Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

                                            

                                                 Σαν αερικό...




                             Πάνε χρόνια από τότε.... Εκείνο το καλοκαίρι, το αγέρι του Αιγαίου τον ξέβρασε σ' ένα μικρό σπίτι πάνω στη θάλασσα, σε μια ήσυχη γωνιά της Ικαρίας. Ήταν πια ογδόντα δύο ετών και μόνος στη ζωή. Άνοιξα ένα απόγευμα την πόρτα του δωματίου που νοίκιαζα, και τον είδα να κουρδίζει μια παλιά κιθάρα, καθισμένος σε μια πεζούλα, κάτω από το κλήμα της κοινής μας αυλής. Είχε λευκά μαλλιά, μακριά ως τους ώμους, και μάτια καστανά, θολωμένα απ' το χρόνο. Ψηλός. Φορούσε ένα παλιό παντελόνι και τριμμένο πουκάμισο. Σημείωνε νότες σ' ένα μπλέ τετράδιο, στο τραπεζάκι δίπλα του. Και πάνω στο ίδιο τραπεζάκι, η φωτογραφία μιας κοπέλας με μαύρο φουστάνι και μακριά, ξέπλεκα μαλλιά, που κοίταζε τον ορίζοντα, με το κεφάλι στραμμένο πάνω από το δεξιό της ώμο. Γύρισε εκείνος να με κοιτάξει. Τον καλησπέρισα. Χαμογέλασε αχνά, με μια χροιά στο χαμόγελό του, που φανέρωνε πως κάποτε αγαπούσε να βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους. Μα, πλέον, είχε απομείνει μόνος. Κι εκείνο το απόγευμα, σαν να γατζώθηκε, μου φάνηκε, απ' την καλησπέρα μου. Ξεθάρρεψα. Τον ρώτησα για την κοπέλα της φωτογραφίας.... Και τότε ξεκίνησε τη διήγησή του...


              "Ήταν τα χρόνια της γερμανικής κατοχής. 27 Φλεβάρη του 1943...Εκείνη τη μουντή μέρα, κηδευόταν ο Κωστής Παλαμάς... Της κρατούσα το χέρι και συνοδεύαμε τη σορό, μαζί με εκατοντάδες. Λαχταρούσα να φωνάξω "Ελευθερία!", όπως όλοι οι άλλοι γύρω. Δάγκωσα τα χείλη κι έσφιξα το χέρι της. Εκείνη κατάλαβε. Ακόμα κι αν δε μιλούσα, εκείνη με άκουγε. Πλάσμα παράξενο, μου έφερνε στο νου το γιασεμί. Παιχνίδιζε πάντα ο ήλιος στα μακριά μαλλιά της, κι όλο είχε μια ιστορία να σου πει για τα περασμένα. Ακόμα κι εκείνα που γίνηκαν και χάθηκαν πριν γεννηθούμε ακόμα. Σ' αιώνες παλιούς. Έβλεπα να έρχονται με τον καιρό λευκές τρίχες στα μαλλιά μου, κι εκείνη αρυτίδωτη, αγέραστη, όπως τη γνώρισα στα είκοσί της χρόνια... Πριν τον πόλεμο, ένα κρύο βράδυ του Δεκέμβρη, καθίσαμε σ' ένα καφενεδάκι, κρυμμένο σ' ένα στενάκι της Πλάκας, απέναντι απ' τη Μητρόπολη.... "Μη με κάνεις ποτέ να μη σ' αγαπώ", μου είπε "γιατί αν με κάνεις να πάψω να σ' αγαπώ....", κι εκεί σταμάτησε...η ματιά της σκοτείνιασε και πήρε το βλέμμα της από πάνω μου... Δε στάθηκα, δεν το κατάφερα να σταθώ στο πλάι της...την έκανα να μη θέλει να μ' ανταμώσει, να με ακούσει, να με κοιτάξει...την πρόδωσα...,με όλους τους τρόπους που μπορούσα να το πράξω. Κι ύστερα, ήρθαν στη ζωή μου δεινά... αρρώστια, κακοτυχία...θάνατοι...Άδειασε η ψυχή μου. Και το κενό που πάντα ένιωθα μέσα μου, μεγάλωνε όλο και πιο πολύ...έγινα ένας άλλος...κάποιος που σε τίποτα δεν έμοιαζε στο νέο παλληκάρι, που κάποτε εκείνη αγάπησε τόσο πολύ. Κι όταν έρχονταν στιγμές απελπισίας, δεν ξέρω γιατί ο νους μου ταξίδευε σ' εκείνα τα λόγια της εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη... Κι ύστερα, αναλογιζόμουν όλα τα δεινά που βρήκαν εμένα και τους ανθρώπους μου... Δεν ξέρω γιατί, αλλά έρχονταν στιγμές που σκεφτόμουν ότι ήταν όλα η τιμωρία μου για το πόσο πολύ την πρόδωσα.... Ήταν αγάπη μεγάλη. Από εκείνες τις δύσκολες. Που δεν ξέρεις πώς να την κουμαντάρεις"...

            Σταμάτησε εκεί τη διήγησή του και κάρφωσε το βλέμμα στη φωτογραφία... Τον ρώτησα τί απέγινε. Αν ήταν ελληνίδα. Αν ζει...

                   "Ναι, ελληνίδα... Εκείνη την ημέρα της κηδείας του Παλαμά, μας θυμάμαι, όταν είχε ειπωθεί και το τελευταίο αντίο, να τρέχουμε μέσα στο στενό εκείνο, απέναντι από τη Μητρόπολη. Δυο γερμανοί μας κυνηγούσαν με τ' αυτόματα μπροστά...

               "Εδώ!" μου φώναξε, και βάλαμε τις πλάτες μας σ' έναν τοίχο. Την άκουσα να ψιθυρίζει ξανά και ξανά σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα  "kizim ilahe imdat" έλεγε και ξανάλεγε.... Οι γερμανοί έτρεξαν μπροστά μας και χάθηκαν στο βάθος του δρόμου.

                    "Δε μας είδαν" μου είπε "δε μπόρεσαν"...

                 "Πώς γίνεται να μη μας είδαν;Είναι αδύνατον!" της απάντησα.

Χαμογέλασε και μ' αγκάλιασε σφιχτά... "Μη φοβάσαι τίποτα..όσο σ' αγαπώ μη φοβάσαι τίποτα"... μου είπε.

                  

Ποτέ μου δεν κατάλαβα τί συνέβη εκείνη τη μέρα και δεν καταλήξαμε νεκροί..".


"Αυτό που ψιθύριζε... βοήθησε την κόρη σου, θεά... αυτό ψιθύριζε...στα τούρκικα ήταν η επίκλησή της..." του είπα..." Ζει, παππού η κοπέλα;"


Δε μου απάντησε...Μόνο απίθωσε τη φωτογραφία της στην καρδιά του. Μπήκα στο δωμάτιό μου. Του καθάρισα μερικά φρούτα και του τα ακούμπησα πάνω στο τραπεζάκι του. Σουρούπωνε. Είχε ξαναπιάσει το κούρδισμα της κιθάρας. Άνοιξα τη σιδερένια πόρτα του κήπου και πήρα να κατεβαίνω τα σκαλιά που έβγαζαν στον παραλιακό δρόμο. Στο τέρμα της σκάλας, καθόταν μια κοπέλα με μαύρο φόρεμα και μακριά, μαύρα μαλλιά. Αγνάντευε τη θάλασσα. "Καλησπέρα" της είπα και στάθηκα. Γύρισε το πρόσωπο. "Καλησπέρα" μου απάντησε "...του αρέσουν τα φρούτα...φρούτα και λαχανικά...πάντα του άρεσαν...σε ευχαριστώ" μου είπε... Ήταν ολόιδια με την κοπέλα της φωτογραφίας... Αναρωτήθηκα αν ήταν κόρη του... "Είστε ίδια με..." ...με διέκοψε γελώντας, σαν να διάβασε τη σκέψη μου...."Πώς γίνεται να είμαι η ίδια; Πάνε τόσα χρόνια από τότε"... Σηκώθηκε κι έτρεξε προς τα πάνω σκαλιά, κι ανοίγοντας τη σιδερένια πόρτα, χάθηκε πίσω απ' τα κάγκελα...


               Το επόμενο πρωί, βρήκα το γέροντα να σιγοπαίζει μια μελωδία στην παλιά κιθάρα.

"Με συγχωρείς, παππού που έφυγα έτσι χθες. Είχες όμως συντροφιά μια κοπέλα, ολόιδια με την κοπελιά σου στη φωτογραφία. Τη βρήκα κάτω στα σκαλιά. Κόρη σου είναι;"

Με κοίταξε με πικρία... "Δεν είχα συντροφιά...δεν έχω κόρη..κανένα παιδί....Σε μένα μόνο δε μιλά...Μόνο στους άλλους...Και κάποιοι έρχονται και μου το λένε...όπως εσύ..."...

Δεν τον ρώτησα τίποτε άλλο. Τον άφησα στη μουσική του... Τόσα παράξενα που έχει η ζωή...Ποιος άλλωστε μπορεί να πει με σιγουριά τί είναι αληθινό και τί ψεύτικο; Πόσα προσωπεία αναγκαζόμαστε να φορούμε όλοι μας. Πόσες οπτασίες του παρελθόντος προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε... να ξεχάσουμε.... Κι άλλοι, πόσες τιμωρητικές σιωπές απευθύνουν σε όσους τους τράβηξαν τη μάσκα κι έβαλαν ενώπιόν τους έναν καθρέφτη...μια ζωή μαλωμένοι με την αλήθεια τους....μ' αυτήν τα έχουν...όχι με όσους τους έκαναν να την κοιτάξουν κατάματα...ίσως για να τους γλιτώσουν από αυτήν... 

               Περνούσα τώρα το παλιό, πλακιώτικο καφενείο της διήγησης του γέροντα. Έφερα στο νου την ιστορία του. Κι έπειτα εκείνη την κοπέλα... Άσπονδη τιμωρός και Ερινύα μιας μεγάλης αγάπης που προδόθηκε; Ή άγγελος φύλακας, που κι αν προδόθηκε, ακόμα παραστέκει; Σαν αερικό....