Λύτρωση
Υπάρχει ένα γαλανόλευκο, μικρό ξωκλήσι, που παραστέκει στον παφλασμό των κυμάτων χρόνια και καιρούς. Χτισμένο πάνω στα βράχια μιας παραλίας απόμακρης, που σαν με βγάλει ο δρόμος κατά κει, την ταξιδεύω με το βλέμμα απ' άκρη σ' άκρη. Τούτο το ξωκλήσι μου φέρνει στη θύμιση το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας, του Στρατή Μυριβήλη, που ένα καλοκαίρι πολύ μοναχικό, με συντρόφευσε, από την ανατολή εκείνου του καλοκαιριού ως τη δύση του... Όταν χάθηκε κι η τελευταία ζέστη του Αυγούστου, και τα πρώτα, ξερά φύλλα του φθινοπώρου άρχισαν να χορεύουν με τον άνεμο...
Απόψε, τούτο το δειλινό του Φλεβάρη, μετά από μια χιονοθύελλα μεγάλη, που χάθηκε στον ορίζοντα, κι άφησε πίσω της χιόνια να λιώνουν στα παρτέρια και στων βουνών το αγκάλιασμα, μ' έβγαλε πάλι ο δρόμος στο ξωκλήσι που παραστέκει στα κύματα... Ο ήλιος χάνεται στη Δύση, και τα σύννεφα που απόμειναν απ' το φουστάνι της θύελλας, βάφονται μαβιά και ροδαλά... Η θάλασσα, στις μύτες των παπουτσιών μου, μουρμουρίζει... Λυσσομανούσε πριν μέρες, να πνίξει τα καράβια που την ταξίδευαν, και τώρα, σαν να ζητάει μετανιωμένη συγνώμη. Χαϊδεύεται στα πόδια όσων ξέμειναν πάνω στα βότσαλα, να γυρεύουν απ' την αιωνιότητά της απαντήσεις και λύτρωση...