Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

                                   Στη μνήμη των ένδοξων πατέρων.... 




                 Δειλινό 12ης Σεπτεμβρίου.... Πεδιάδα Μαραθώνος.....Δυο μέρες μετά την Πανσέληνο... Πλησίον της ακτής όπου στάθμευσαν τα πλοία των Περσών στρατηγών Δάτη και Αρταφέρνη, το 490 π.Χ.... Αρχές Φθινοπώρου εκείνης της εποχής. Μήνας Βοηδρομίων, ως λεγόταν....Το φεγγάρι ακόμα ολόλαμπρο απόψε... Αρχίζει να λούζει τον ορίζοντα με λάμψη...Πόσο άραγε να ήταν τότε το φως, αυτού του αιώνιου συνοδοιπόρου των ανθρώπων..... Κάτι παράξενο πλανιέται σ' ετούτη τη γη, αυτή τη μαγεμένη ώρα... Κάτι παράξενο.... Που σε τραβά αχνά από το χέρι, να σταθείς....

           Ανάμεσα στο θρόισμα των καλαμιών και των πεύκων, κάτι σαν μουρμούρισμα... Έν' αλλόκοσμο, γαλήνιο "κάτι", που γυρεύει να μιλήσει, σε μια αίσθησή σου,πέρα από τις πέντε που διαθέτεις... Εκείνη που ψυχανεμίζεται και κοντοστέκει, ψάχνοντας να διακρίνει τις λέξεις και τους ήχους, σ' εκείνο το μουρμούρισμα που κρύβεται στα καλάμια και στα πεύκα... Το ποτάμι που έρχεται απ' το βουνό του Άι- Γιώργη του Βρανά, περνά πλάι στο Ιερό των Αιγυπτίων Θεών και κελαρύζει ως το κύμα... Ο παραλιακός δρόμος κάπου ενώνεται με τον χερσαίο. Η νύχτα του φθινοπώρου έρχεται γοργά... Το φεγγάρι υψώθηκε ολόφωτο.... Κι εμπρός μου φωτίζει έναν χωμάτινο όγκο, που στέκει επιβλητικός, ψηλός και στολισμένος με θρύλους... Ο Τύμβος των Μαραθωνομάχων...

                 Στάθηκα... Μέσα από το αχνό μουρμούρισμα και τη σιωπή της νύχτας, εκείνη η αίσθηση που συνομιλεί με το αλλόκοσμο, ξεχωρίζει τώρα αργά βαδίσματα στο χώμα... Αυτή η αίσθηση, που σαν της δώσεις το βήμα, παύει τη θνητή σου όραση και ακοή... Ξυπνάει την ψυχή σου...Εκείνο το αθάνατο αερικό, που σου δίνει πνοή... Εκείνο το αθάνατο αερικό που μπορεί να παραμερίζει τα πέπλα του Χρόνου... Έστρεψα το κεφάλι αργά, ολόγυρα απ' τον Τύμβο... Το φως του φεγγαριού μισοκρύφτηκε πίσω από σύννεφα... Τ' αργά βαδίσματα στο χώμα, έγιναν μορφές, που στάθηκαν ολόγυρα, σε αρκετή απόσταση από εμένα και τον Τύμβο πίσω μου, μορφές πλεγμένες με τις σκιές των πεύκων...

                 Υπάρχει ένα φίλτρο μαγικό, που κυλά στις φλέβες μου και τη συνείδησή μου δασκαλεύει... Το λένε γονίδιο...Γονίδιο ελληνικό... Που ενώνει τη σάρκα μου και την αύρα μου με τη δική τους... Μας χωρίζουν 25 γεννεές και μια χούφτα χρόνος... Τούτη την ιερή ώρα του προσκυνήματος στη θυσία τους, τί να φοβηθώ; Απ' τους πατέρες, τους παππούδες κι αδερφούς μου; Απ' το αίμα το ίδιο με το δικό τους που κυλά στο κορμί μου; Πορεύτηκα αργά προς τη μεριά τους... Οι μορφές ξεδιάλυναν... Φορούσαν σανδάλια σαν και τα δικά μου,είχαν το ίδιο χρώμα των μαλλιών μου... Κι ύστερα, στο φως του φεγγαριού, διέκρινα το "όπλον" την ασπίδα τους, που την κρατούσαν στο πλάι του μηρού τους κι η μια της άκρη ακουμπούσε στο χώμα..., είδα το χιτώνιό τους, ολόλευκο, με σχέδιο μαιάνδρου γύρω από τα γόνατα,την πανοπλία, το ξίφος ζωσμένο στη μέση τους, τις περικεφαλαίες στολισμένες με νήματα μαύρα και βαθυκόκκινα, υψωμένα από μέτωπο ως αυχένα, κι άλλα από κρόταφο σε κρόταφο, ανάλογα με το βαθμό τους στο στράτευμα..., είδα το ακόντιο, τις περικνημίδες...Έλληνες! Μαχητές! Ανδρείοι! Έντιμοι! Και τότε θυμήθηκα... Κι η θύμιση έγινε λόγια, που απλώθηκαν, σπονδή, ολόγυρά τους, με τα χέρια μου ανοιχτά, σαν αγκάλη που κάνει πέρα όλους τους αιώνες, ακόμα κι αυτόν το θάνατό τους!  

                "Ελλήνων προμαχούντες, Αθηναίοι Μαραθώνι, χρυσοφόρων Μήδων        εστόρεσαν δύναμιν"

 Αεράκι τότε άρχισε να φυσά και ν' ανεμίζει τα νήματα στις περικεφαλαίες τους...Ένας νεαρός οπλίτης προχώρησε μπροστά... Δερμάτινο νήμα έδενε στο μπράτσο του ένα μικρό κομμάτι ξύλου με τ' ονομά του... Ήταν η τότε ταυτότητα οπλίτη, έτσι θ' αναγνώριζαν το σώμα του σαν έπεφτε στη μάχη... " Κυναίγειρος Ευφορίωνος"... Τη σκέψη μου σαν διάβασε, αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στη μορφή του... 

"Κυναίγειρος γιος του Ευφορίωνα... Από τη Σαλαμίνα... Αδερφός του Αισχύλου....Με το χέρι σου τράβηξες μια από τις εφτά τριήρεις των Μήδων... Και πριν το χέρι σου κόψουν με τσεκούρι, πριν ξεψυχήσεις στα κύματα, πρόλαβες να βάλεις τα σχοινιά του καραβιού στα δόντια σου να συνεχίσεις τη μάχη...Ποια λέξη περιγράφει αυτο το θάρρος;". 

Σιωπή...Το χαμόγελο στη μορφή του μαρτυρούσε τη γαλήνη του που η θυσία του και τ' ονομά του χαράχτηκαν στους αιώνες αλησμόνητα... Το αεράκι δυνάμωσε και τα σύννεφα παραμέρισαν ολότελα απ' το πρόσωπο του φεγγαριού... Άλλος οπλίτης στην ίδια νέα ηλικία, ήρθε και στάθηκε πλάι στον πρώτο... γύρευε κι ετούτος το μνημόσυνό του... "Αισχύλος Ευφορίωνος" έγραφε το ξύλο το δεμένο στο μπράτσο του.... Στράφηκα προς το φεγγάρι να μου φωτίσει τη μνήμη... Κοίταξα τον οπλίτη στη θολή μορφή του, που σκοτιζόταν από τη σκιά του κράνους του...

"Δε θέλησες να σε θυμόμαστε ως τον μεγάλο ποιητή που νίκησε σε τόσους ποιητικούς αγώνες... Μόνο σα μαχητή του Μαραθώνα θέλησες να σε θυμόμαστε...Κι εκεί, στο ζεστό της Σικελίας Γέλας, θέλησες στο μνήμα σου να γραφεί η πιο σημαντική για σένα μάχη.... Αισχύλον Ευφορίωνος, τόδε κεύθει μνήμα καταφθίμενον πυροφόρειον Γέλας...Άλκην δε ευδόκιμον, μαραθώνιον άλσος αν είποι, βαθυχαιτής δε Μήδος επιστάμενος"...

Έστρεψα το βλέμμα στον Τύμβο πίσω μου, γύρισα ξανά να τους θωρήσω αγέρωχους, αθάνατους, περήφανους φύλακες μιας πατρίδας αγαπημένης.... Σύννεφα σκέπασαν το φεγγάρι κι οι μορφές τους χάθηκαν... Έμειναν μόνο οι μορφές του πολέμαρχου Καλλίμαχου, αρχηγού της Αιαντίδος Φυλής, και του Στρατηγού Στησίλαου του Θρασύλου, που πέθαναν ορθοί στο πεδίο της μάχης, τρυπημένοι από βέλη... Ο αέρας έσβησε σε λίγο και τούτες τις μορφές.... Τέτοιες μέρες, αρχές φθινοπώρου του 490 πΧ μάχονταν μέχρι θανάτου σε τούτα τα χώματα... Στράφηκα προς τη θάλασσα, να φύγω... Λόγος πια να παραμείνω δεν υπήρχε... Οι πύλες του Χρόνου έκλειναν αργά... Ο στρατηγός Μιλτιάδης είχε ήδη δώσει εντολή στον Αριστείδη της Αιαντίδος Φυλής, να ξεχωρίσει τα σώματα των νεκρών πολεμιστών, και σε πυρά, μία για κάθε μια από τις δέκα φυλές,να τα κάψει σύμφωνα με τον Πάτριο Νόμο... Η θεά Αθηνά τριγυρνούσε στο πεδίο της μάχης και στεφάνωνε τα γενναία σώματα με κότινους από αγριελιά και δάφνη, στέφανους τιμής κι αθανασίας...Ο θρήνος των οικογένειών τους, που κίνησαν απ' την πόλη των Αθηνών ν' αφήσουν πλάι στα σώματα των ηρώων τους παλαιά οικογενειακά κειμήλια, για να συνοδεύσουν ως κτερίσματα τις ψυχές τους στα Ηλύσια Πεδία, ενώθηκε με το δικό μου τον βουβό, που ανέβαινε κόμπος στο λαιμό μου.... Σε κάθε εποχή, αυτός ο πόνος είναι ίδιος.... Άφησα τους νεκρούς να πορευτούν... Και πρώτα απ' όλους, εκείνα τ' ανώνυμα παιδάκια που, στα μετόπισθεν της μάχης, έδιναν στους τραυματίες νερό...

"Φυλές των Αθηνών, Αδελφοί Πλαταιείς! Νενικήκαμεν! Μια μάχη θρυλική, στο πάνθεον των μαχών της Ελληνικής Φυλής, που κανείς που φέρει αίμα ελληνικό δεν πρέπει στη λησμονιά ν' αφήσει... Στη μνήμη μας για πάντα... Μέχρι το τέλος του Χρόνου..."








Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

                                                Επιδαύρια γη...




                  Είναι κάποια βήματα στη ζωή, που αποκτούν από τον προορισμό τους μεγαλείο. Μέλει να τα θυμάσαι και να τα ευγνωμονείς. Παρότι φαίνονται συνηθισμένα, σε πηγαίνουν σε χωροχρόνους, που η ίδια η Μοίρα επέλεξε να γίνουν αέναοι και άφθαρτοι...

                  Πλησιάζει δειλινό... Τα βήματά μου σταματούν στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου... Η αναπνοή μου μοιάζει αλλιώτικη, σαν να ενώθηκε έξαφνα με μια δύναμη παράξενη, δύναμη που μοιάζει να ευλογεί τούτες τις πέτρες, που αιώνες πριν, βάλθηκαν στη θέση τους από χέρια άγνωστα, εμπνευσμένα. Γύρω πράσινο, κι ως εκεί που απλώνεται το βλέμμα μου, βουνά... Που φορούν πέπλα, καμωμένα από τα χρώματα της Δύσης... Οι ήχοι έπαψαν, κι αυτή η σιωπή του ευλογημένου τούτου τόπου, μοιάζει νερό της Στύγας, που κάνει κάθε μελανό σημάδι της μνήμης, να θολώνει, να χάνεται...

                   Στάθηκα στο κέντρο της σκηνής... Ένιωσα τη συγκίνηση να ξεπερνά την ταπεινή μου ενσάρκωση, και να με συνεπαίρνει σε συναισθήματα τρικυμισμένα και συνάμα λυτρωτικά... "Τραγούδησέ μου, Μούσα....τραγούδησέ μου τούτου του χώρου την ιστορία...".... Έμεινα άφωνη, όρθια στη θέση μου, ώρα αρκετή, κι ύστερα πήρα ν' ανεβαίνω τα πέτρινα μονοπάτια, που οδηγούν στα αιώνια καθίσματα. Κάθισα σ' ένα από αυτά... Ένιωσα στο πιο ασφαλές σημείο του κόσμου...Σε τούτο το χώρο τον αιώνιο, κάθε τί μη προσήκον της ζωής ξορκίζεται...

                   Ο ήλιος δύει αργά πίσω απ' τους πανέμορφους, ορεινούς όγκους, κι οι αχτίδες του χορεύουν χορό αργόσυρτο με το σούρουπο που πλησιάζει, προπομπός μιας έναστρης, καλοκαιρινής νύχτας... Κι εκεί, ετούτη τη μαγική στιγμή, ανοίγουν οι Πύλες του Χώρου και του Χρόνου.... Και τα καθίσματα γύρω μου γεμίζουν από τους αρχαίους προγόνους, που ντυμένοι τα χιτώνιά τους, ήρθαν και στάθηκαν στα ίδια με το δικό μου στασίδια, να κοινωνήσουν τους ένδοξους πατέρες τραγικούς, που μέσα απ' τη γραφίδα τους, απλώνουν ολόγυρα μιαν αρχέγονη γνώση...

                 Τριγυρισμένη απ' της πατρίδας μου την πιο όμορφη μορφή, παρακάλεσα τους Θεούς των αρχαίων πατέρων μου, να στεριώσουν στο νου μου άσβεστες τούτες τις στιγμές... Στιγμές που τ' απλά βήματά μου, με οδήγησαν σε ό,τι πιο κοντινό στην αθανασία.....



Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

 

     Μια στάλα παρελθόν που ανασαίνει




Κάποτε, στην αρχαϊκή εποχή της παλιάς μας πατρίδας, δίπλα ακριβώς από τη σημερινή Μητρόπολη, στο σημείο που πλέον βρίσκεται από το τέλος του 12ου αιώνα, ο Ναός του Αγ. Ελευθερίου ή της Παναγίας Γοργοεπηκόου, στεκόταν, με θέα στα αριστερά του τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, ο ναός της θεάς Ειλειθυίας… Ήταν η θεά του τοκετού, που προστάτευε τις επιτόκους, και μαζί με τη θεά Άρτεμη, και το μωρό τους… Αν στεκόσουν, τυλιγμένος στα ρούχα εκείνου του καιρού, σε μια γωνιά του πλακόστρωτου δρόμου, που οδηγούσε από την Aγορά έως το σημείο του ναού, θα έβλεπες τις εγκύους, τυλιγμένες στους χιτώνες, στα ιμάτια και τα φίνα λανάρια τους, να έρχονται ως εδώ, για να αφήσουν λουλούδια, κέδρινο λιβάνι, μέλι, γάλα, σιτάρι και προσευχές στην προστάτιδα θεά, για να παρακαλέσουν για την λυτρωτική και θεραπευτική παρουσία της στη δύσκολη εκείνη ώρα της γέννας…. Κάποτε, η θεά ήταν παρούσα… Kι άλλοτε πάλι, για λόγους που μόνο οι θεοί και οι μύστες γνωρίζουν, μα δε μπορούν να πουν, η χαρά μετατρεπόταν σε λύπη και νεκρική πομπή… Πάντα, όμως, η θεά ήταν στο ναό της… Να ακούσει ό,τι η έγκυος είχε να της πει… Οι θεοί ποτέ δεν αφήνουν όσους τους πίστεψαν και τους αγάπησαν… Κι όσες έγκυες έφυγαν τότε από τον κόσμο των θνητών, πήγαν στους κήπους της… Μέσα στα λόγια των μαντισσών και των ιερειών, τα τυλιγμένα σε αψιθιά και δάφνη, μπορούσες ν’ ακούσεις τις φωνές εκείνων των γυναικών, να μαρτυρούν μια ευτυχία στους κήπους της θεάς, που όμοιά της δεν είχαν ξαναζήσει… Και τότε, οι φωνές τυλίγονταν με γέλια και χάνονταν… σώπαιναν…

Κάποιοι θα πουν πως τούτα είναι παραμύθια αλλοτινών καιρών… Πάντα οι άνθρωποι ήταν οι ίδιοι… Ό,τι δεν καταλάβαιναν, ό,τι τους ξεπερνούσε, ό,τι δεν μπορούσαν με τη γνώση τους και τη λογική να πλησιάσουν, το δαιμονοποιούσαν, το κορόιδευαν, το απόδιωχναν, το έλεγαν τρελό… Και γύριζαν στις άχρωμες, οικείες ζωές τους, αναζητώντας το κοινό, το άγευστο, εκείνο που δε μύριζε αρώματα και παραμύθια και αέρινους στρόβιλους, γεμάτους χορό και γέλιο και απέραντη, απέθαντη, αιώνια αγάπη.

Έτσι οι καιροί πέρασαν… Οι μάντισσες και οι ιέρειες άφησαν τα θνητά τους περιβλήματα… Είτε επέλεξαν τον κόσμο τον αέρινο, είτε ζήτησαν κι άλλη ευκαιρία ζωής. Κι οι εχθροί της ιερής πόλης, Ούνοι, Κάφροι, Βησιγότθοι, Ερούλοι κι άλλοι πολλοί, σώριασαν τον όμορφο ναό σε πέτρες… Τα στολίδια του χάθηκαν, θάφτηκαν στη σκόνη και τη λήθη… Όμως, η θεά, τριγύριζε πάντα στα ερείπια… ήθελε πίσω το ναό της…..

Υπάρχουν πάντα άνθρωποι με ψυχές υψωμένες πέρα από το Χρόνο…. Πέρα από σύμβολα, μίση και πάθη… Κι ετούτοι, γνωρίζοντας πως οι καιροί άλλαξαν κι οι παλιοί θεοί ξεχάστηκαν, πήραν τα ερείπια του ναού και τα έφτιαξαν έναν νέο ναό… Τα έστησαν αλλιώτικα, σκάλισαν ανάμεσα στα στολίδια του σύμβολα μιας άλλης θρησκείας, της χριστιανικής. Κι έτσι κάπως, σε προμεσαιωνική εποχή και μάλιστα στα μισά του 12ου αιώνα μ.Χ, ο ναός της θεάς αναστήθηκε και πάλι….

Σήμερα, στέκει εκεί…. Ο ήλιος μπαίνει μέσα από τα χρωματιστά τζάμια, όπως κάποτε ανάμεσα από τις κολόνες και τους κίονες…. Για όσους λένε πως ο Χρόνος είναι άυλος και άπιαστος, απέναντι στην ιδέα τους αυτή, θα σταθούν όλα εκείνα τα γλυπτά, οι φιγούρες, οι ρόδακες και οι σφίγγες, οι ενεπίγραφοι θρύλοι και μύθοι…. Και τότε, ο Χρόνος είναι εκεί, απέχει μόλις μια σπιθαμή από το άγγιγμά σου… Φέρνει το Τότε στο Παρόν… Και το Παρόν στο Τότε… Γίνεσαι κομμάτι μιας μαγείας τόσο χειροπιαστής, που δε μπορείς παρά να νιώσεις αθάνατος… Όλες οι διαστάσεις του Χρόνου ενώνονται στην άκρη των δαχτύλων σου, στο βλέμμα σου και στην ανασαιμιά σου, και όλα μαζί θα αποτυπωθούν στον ιερό αυτόν τόπο και θα γίνουν κομμάτι του… Θα γίνεις κομμάτι του… Η ανάσα σου, το βλέμμα σου, το πάτημά σου, η σκέψη σου, η ταπεινή σου ενσάρκωση θα γίνει κομμάτι του αιώνιου…

Στον τρούλο τώρα του ναού, υπάρχει μια άλλη φιγούρα κι όχι εκείνη της αρχαίας θεάς . Υπάρχει η φιγούρα της Παναγίας…. Οι θεοί είναι οι ίδιοι… Αλλάζουν απλά μορφές κι ονόματα…. Γίνονται εκείνο που μπορούν οι άνθρωποι κάθε εποχής να νιώσουν, να καταλάβουν… Αν κάνεις ησυχία, παρατηρώντας  τη μορφή της Παναγίας, και κοιτάξεις γύρω σου αν υπάρχει κανείς και δεις ότι δεν υπάρχει, μπορείς να ψιθυρίσεις «Μάνα Παναγιά, Αθηνά, Αττάρτη, Αφροδίτη, θεά  Ειλειθυία, είστε εσείς;….» Και τότε, γύρω θ’ απλωθεί βάλσαμο…. Και θα δεις τη φιγούρα ψηλά στον τρούλο να χαμογελά…. Ως Παναγία, Αθηνά, Αττάρτη, Αφροδίτη, θεά Ειλειθυία. Κι αν αισθανθείς την ψυχή σου πολύ χαραγμένη, θα νιώσεις ακόμα και το χάδι αυτής της Μάνας στα μαλλιά σου…..

           Στις πόρτες του ναού, οι οριζόντιες μαρμάρινες πλάκες που τις στεφανώνουν είναι κομμάτια του αρχαίου ναού, όπως και πίσω από την Ωραία Πύλη, αράβδωτοι κίονες δωρικού ρυθμού πλαισιώνουν τον ανατολικό τοίχο του ιερού…

        Θα βγεις απ’ το ναό πισωπατώντας… Στους θεούς δεν πρέπει ποτέ να γυρίσεις την πλάτη… Και θα σταθείς να δεις όσα οι αρχαίοι Αθηναίοι ήξεραν για το ταξίδι της ψυχής…. Από το θάνατο, ξανά στη ζωή… Σε μια ζωή που η ψυχή επιλέγει… Είτε γιατί σε προηγούμενη ζήση στερήθηκε, είτε γιατί πόνεσε και έφυγε νωρίς, είτε γιατί έχασε μια αγάπη και πρέπει να την ξαναβρεί. Πάνω από την είσοδο του ναού, πλαισιωμένη με τα κιονόκρανα αρχαίων κιόνων κορινθιακού ρυθμού, θα δεις την πομπή των Ελευσινίων Μυστηρίων….. Το μοναδικό αρχαιολογικό εύρημα ως τώρα, που αποτυπώνει την ιερή, μυστηριακή αυτή πομπή του παρελθόντος.... Θα νιώσεις φτερούγισμα στο στήθος, και την ψυχή σου ν’ αναπηδά από χαρά…. Γι’ άλλη μια φορά θα νιώσεις αθάνατος… Το καρδιοχτύπι σου θα γίνει χαμόγελο… Κι εκεί ανάμεσα στο καρδιοχτύπι και το χαμόγελο, θα παρατηρήσεις τις Σφίγγες και τους Τρωικούς ρόδακες, που μάγεψαν τους Αχαιούς, και τους έφεραν εκείνοι ως σύμβολα στην Ελλάδα… Ρόδακες… Κάτι σαν στρόβιλοι, κάτι σαν λουλούδια…. Ρόδακες…

           Πηγαίνοντας στο πίσω μέρος του ναού, θα συναντηθείς με ένα γλυπτό που μιλά για έναν πατέρα και το γιό του…. Δαίδαλος και  Ίκαρος…. Ο Δαίδαλος ξεθωριασμένος από το Χρόνο, κι ίσως και από τον άσβεστο πόνο του, κι ο Ίκαρος, με λιωμένα φτερά, να πέφτει με την πλάτη στο Αιγαίο…..

           Έκανα τρεις φορές το γύρο του ναού, προσπαθώντας να δώσω σάρκα και οστά ή έστω πέτρα ή μάρμαρο, κάτι χειροπιαστό, του Τώρα, σε μια μακρινή μου ανάμνηση… Την είχα από το σχολείο, από κάποιο παμπάλαιο βιβλίο από αυτά στα οποία συνήθως χάνομαι, από κάπου αλλού ή κάποτε άλλοτε;…. Το από πού θυμόμουν και πώς, δεν έχει πια σημασία…. Υπήρχε κάπου ένα άγαλμα της θεάς Ειλειθυίας θυμόμουν… Λευκό, σαν χιόνι, από πεντελικό μάρμαρο… Μπροστά του τρεμόσβαιναν φλογίτσες ικεσίας…. Πώς μπορεί να λείπεις, θεά, απ’ το ναό σου; Έκανα τρεις φορές το γύρο του κι εσένα δε σε είδα…. Και τότε, ένιωσα πως έπρεπε ν’ ανέβω στον πίσω φράχτη του ναού…. Δεν ξέρω αν ήταν σωστό ή όχι, ούτε με νοιάζει τί θα σκέφτονταν για μένα… Εγώ τη θεά γύρευα…….

         Και τότε, κάτω από τη μυτούλα της κεραμοσκεπής, που κάλυπτε την εξωτερική πλευρά του ιερού, την είδα….. Μικρούλα, ντυμένη τα ιμάτιά της…. Καθόταν στο θρόνο της…. Τρόμαξα να τη γνωρίσω έτσι μελανή που ήταν η μορφή της από τους χρόνους και τον άνεμο της πόλης… ίσως κι απ’ τη λήθη…. εκείνο που οι απλές καρδιές το λένε λησμονιά…. Πιάστηκα από τα κάγκελα του φράχτη και την ατένισα για ώρα…. Να γονατίσω εκεί που ήμουν δε γινόταν…. Δεν πειράζει…. Οι θεοί κοιτούν ψυχές…. Κι είχα πολλά να της πω…… Νιώθω ότι τα άκουσε όλα….. Και πως ίσως, αν εδώ δεν καταφέρω να ζήσω αυτό για το οποίο ήρθα, να  βρω παρηγοριά στους κήπους της….

          Κατέβηκα από το μετερίζι μου, άφησα τις προσευχές μου στ’ αερικά…. Και φεύγοντας, ένιωσα αιώνια προσκυνήτρια….. Σαν τις δυο γυναικείες φιγούρες των προσκυνητριών, που είδα ξεμακραίνοντας, πάνω στο βορινό τοίχο του ναού….

«Όταν κάποτε θα φύγω, να με θυμάσαι όπως ήμουν… Αέρας, χάδι, παρηγόριο, ανάμνηση από καιρούς που ζουν πια στο φεγγάρι και στ΄ αστέρια… Να με θυμάσαι όπως ήμουν… Αγάπη αιώνια, απέθαντη…. Που ατρόμητη στο χάος βούτηξε, για να σε πιάσει όταν χανόσουν… Κι αν έρθουν καιροί που τη μορφή μου θα έχεις ξεχάσει, που το χρώμα των μαλλιών και των ματιών μου πια δε θα θυμάσαι, που τη φωνή μου θα ‘χεις στη λησμονιά αφήσει, να με θυμάσαι όπως ήμουν…. Και τότε, κοίταξε τον ουρανό, και τ’ άστρα του, της μέρας και της νύχτας τ’ άστρα, κι άκουσε την αχνή φωνή απ’ του ορίζοντα την άκρη… Τη δική μου... Και ίσως καταλάβεις… Όσα όταν ζούσα αγνοούσες..... Και τότε η ψυχή μου θα ησυχάσει… Γιατί τότε θα μ’ έχεις αγαπήσει…».

                                        Μετάφραση από αρχαία γραφή.


Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

                                             Αντίο, μπαμπά μου...



                    Εμείς αγαπημένε μου, μιλήσαμε... Το μεσημέρι, σ' εκείνη την παγωμένη γωνίτσα που δεν ταιριάζει σε κανέναν αγαπημένο....Κι ήταν η πρώτη φορά που τα γαλάζια σου μάτια δε με κοιτούσαν... Η πρώτη φορά που δεν είχα τη δύναμη να σε κρατήσω κοντά μου... Που ο χρόνος μας μαζί τελείωσε στ' αλήθεια... Σ' αυτό το θνητό πεδίο που λέγεται ανθρώπινη ζωή, που πάντα το φιλοσοφούσαμε παρέα και ψάχναμε τρόπους να το ερμηνεύσουμε και απάντηση δε βρίσκαμε, ο χρόνος μας τελείωσε, παλληκαράκι μου γενναίο... Που πάντα σε θαύμαζα κι ήταν πάντα τιμή μου, έστω και λίγο να σου μοιάζω.... Μη φοβάσαι,όμως... Είμαι πάντα αυτό το "αλαφροϊσκιωτο", όπως αγαπούσες να με λες και να με πειράζεις... Που νιώθει όσα δε μπορεί η λογική να εξηγήσει... Αυτά που δεν εξηγούνται με λόγια... Και περιμένω.... Σε περιμένω, μόλις βολευτείς... Μόλις από το νέο κόσμο που ταξίδεψες κάνεις το ρεπορτάζ σου, να μου στείλεις μηνύματα καλά... Θα περιμένω όλα τα χρόνια της ζωής μου... Μέχρι να σε συναντήσω ξανά, εκεί που ο χρόνος περισσεύει..... Και νιώθω μέσα μου βαθιά πως τότε θα έχουμε κι οι δυο καταλάβει τί ακριβώς είναι η ζωή... Και τ' ανήσυχά μας πνεύματα θα έχουν ησυχάσει..... 


Eυχαριστώ όλους που σταθήκατε πλάι του και πλάι μας όλο αυτό το διάστημα. 

Ιδιαιτερα ευχαριστώ όλους τους καλούς μου φίλους και συναδέλφους που έδωσαν αίμα, ενδιαφέρον και προσευχή.... 

Ένα τεράστιο ευχαριστώ στους ιατρούς του, κυρία Αθηνά Σούρδη, κυρία Κατερίνα Κόνιαρη, και κ. Βασίλη Σχιζογιάννη, κ.Τσαπόγα, κ. Μπερσή, κ. Νικόλα Πάγκαλη, κ. Γιώργο Νικολάου, κ. Στυλιανό Τζέη, που του παρείχαν φροντίδα και αγάπη από το 2018 που ασθένησε βαριά έως σήμερα, που η καρδούλα του δεν άντεξε άλλο τη μεγάλη ταλαιπωρία... Ευχαριστώ όλους και τον καθένα προσωπικά, που υπήρξαν θεράποντες και άνθρωποι ...

Στο μαθητή του, συνάδελφό του και καλό μου φίλο, δημοσιογράφο του CNN GR, Νάσο Κουκάκη, την αγάπη μου, για τη συμπαράσταση και το κάτωθι αφιέρωμα στα links....

Στους συναδέλφους του δημοσιογράφους και τεχνικούς της ΕΝΩΣΗΣ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΑΘΗΝΩΝ, ευχαριστώ για τα όμορφα χρόνια που περάσατε μαζί, την όμορφη συνεργασία και εκείνο το "Σταθάκο" και "δάσκαλε", που πάντα είχατε στα χείλη για εκείνον...









Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

 

Φωτογραφίες...

 

 

Είναι φορές που δε θέλεις να κοιτάξεις παλιές φωτογραφίες, γιατί φοβάσαι ότι οι κόσμοι που ανήκουν στο παρελθόν, δε θα έχουν για τίποτα πια να μιλήσουν, παρά μόνο για θλίψη. Τη θλίψη που αφήνει πίσω του όταν χάνεται, κάθε τί που κάποτε υπήρξε αγαπημένο… Κι όμως, απόψε, στον απόηχο της Πρωτοχρονιάς, κοιτώντας τις φωτογραφίες ενός παλιού άλμπουμ, ένιωσα πως έχουν κάτι μαγικό… Ένα μικρό «κάπως», που αιχμαλωτίζει το χωροχρόνο και τον ακουμπά στην παλάμη σου… Πρόσωπα, γεύσεις, στιγμές, αισθήματα, φωτοσκιάσεις των εποχών που παγίδεψε ο φωτογραφικός φακός, χαμόγελα, νεύματα, ζωή… Δε χρειάζεται απολύτως τίποτα να κάνεις, παρά μονάχα ν’ ακουμπήσεις τα δάχτυλα πάνω στο χαρτί… Ν’ ακουμπήσεις τα δάχτυλα και να σχηματίσεις ένα χάδι… Σε ό,τι έχασες, ό,τι χάρηκες, ό,τι λησμόνησες, ό,τι νοστάλγησες, ό,τι αγαπάς ακόμη… Μα, που δεν υπάρχει τρόπος πια να το βρεις, παρά μονάχα ο όποιος μαγικός διαθέτει η ζωή… όπως η φαντασία, μια φωτογραφία… Κι όταν δεν υπάρχουν φωτογραφίες, κι οι στιγμές θολώνουν και χάνονται στο νου, αρκεί ένα όνομα σε ένα φύλλο χαρτί… Γιατί ακόμα και το όνομα ενός ξένου μπορεί να σου θυμίσει πόση μαγεία μπορεί να κρύβεται και στην πιο δύσκολη στιγμή μιας καταιγίδας… Ακόμα και το όνομα ενός ξένου μπορεί να γίνει μέσα από αυτή τη μαγεία αγαπημένο.

Μέσα στην ησυχία της νύχτας, αυτή τη δύσκολη εποχή, αυτό που λένε οι φωτογραφίες όλων μας, είναι ότι η ζωή ως τώρα δεν ήταν φαντασία… Ήταν αληθινή. Κι εκείνα τ’ ασπρόμαυρα, γενναία πρόσωπα, που κοίταξαν κατάματα πολέμους και οδύνη και δε λύγισαν, ούτε έχασαν την ψυχή τους, σου λένε να τους μοιάσεις… Γιατί η ζωή έχει χιλιάδες τρόπους να χωρίζει τους ανθρώπους, αλλά και χιλιάδες να τους ενώνει… Γιατί έχει σκοτάδι, αλλά και φως…

Καλή χρονιά… Καλή. Τέσσερα γράμματα. «Κ», όπως καλοσύνη. «Α», όπως αγάπη. «Λ» όπως λογική. «Η»… «ήταν μια φορά κι ένα καιρό» …όπως η αρχή κάθε παραμυθιού… Ναι, έχουν μαγεία οι φωτογραφίες… Μια μαγεία που αιχμαλωτίζει το χωροχρόνο και τον ακουμπά στην παλάμη σου… Και μια μαγεία που σε δυναμώνει… Για να αιχμαλωτίσει ο φωτογραφικός φακός κι άλλες όμορφες στιγμές… Να νικήσει με τη μαγεία του το Χρόνο… Να τις κάνει αθάνατες… Καλή χρονιά… Καλοσύνη, αγάπη, λογική κι ό,τι για τον καθένα είναι το προσωπικό του παραμύθι…