Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

                                   Στη μνήμη των ένδοξων πατέρων.... 




                 Δειλινό 12ης Σεπτεμβρίου.... Πεδιάδα Μαραθώνος.....Δυο μέρες μετά την Πανσέληνο... Πλησίον της ακτής όπου στάθμευσαν τα πλοία των Περσών στρατηγών Δάτη και Αρταφέρνη, το 490 π.Χ.... Αρχές Φθινοπώρου εκείνης της εποχής. Μήνας Βοηδρομίων, ως λεγόταν....Το φεγγάρι ακόμα ολόλαμπρο απόψε... Αρχίζει να λούζει τον ορίζοντα με λάμψη...Πόσο άραγε να ήταν τότε το φως, αυτού του αιώνιου συνοδοιπόρου των ανθρώπων..... Κάτι παράξενο πλανιέται σ' ετούτη τη γη, αυτή τη μαγεμένη ώρα... Κάτι παράξενο.... Που σε τραβά αχνά από το χέρι, να σταθείς....

           Ανάμεσα στο θρόισμα των καλαμιών και των πεύκων, κάτι σαν μουρμούρισμα... Έν' αλλόκοσμο, γαλήνιο "κάτι", που γυρεύει να μιλήσει, σε μια αίσθησή σου,πέρα από τις πέντε που διαθέτεις... Εκείνη που ψυχανεμίζεται και κοντοστέκει, ψάχνοντας να διακρίνει τις λέξεις και τους ήχους, σ' εκείνο το μουρμούρισμα που κρύβεται στα καλάμια και στα πεύκα... Το ποτάμι που έρχεται απ' το βουνό του Άι- Γιώργη του Βρανά, περνά πλάι στο Ιερό των Αιγυπτίων Θεών και κελαρύζει ως το κύμα... Ο παραλιακός δρόμος κάπου ενώνεται με τον χερσαίο. Η νύχτα του φθινοπώρου έρχεται γοργά... Το φεγγάρι υψώθηκε ολόφωτο.... Κι εμπρός μου φωτίζει έναν χωμάτινο όγκο, που στέκει επιβλητικός, ψηλός και στολισμένος με θρύλους... Ο Τύμβος των Μαραθωνομάχων...

                 Στάθηκα... Μέσα από το αχνό μουρμούρισμα και τη σιωπή της νύχτας, εκείνη η αίσθηση που συνομιλεί με το αλλόκοσμο, ξεχωρίζει τώρα αργά βαδίσματα στο χώμα... Αυτή η αίσθηση, που σαν της δώσεις το βήμα, παύει τη θνητή σου όραση και ακοή... Ξυπνάει την ψυχή σου...Εκείνο το αθάνατο αερικό, που σου δίνει πνοή... Εκείνο το αθάνατο αερικό που μπορεί να παραμερίζει τα πέπλα του Χρόνου... Έστρεψα το κεφάλι αργά, ολόγυρα απ' τον Τύμβο... Το φως του φεγγαριού μισοκρύφτηκε πίσω από σύννεφα... Τ' αργά βαδίσματα στο χώμα, έγιναν μορφές, που στάθηκαν ολόγυρα, σε αρκετή απόσταση από εμένα και τον Τύμβο πίσω μου, μορφές πλεγμένες με τις σκιές των πεύκων...

                 Υπάρχει ένα φίλτρο μαγικό, που κυλά στις φλέβες μου και τη συνείδησή μου δασκαλεύει... Το λένε γονίδιο...Γονίδιο ελληνικό... Που ενώνει τη σάρκα μου και την αύρα μου με τη δική τους... Μας χωρίζουν 25 γεννεές και μια χούφτα χρόνος... Τούτη την ιερή ώρα του προσκυνήματος στη θυσία τους, τί να φοβηθώ; Απ' τους πατέρες, τους παππούδες κι αδερφούς μου; Απ' το αίμα το ίδιο με το δικό τους που κυλά στο κορμί μου; Πορεύτηκα αργά προς τη μεριά τους... Οι μορφές ξεδιάλυναν... Φορούσαν σανδάλια σαν και τα δικά μου,είχαν το ίδιο χρώμα των μαλλιών μου... Κι ύστερα, στο φως του φεγγαριού, διέκρινα το "όπλον" την ασπίδα τους, που την κρατούσαν στο πλάι του μηρού τους κι η μια της άκρη ακουμπούσε στο χώμα..., είδα το χιτώνιό τους, ολόλευκο, με σχέδιο μαιάνδρου γύρω από τα γόνατα,την πανοπλία, το ξίφος ζωσμένο στη μέση τους, τις περικεφαλαίες στολισμένες με νήματα μαύρα και βαθυκόκκινα, υψωμένα από μέτωπο ως αυχένα, κι άλλα από κρόταφο σε κρόταφο, ανάλογα με το βαθμό τους στο στράτευμα..., είδα το ακόντιο, τις περικνημίδες...Έλληνες! Μαχητές! Ανδρείοι! Έντιμοι! Και τότε θυμήθηκα... Κι η θύμιση έγινε λόγια, που απλώθηκαν, σπονδή, ολόγυρά τους, με τα χέρια μου ανοιχτά, σαν αγκάλη που κάνει πέρα όλους τους αιώνες, ακόμα κι αυτόν το θάνατό τους!  

                "Ελλήνων προμαχούντες, Αθηναίοι Μαραθώνι, χρυσοφόρων Μήδων        εστόρεσαν δύναμιν"

 Αεράκι τότε άρχισε να φυσά και ν' ανεμίζει τα νήματα στις περικεφαλαίες τους...Ένας νεαρός οπλίτης προχώρησε μπροστά... Δερμάτινο νήμα έδενε στο μπράτσο του ένα μικρό κομμάτι ξύλου με τ' ονομά του... Ήταν η τότε ταυτότητα οπλίτη, έτσι θ' αναγνώριζαν το σώμα του σαν έπεφτε στη μάχη... " Κυναίγειρος Ευφορίωνος"... Τη σκέψη μου σαν διάβασε, αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στη μορφή του... 

"Κυναίγειρος γιος του Ευφορίωνα... Από τη Σαλαμίνα... Αδερφός του Αισχύλου....Με το χέρι σου τράβηξες μια από τις εφτά τριήρεις των Μήδων... Και πριν το χέρι σου κόψουν με τσεκούρι, πριν ξεψυχήσεις στα κύματα, πρόλαβες να βάλεις τα σχοινιά του καραβιού στα δόντια σου να συνεχίσεις τη μάχη...Ποια λέξη περιγράφει αυτο το θάρρος;". 

Σιωπή...Το χαμόγελο στη μορφή του μαρτυρούσε τη γαλήνη του που η θυσία του και τ' ονομά του χαράχτηκαν στους αιώνες αλησμόνητα... Το αεράκι δυνάμωσε και τα σύννεφα παραμέρισαν ολότελα απ' το πρόσωπο του φεγγαριού... Άλλος οπλίτης στην ίδια νέα ηλικία, ήρθε και στάθηκε πλάι στον πρώτο... γύρευε κι ετούτος το μνημόσυνό του... "Αισχύλος Ευφορίωνος" έγραφε το ξύλο το δεμένο στο μπράτσο του.... Στράφηκα προς το φεγγάρι να μου φωτίσει τη μνήμη... Κοίταξα τον οπλίτη στη θολή μορφή του, που σκοτιζόταν από τη σκιά του κράνους του...

"Δε θέλησες να σε θυμόμαστε ως τον μεγάλο ποιητή που νίκησε σε τόσους ποιητικούς αγώνες... Μόνο σα μαχητή του Μαραθώνα θέλησες να σε θυμόμαστε...Κι εκεί, στο ζεστό της Σικελίας Γέλας, θέλησες στο μνήμα σου να γραφεί η πιο σημαντική για σένα μάχη.... Αισχύλον Ευφορίωνος, τόδε κεύθει μνήμα καταφθίμενον πυροφόρειον Γέλας...Άλκην δε ευδόκιμον, μαραθώνιον άλσος αν είποι, βαθυχαιτής δε Μήδος επιστάμενος"...

Έστρεψα το βλέμμα στον Τύμβο πίσω μου, γύρισα ξανά να τους θωρήσω αγέρωχους, αθάνατους, περήφανους φύλακες μιας πατρίδας αγαπημένης.... Σύννεφα σκέπασαν το φεγγάρι κι οι μορφές τους χάθηκαν... Έμειναν μόνο οι μορφές του πολέμαρχου Καλλίμαχου, αρχηγού της Αιαντίδος Φυλής, και του Στρατηγού Στησίλαου του Θρασύλου, που πέθαναν ορθοί στο πεδίο της μάχης, τρυπημένοι από βέλη... Ο αέρας έσβησε σε λίγο και τούτες τις μορφές.... Τέτοιες μέρες, αρχές φθινοπώρου του 490 πΧ μάχονταν μέχρι θανάτου σε τούτα τα χώματα... Στράφηκα προς τη θάλασσα, να φύγω... Λόγος πια να παραμείνω δεν υπήρχε... Οι πύλες του Χρόνου έκλειναν αργά... Ο στρατηγός Μιλτιάδης είχε ήδη δώσει εντολή στον Αριστείδη της Αιαντίδος Φυλής, να ξεχωρίσει τα σώματα των νεκρών πολεμιστών, και σε πυρά, μία για κάθε μια από τις δέκα φυλές,να τα κάψει σύμφωνα με τον Πάτριο Νόμο... Η θεά Αθηνά τριγυρνούσε στο πεδίο της μάχης και στεφάνωνε τα γενναία σώματα με κότινους από αγριελιά και δάφνη, στέφανους τιμής κι αθανασίας...Ο θρήνος των οικογένειών τους, που κίνησαν απ' την πόλη των Αθηνών ν' αφήσουν πλάι στα σώματα των ηρώων τους παλαιά οικογενειακά κειμήλια, για να συνοδεύσουν ως κτερίσματα τις ψυχές τους στα Ηλύσια Πεδία, ενώθηκε με το δικό μου τον βουβό, που ανέβαινε κόμπος στο λαιμό μου.... Σε κάθε εποχή, αυτός ο πόνος είναι ίδιος.... Άφησα τους νεκρούς να πορευτούν... Και πρώτα απ' όλους, εκείνα τ' ανώνυμα παιδάκια που, στα μετόπισθεν της μάχης, έδιναν στους τραυματίες νερό...

"Φυλές των Αθηνών, Αδελφοί Πλαταιείς! Νενικήκαμεν! Μια μάχη θρυλική, στο πάνθεον των μαχών της Ελληνικής Φυλής, που κανείς που φέρει αίμα ελληνικό δεν πρέπει στη λησμονιά ν' αφήσει... Στη μνήμη μας για πάντα... Μέχρι το τέλος του Χρόνου..."