελαϊδίσματα πουλιών σοκάκια του και τις πετρόκτιστες μάντρες του. Έναν οικισμό, που πια σωπαίνει τυλιγμένος στο χορτάρι και τη λήθη, που ορίζει ο Χρόνος, για να δείξει πού σταματά η ζωή για το κάθε τί. Για να μαθαίνει σε όσους δεν το γνωρίζουν και να θυμίζει σε όσους το λησμονούν, πως το κάθε τί έχει συγκεκριμένο χωροχρόνο να υπάρξει….. Αυτή η γεμάτη πράσινο έκταση, σαν αντίμαγο στην κατάρα μιας Αθήνας που έχει εξοστρακίσει, άλλοτε με ωμή και άλλοτε με υποχθόνια βία, τα ανθρώπινα μεγέθη της, ξεκινά από την αρχή της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, συντροφεύει το θέατρο του Διονύσου και το Ασκληπιείο, τυλίγεται στον απόηχο του οικισμού του Κολλητού, φτάνει σαν προσκυνητής ως τα Προπύλαια της Ακρόπολης, φλερτάρει με τη γειτονιά της Πλάκας και σταματά στον πεζόδρομο του Θησείου…


Εκεί, στον πεζόδρομο, στις αρχές του Καλοκαιριού, όταν αυτό χορεύει με την Άνοιξη που αποχωρεί, κάτι βράδια που δεν ξεκολλούν ποτέ από την μνήμη, κάτι βράδια που γαντζώνονται στην ύπαρξή σου για να τη σώσουν, κι αυτή γαντζώνεται πάνω τους για να σωθεί, μυρίζει ένα γιασεμί… Μοσχοβολά τόσο παραμυθένια, που έρχονται στο νου σου και στα χείλη σου, καθώς περπατάς μέσα στην ευωδιά του, τα λόγια του τραγουδιού ….


«Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου, ήρθα να το κλαδέψω, και νόμισεν η μάνα σου πως ήρθα να σε κλέψω, αχ γιασεμί μου, αχ ψυχή μου…. Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου, που ανθεί το καλοκαιρί, μοσχολογά και χαίρουνται πεύκοι και νιοί και γέροι, αχ γιαβρί μου»…….


Είναι κάτι ευλογημένες στιγμές, από εκείνες που οι κατάρες φθονούν και θέλουν να ρίξουν στο πιο βαθύ σκοτάδι, μια ώρα αρχύτερα, που άγγελοι ζητούνε να χορέψουν με αυτό το τραγούδι. Και πώς να τους το αρνηθείς; Όταν μεγάλωσες κοντά τους, όταν τους αγάπησες πιο πολύ κι από την ίδια τη ζωή σου; Όταν πάντα ήταν όλοι σου οι λόγοι για να δημιουργείς, να χαμογελάς, να ελπίζεις, να ανασαίνεις, να βλέπεις τον κόσμο με ματιά ονειροπόλα, από εκείνη που στέκει ασπίδα ενάντια στο κάθε μελανό του κόσμου τούτου. Μα ποτέ, ούτε στους πιο άσχημους εφιάλτες σου δεν πιστεύεις ότι οι άγγελοί σου θα γίνουν έκπτωτοι, ικανοί για μεγαλύτερο κακό από εκείνο που πάντα σε προφύλασσαν… Και τραγουδάς το γιασεμί, για να ξορκίσεις το κακό, να τους τραβήξεις πίσω στον παράδεισο από όπου έπεσαν, να τους θυμίσεις πώς ήταν. Αλλά πια το γιασεμί δεν έχει τη δύναμη. Είναι κομμάτι κι αυτό εκείνου του ολοπράσινου τόπου, που συντροφεύει ερείπια μιας άλλης εποχής. Είναι τυλιγμένο στη λήθη, εκείνη που ο Χρόνος χρησιμοποιεί για να διατάξει το τέλος, το σκοτάδι. Για να θολώσει τα ψηφιδωτά, να γκρεμίσει τους κίονες, να ερημώσει το θέατρο του Διονύσου, το Ασκληπιείο, να στερήσει την Ακρόπολη από προσκυνητές, να πάρει την ανάσα από όσες αγάπες πήραν πνοή από τη μαγεία αυτής της φύσης….


Και τότε, το γιασεμί γίνεται ανάμνηση, που εύχεσαι κι ελπίζεις να ξεχάσεις. Εύχεσαι κι ελπίζεις ο γέροντας Χρόνος να τυλίξει στη λήθη και στο τέλος όλα τα ερείπια… Και των πολιτισμών και των ψυχών και των σωμάτων. Γιατί μόνο αυτό μένει όταν πάψει η ζωή, η ελπίδα, η αγάπη. Η λήθη και ένα ευλογημένο τέλος, σαν γιατρικό, σαν βάλσαμο, σαν παράδεισος, όπου το γιασεμί θα έχει πάλι τη δύναμη να δίνει ελπίδα, χαμόγελο, άρωμα μεθυστικό στις ζωές και τις αγάπες, να τις θωρακίζει από κάθε κατάρα, κάθε κακό. Θα έχει τη δύναμη να δείχνει στους αγγέλους τις ομορφιές του παραδείσου, για να μην γίνουν έκπτωτοι ποτέ… Ούτε αυτοί, ούτε κι εσύ μαζί τους, έχοντας χάσει την ψυχή σου… Κι αν ακόμη διαβούν τις πύλες του, το άρωμά του να τους γυρίσει πίσω, για να μη χάσουν τα φτερά τους… Να δώσει σε κάθε ερείπιο, πολιτισμού, ψυχής και σώματος, τον πηλό να συγκολλήσει τα κομμάτια του, τα χρώματα να ομορφύνει, τη χαρά για να αναπνεύσει και πάλι ζωντανό. Με μια ζωή που θα ‘ναι ευλογία και όχι δεινό. Σαν να μην έγινε ποτέ καμιά θηριωδία, κανένας πόλεμος, καμιά επιδρομή δαιμονόψυχων ανθρώπων, κανένας σεισμός, κανένας λοιμός, κανένας θάνατος…


«Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου, ήρθα να το κλαδέψω, και νόμισεν η μάνα σου πως ήρθα να σε κλέψω, αχ γιασεμί μου, αχ ψυχή μου…. Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου, που ανθεί το καλοκαιρί, μοσχολογά και χαίρουνται πεύκοι και νιοί και γέροι, αχ γιαβρί μου»…….