Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

 

     Μια στάλα παρελθόν που ανασαίνει




Κάποτε, στην αρχαϊκή εποχή της παλιάς μας πατρίδας, δίπλα ακριβώς από τη σημερινή Μητρόπολη, στο σημείο που πλέον βρίσκεται από το τέλος του 12ου αιώνα, ο Ναός του Αγ. Ελευθερίου ή της Παναγίας Γοργοεπηκόου, στεκόταν, με θέα στα αριστερά του τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, ο ναός της θεάς Ειλειθυίας… Ήταν η θεά του τοκετού, που προστάτευε τις επιτόκους, και μαζί με τη θεά Άρτεμη, και το μωρό τους… Αν στεκόσουν, τυλιγμένος στα ρούχα εκείνου του καιρού, σε μια γωνιά του πλακόστρωτου δρόμου, που οδηγούσε από την Aγορά έως το σημείο του ναού, θα έβλεπες τις εγκύους, τυλιγμένες στους χιτώνες, στα ιμάτια και τα φίνα λανάρια τους, να έρχονται ως εδώ, για να αφήσουν λουλούδια, κέδρινο λιβάνι, μέλι, γάλα, σιτάρι και προσευχές στην προστάτιδα θεά, για να παρακαλέσουν για την λυτρωτική και θεραπευτική παρουσία της στη δύσκολη εκείνη ώρα της γέννας…. Κάποτε, η θεά ήταν παρούσα… Kι άλλοτε πάλι, για λόγους που μόνο οι θεοί και οι μύστες γνωρίζουν, μα δε μπορούν να πουν, η χαρά μετατρεπόταν σε λύπη και νεκρική πομπή… Πάντα, όμως, η θεά ήταν στο ναό της… Να ακούσει ό,τι η έγκυος είχε να της πει… Οι θεοί ποτέ δεν αφήνουν όσους τους πίστεψαν και τους αγάπησαν… Κι όσες έγκυες έφυγαν τότε από τον κόσμο των θνητών, πήγαν στους κήπους της… Μέσα στα λόγια των μαντισσών και των ιερειών, τα τυλιγμένα σε αψιθιά και δάφνη, μπορούσες ν’ ακούσεις τις φωνές εκείνων των γυναικών, να μαρτυρούν μια ευτυχία στους κήπους της θεάς, που όμοιά της δεν είχαν ξαναζήσει… Και τότε, οι φωνές τυλίγονταν με γέλια και χάνονταν… σώπαιναν…

Κάποιοι θα πουν πως τούτα είναι παραμύθια αλλοτινών καιρών… Πάντα οι άνθρωποι ήταν οι ίδιοι… Ό,τι δεν καταλάβαιναν, ό,τι τους ξεπερνούσε, ό,τι δεν μπορούσαν με τη γνώση τους και τη λογική να πλησιάσουν, το δαιμονοποιούσαν, το κορόιδευαν, το απόδιωχναν, το έλεγαν τρελό… Και γύριζαν στις άχρωμες, οικείες ζωές τους, αναζητώντας το κοινό, το άγευστο, εκείνο που δε μύριζε αρώματα και παραμύθια και αέρινους στρόβιλους, γεμάτους χορό και γέλιο και απέραντη, απέθαντη, αιώνια αγάπη.

Έτσι οι καιροί πέρασαν… Οι μάντισσες και οι ιέρειες άφησαν τα θνητά τους περιβλήματα… Είτε επέλεξαν τον κόσμο τον αέρινο, είτε ζήτησαν κι άλλη ευκαιρία ζωής. Κι οι εχθροί της ιερής πόλης, Ούνοι, Κάφροι, Βησιγότθοι, Ερούλοι κι άλλοι πολλοί, σώριασαν τον όμορφο ναό σε πέτρες… Τα στολίδια του χάθηκαν, θάφτηκαν στη σκόνη και τη λήθη… Όμως, η θεά, τριγύριζε πάντα στα ερείπια… ήθελε πίσω το ναό της…..

Υπάρχουν πάντα άνθρωποι με ψυχές υψωμένες πέρα από το Χρόνο…. Πέρα από σύμβολα, μίση και πάθη… Κι ετούτοι, γνωρίζοντας πως οι καιροί άλλαξαν κι οι παλιοί θεοί ξεχάστηκαν, πήραν τα ερείπια του ναού και τα έφτιαξαν έναν νέο ναό… Τα έστησαν αλλιώτικα, σκάλισαν ανάμεσα στα στολίδια του σύμβολα μιας άλλης θρησκείας, της χριστιανικής. Κι έτσι κάπως, σε προμεσαιωνική εποχή και μάλιστα στα μισά του 12ου αιώνα μ.Χ, ο ναός της θεάς αναστήθηκε και πάλι….

Σήμερα, στέκει εκεί…. Ο ήλιος μπαίνει μέσα από τα χρωματιστά τζάμια, όπως κάποτε ανάμεσα από τις κολόνες και τους κίονες…. Για όσους λένε πως ο Χρόνος είναι άυλος και άπιαστος, απέναντι στην ιδέα τους αυτή, θα σταθούν όλα εκείνα τα γλυπτά, οι φιγούρες, οι ρόδακες και οι σφίγγες, οι ενεπίγραφοι θρύλοι και μύθοι…. Και τότε, ο Χρόνος είναι εκεί, απέχει μόλις μια σπιθαμή από το άγγιγμά σου… Φέρνει το Τότε στο Παρόν… Και το Παρόν στο Τότε… Γίνεσαι κομμάτι μιας μαγείας τόσο χειροπιαστής, που δε μπορείς παρά να νιώσεις αθάνατος… Όλες οι διαστάσεις του Χρόνου ενώνονται στην άκρη των δαχτύλων σου, στο βλέμμα σου και στην ανασαιμιά σου, και όλα μαζί θα αποτυπωθούν στον ιερό αυτόν τόπο και θα γίνουν κομμάτι του… Θα γίνεις κομμάτι του… Η ανάσα σου, το βλέμμα σου, το πάτημά σου, η σκέψη σου, η ταπεινή σου ενσάρκωση θα γίνει κομμάτι του αιώνιου…

Στον τρούλο τώρα του ναού, υπάρχει μια άλλη φιγούρα κι όχι εκείνη της αρχαίας θεάς . Υπάρχει η φιγούρα της Παναγίας…. Οι θεοί είναι οι ίδιοι… Αλλάζουν απλά μορφές κι ονόματα…. Γίνονται εκείνο που μπορούν οι άνθρωποι κάθε εποχής να νιώσουν, να καταλάβουν… Αν κάνεις ησυχία, παρατηρώντας  τη μορφή της Παναγίας, και κοιτάξεις γύρω σου αν υπάρχει κανείς και δεις ότι δεν υπάρχει, μπορείς να ψιθυρίσεις «Μάνα Παναγιά, Αθηνά, Αττάρτη, Αφροδίτη, θεά  Ειλειθυία, είστε εσείς;….» Και τότε, γύρω θ’ απλωθεί βάλσαμο…. Και θα δεις τη φιγούρα ψηλά στον τρούλο να χαμογελά…. Ως Παναγία, Αθηνά, Αττάρτη, Αφροδίτη, θεά Ειλειθυία. Κι αν αισθανθείς την ψυχή σου πολύ χαραγμένη, θα νιώσεις ακόμα και το χάδι αυτής της Μάνας στα μαλλιά σου…..

           Στις πόρτες του ναού, οι οριζόντιες μαρμάρινες πλάκες που τις στεφανώνουν είναι κομμάτια του αρχαίου ναού, όπως και πίσω από την Ωραία Πύλη, αράβδωτοι κίονες δωρικού ρυθμού πλαισιώνουν τον ανατολικό τοίχο του ιερού…

        Θα βγεις απ’ το ναό πισωπατώντας… Στους θεούς δεν πρέπει ποτέ να γυρίσεις την πλάτη… Και θα σταθείς να δεις όσα οι αρχαίοι Αθηναίοι ήξεραν για το ταξίδι της ψυχής…. Από το θάνατο, ξανά στη ζωή… Σε μια ζωή που η ψυχή επιλέγει… Είτε γιατί σε προηγούμενη ζήση στερήθηκε, είτε γιατί πόνεσε και έφυγε νωρίς, είτε γιατί έχασε μια αγάπη και πρέπει να την ξαναβρεί. Πάνω από την είσοδο του ναού, πλαισιωμένη με τα κιονόκρανα αρχαίων κιόνων κορινθιακού ρυθμού, θα δεις την πομπή των Ελευσινίων Μυστηρίων….. Το μοναδικό αρχαιολογικό εύρημα ως τώρα, που αποτυπώνει την ιερή, μυστηριακή αυτή πομπή του παρελθόντος.... Θα νιώσεις φτερούγισμα στο στήθος, και την ψυχή σου ν’ αναπηδά από χαρά…. Γι’ άλλη μια φορά θα νιώσεις αθάνατος… Το καρδιοχτύπι σου θα γίνει χαμόγελο… Κι εκεί ανάμεσα στο καρδιοχτύπι και το χαμόγελο, θα παρατηρήσεις τις Σφίγγες και τους Τρωικούς ρόδακες, που μάγεψαν τους Αχαιούς, και τους έφεραν εκείνοι ως σύμβολα στην Ελλάδα… Ρόδακες… Κάτι σαν στρόβιλοι, κάτι σαν λουλούδια…. Ρόδακες…

           Πηγαίνοντας στο πίσω μέρος του ναού, θα συναντηθείς με ένα γλυπτό που μιλά για έναν πατέρα και το γιό του…. Δαίδαλος και  Ίκαρος…. Ο Δαίδαλος ξεθωριασμένος από το Χρόνο, κι ίσως και από τον άσβεστο πόνο του, κι ο Ίκαρος, με λιωμένα φτερά, να πέφτει με την πλάτη στο Αιγαίο…..

           Έκανα τρεις φορές το γύρο του ναού, προσπαθώντας να δώσω σάρκα και οστά ή έστω πέτρα ή μάρμαρο, κάτι χειροπιαστό, του Τώρα, σε μια μακρινή μου ανάμνηση… Την είχα από το σχολείο, από κάποιο παμπάλαιο βιβλίο από αυτά στα οποία συνήθως χάνομαι, από κάπου αλλού ή κάποτε άλλοτε;…. Το από πού θυμόμουν και πώς, δεν έχει πια σημασία…. Υπήρχε κάπου ένα άγαλμα της θεάς Ειλειθυίας θυμόμουν… Λευκό, σαν χιόνι, από πεντελικό μάρμαρο… Μπροστά του τρεμόσβαιναν φλογίτσες ικεσίας…. Πώς μπορεί να λείπεις, θεά, απ’ το ναό σου; Έκανα τρεις φορές το γύρο του κι εσένα δε σε είδα…. Και τότε, ένιωσα πως έπρεπε ν’ ανέβω στον πίσω φράχτη του ναού…. Δεν ξέρω αν ήταν σωστό ή όχι, ούτε με νοιάζει τί θα σκέφτονταν για μένα… Εγώ τη θεά γύρευα…….

         Και τότε, κάτω από τη μυτούλα της κεραμοσκεπής, που κάλυπτε την εξωτερική πλευρά του ιερού, την είδα….. Μικρούλα, ντυμένη τα ιμάτιά της…. Καθόταν στο θρόνο της…. Τρόμαξα να τη γνωρίσω έτσι μελανή που ήταν η μορφή της από τους χρόνους και τον άνεμο της πόλης… ίσως κι απ’ τη λήθη…. εκείνο που οι απλές καρδιές το λένε λησμονιά…. Πιάστηκα από τα κάγκελα του φράχτη και την ατένισα για ώρα…. Να γονατίσω εκεί που ήμουν δε γινόταν…. Δεν πειράζει…. Οι θεοί κοιτούν ψυχές…. Κι είχα πολλά να της πω…… Νιώθω ότι τα άκουσε όλα….. Και πως ίσως, αν εδώ δεν καταφέρω να ζήσω αυτό για το οποίο ήρθα, να  βρω παρηγοριά στους κήπους της….

          Κατέβηκα από το μετερίζι μου, άφησα τις προσευχές μου στ’ αερικά…. Και φεύγοντας, ένιωσα αιώνια προσκυνήτρια….. Σαν τις δυο γυναικείες φιγούρες των προσκυνητριών, που είδα ξεμακραίνοντας, πάνω στο βορινό τοίχο του ναού….

«Όταν κάποτε θα φύγω, να με θυμάσαι όπως ήμουν… Αέρας, χάδι, παρηγόριο, ανάμνηση από καιρούς που ζουν πια στο φεγγάρι και στ΄ αστέρια… Να με θυμάσαι όπως ήμουν… Αγάπη αιώνια, απέθαντη…. Που ατρόμητη στο χάος βούτηξε, για να σε πιάσει όταν χανόσουν… Κι αν έρθουν καιροί που τη μορφή μου θα έχεις ξεχάσει, που το χρώμα των μαλλιών και των ματιών μου πια δε θα θυμάσαι, που τη φωνή μου θα ‘χεις στη λησμονιά αφήσει, να με θυμάσαι όπως ήμουν…. Και τότε, κοίταξε τον ουρανό, και τ’ άστρα του, της μέρας και της νύχτας τ’ άστρα, κι άκουσε την αχνή φωνή απ’ του ορίζοντα την άκρη… Τη δική μου... Και ίσως καταλάβεις… Όσα όταν ζούσα αγνοούσες..... Και τότε η ψυχή μου θα ησυχάσει… Γιατί τότε θα μ’ έχεις αγαπήσει…».

                                        Μετάφραση από αρχαία γραφή.