Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

                                  Κάποτε δεν υπάρχουν τίτλοι.....



Πόσο εύκολα μπορούμε να κρίνουμε, όταν δεν κοιτούμε πέρα από όσα μπορούν να δουν τα μάτια, όταν δεν ακούμε πέρα από όσα μπορούν να ακούσουν τα αυτιά… Να δούμε εκείνα που μπορεί να κρύβει ένα γέλιο: τον πόνο, το δάκρυ, την ατέλειωτη νύχτα που δεν ξημερώνει, ακόμα κι όταν έρχεται η αυγή, τη δύναμη του να γελάς, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει τίποτα μέσα σου και γύρω σου παρά μονάχα σκοτάδι… Εκείνα που κρύβει η σιωπή: τα λόγια αγάπης που δε μπορούν να ειπωθούν, τις άσχημες στιγμές που κανείς δε θα καταλάβει, το φόβο μιας ερήμου δίχως ήχους, γεμάτης δίψα για μια ζωή που ποτέ δεν ήρθε, που από όλους τους ανθρώπους εκείνη σε ξέχασε πιο πολύ, πιο πικρά και πιο απρόκλητα…

Πόσο εύκολα μπορούμε να κρίνουμε, όταν νομίζουμε πως η γνώση αρκεί για να καταλάβουμε τον κόσμο ενός ανθρώπου, να τον κατηγοριοποιήσουμε και να του κλείσουμε την πόρτα… Γιατί νομίζουμε πως είναι κάποιος που δεν αξίζει να είναι στη ζωή μας… Γιατί δεν κάναμε τον κόπο να του χαρίσουμε ούτε μέρα παραπάνω, για να τον μάθουμε μια στάλα πιο πολύ… Τόσο μικρόψυχοι, τόσο κενοί, τόσο λίγοι… Τόσο παρασυρμένοι από την έννοια της «καλής ζωής», που μάθαμε σε λεξικά-μονοπάτια, που μόνο στρεβλώνουν τις αντιλήψεις μας για τη ζωή και τον κόσμο… Που μόνο μας κάνουν να πιστεύουμε ότι μπορούμε να αυτοδιοριστούμε… Σε μικροί, ανόητοι, θνητοί θεοί, που δικαιούμαστε να κρίνουμε… να απομονώνουμε… να επιβάλλουμε ποινές, ακόμα και σε κάποιους που δεν τις αξίζουν…. Απλά και μόνο για να μην μας χαλάσουν την ψευδαίσθηση της «καλής ζωής»… Αυτού που πιστεύουμε ότι είναι καλή ζωή… Κι αυτού που πιστεύουμε ότι πρέπει να διδάξουμε ως τέτοια…. Την «καλή ζωή» του χάους, την «καλή ζωή» της εσωτερικής κενότητας, εκείνη που δεν μεταφράζει ορθά καμμία έννοια…

Πόσο εύκολο είναι να κρίνουμε, όταν η ζωή μας, η «καλή ζωή» μας, περιγράφεται απόλυτα με δύο λέξεις, που δεν έχουμε το κουράγιο ν’ αντικρύσουμε κατάματα, γιατί μπορεί να δούμε τον εαυτό μας… Δύο λέξεις: «Μόνοι μαζί»… Μήπως, όσοι κι ό,τι βιαζόμαστε να κρίνουμε τόσο ρηχά, επιφανειακά και μοιραία άδικα, μας αναγκάζουν να κοιτάξουμε κατάματα την «καλή ζωή» μας; Την έπαρσή μας; Τη ρηχή γνώση που έχουμε και την περνάμε για κάτι σπουδαίο; Το θρόνο μας, που καμιά αρχή δε μας έδωσε, αλλά σμιλέψαμε και φτιάξαμε μόνοι μας, γιατί σε κάποια χρόνια της ζωής μας, πιο παλιά, είμασταν κάτι ασήμαντο; Κι έπρεπε να κάτσουμε σε κάποιο θρόνο, κι ας ήταν μιας παράστασης θεάτρου, που  γράψαμε εμείς και μόνο εμείς; Δικά μας λόγια, δικοί μας ρόλοι, δικά μας σκηνικά, όπου είμαστε βασιλιάδες, θεοί, κριτές και πάντα άδικοι, εγωιστές. Και πάντα ψεύτικοι... Κι όσους κρίνουμε πιο σκληρά και άδικα, είναι γιατί κινδυνεύουμε από αυτούς… Να μας βγάλουν το μανδύα και το στέμμα, και να μας δεχτούν, να μας αγαπήσουν, όταν φοράμε ένα απλό, γαλάζιο πουκάμισο, τη δύσκολη ζωή μας και την κούρασή μας… όταν είμαστε απλοί θνητοί, χωρίς πλούτη και τίτλους, μόνο με τη σάρκα μας και το χρώμα των ματιών μας, το χαμόγελό μας το γεμάτο ελαττώματα, που όμως, όταν χαράζει στο πρόσωπό μας, για κάποιους βγαίνει ο ήλιος κι είναι μεσημέρι Αυγούστου πλάι στο κύμα…..

Πόσο εύκολο είναι να κρίνουμε τους ανθρώπους, που δε μας δέχονται στη ζωή τους ως βασιλιάδες, που δε χωράνε στην «καλή ζωή» μας, αλλά θυμούνται, μας θυμούνται… Ακόμη και για μια μονάχα όμορφη λέξη που τους είπαμε, για τον τρόπο που στεκόμαστε και περπατάμε… Που μέσα στην έρημό τους, βρήκαν απόθεμα ψυχής να μας βάλουν στο όνειρο και την προσευχή τους. Που βρήκαν τον τρόπο να μας ανοίξουν την πόρτα με χαμόγελο, όταν είχαν ξεχάσει πώς να χαμογελούν. Που βρήκαν τον τρόπο να γελάσουν, όταν είχαν ξεχάσει πώς να γελούν… Κι όμως εμείς τους κρίναμε και τους κατακρίναμε... Ως ανάξιους να χωρέσουν στην «καλή ζωή» μας. Γιατί δεν είχε αξία γι’ αυτούς το ψεύτικο στέμμα μας, αλλά αγάπησαν την εικόνα μας όταν τα μαλλιά μας ήταν βρεγμένα από τη θάλασσα.... Μας θαύμασαν, όχι για τους τίτλους μας και τη βιτρίνα μας, αλλά γιατί βρίσκαμε τρόπους και λόγους μέσα στην αντάρα να στεκόμαστε ορθοί και να χαμογελάμε στην καταιγίδα. Κι ίσως για εμάς, η πηγαιότητα και η αλήθεια τους, να είναι αταίριαστα με την «καλή ζωή» μας. Πόσο εύκολα μπορούμε να κρίνουμε, όταν δεν κοιτούμε πέρα από όσα μπορούν να δουν τα μάτια… Πόσο εύκολα μπορούμε να είμαστε άδικοι...