Γαρδένια
Μήλος 1950. Ήταν δυό ετών. Με ξανθωπά, παιδικά μαλλάκια, αξιαγάπητα, παιδικά, χαρακτηριστικά, και βλέμμα καθαρό. Χωρίς κανένα σκοτάδι, καμία σκιά, από εκείνες που βρίσκουμε στης ζωής τους λάθος δρόμους και τις φοράμε κατάσαρκα... Μια άγραφη πλάκα, γεμάτη αθωότητα. Από εκείνη την αθωότητα, που μπορεί να σε κάνει να λατρέψεις ένα πλάσμα με την πρώτη ματιά.
Το ύφασμα στο βρεφικό του μπλουζάκι, πιασμένο ανάμεσα στο παιδικό μπράτσο και τον παιδικό κορμό, τσαλάκωνε, φανερώνοντας την εύθραυστη φύση του παιδικού κορμιού.
1974. Κάπου στα όρια της πατρίδας... Ανάμεσα σε μια μάχη. Από εκείνες που δίνουν οι άνθρωποι με άλλους ανθρώπους και με τους εαυτούς τους... Το παιδικό πρόσωπο είχε χαθεί. Τη θέση του είχε πάρει η σκληρή μορφή ενός άνδρα, με σκούρα μαλλιά και σκούρα γένια, με στολή στρατιωτική. Είχε καθίσει να ξαποστάσει σ' έναν ίσκιο, κρατώντας ανάμεσα στα πόδια του στρατιωτικό όπλο. Είχε βλέμμα κουρασμένο, καρφωμένο στο κενό.... Το ύφασμα στη στρατιωτική του μπλούζα, πιασμένο ανάμεσα στο ανδρικό μπράτσο και τον ανδρικό κορμό, τσαλάκωνε με τον ίδιο τρόπο που τσαλάκωνε στο κάποτε παιδικό κορμάκι, φανερώνοντας το ίδιο σώμα, τον ίδιο εαυτό, κάτω από τα χρόνια που πέρασαν κι έφεραν φως και σκοτάδι... Άραγε να είχε απομείνει κάτι από εκείνο το ξανθωπό, αθώο πλάσμα, που κοιτούσε κάποτε μ' εκείνη την αφοπλιστική αθωότητα;
Αττική 19....τί σημασία, άραγε, έχει η σήμανση του χρόνου, δίπλα στην άχρονη θάλασσα, όπου μονάχος εκείνος πήγαινε και καθόταν όταν τα σκοτάδια πλήθαιναν...Να τα φωτίσει, να τα ξορκίσει με την ευλογία της... Και κάπου εκεί, στα βράχια αριστερά του, προς το βορρά, πιάστηκε εκείνη στο βλέμμα του. Καθόταν σιμά στο κύμα. Τόσο, που το νερό μούσκευε τις άκριες του παντελονιού της... Κρατούσε τετράδιο, όπου γοργά αράδιαζε λέξεις με στυλό. Πήγε κι έκατσε κοντά της...
-Τί φτιάχνεις; τη ρώτησε
-Ένα ψέμα, απάντησε εκείνη.
-Ένα ψέμα;
-Ναί, ένα ψέμα, για να πω μιαν αλήθεια...
-Θα μου διαβάσεις; Το ψέμα σου;
Τί λόγο είχε εκείνη να κρυφτεί μπροστά στην αιώνια θάλασσα.... Τον κοίταξε στα μάτια, που σχεδόν πάντα τα είχε κρυμμένα πίσω από μαύρα γυαλιά, μα που απόψε ελεύθερα, καθρέφτιζαν τα κύματα... Άρχισε να του διαβάζει.
"Στη φυλακή της ζωής μου, τούτο ήταν το κλειδί... Το μελάνι πάνω στο χαρτί... Έτσι και τώρα... Ξεκίνησα να γράφω, λίγες μέρες μετά την τυχαία μας στο δρόμο συνάντηση. Μετά από εκείνες τις στιγμές, που τα λόγια που ανταλλάξαμε, πλήγωσαν εσκεμμένα κι εσένα κι εμένα... Νόμισα πως δε θα σ' αντίκρυζα ποτέ ξανά, πως δε θα μιλούσαμε ξανά ποτέ.... Όταν σε τράβηξα στη μεριά μου, να μην είσαι εκτεθειμένος στ' αυτοκίνητα που έτρεχαν στο δρόμο, κάτι μούδιασε την αφή μου στο άγγιγμά σου. Ήθελα να κρυφτώ στην αγκαλιά σου, να με φιλήσεις με αγάπη. Από εκείνη που ξεδιψά κάθε πτυχή της ψυχής. Και θέλησα εκείνη τη στιγμή, να μπορούσαμε κάπου αλλού να βρισκόμασταν, σ' έναν έρημο κάμπο, να με κρατήσεις σφιχτά, να αισθανθώ τους χτύπους της καρδιάς σου.... Εκείνο το δειλινό που σε γνώρισα, που μ' είχε αγγίξει ο θάνατος, ένιωσα σα να σε ξέρω χρόνια... Πώς γίνεται να σου λείπει τόσο πολύ ένας άνθρωπος, που δεν έχεις νιώσει ποτέ, που δεν έχεις γευτεί, που δεν ξέρεις καν ποιος είναι... Πώς γίνεται να γυρνούν στο νου σου στιγμές αγάπης, από εκείνες που δε χωρούν στις λέξεις.....Εσένα αναζητώ, γεμάτον από ψέματα κι αλήθειες, λάθη και σωστά... Το θάρρος σου, το θράσος σου, τη χροιά της φωνής σου, τον τρόπο που κοιτάς, όσα είσαι και όσα δεν είσαι... Κι έρχονται στιγμές, που μακριά τους δε μπορώ... Μας χωρίζουν θάλασσες και τρόπο να τις διαβώ δεν έχω... Γι' αυτό άφησέ με...να σ' αγγίζω όπως μπορώ...να υπάρχω σε μια γωνιά της ζωής σου, έστω σαν σκέψη στην άκρια του νου σου...άφησέ με να πιστεύω στα θαύματα...γιατί αν πάψω, τί από μένα θα έχει απομείνει;"...
Σταμάτησε εκείνη να διαβάζει... Σιγή... Μόνο η θάλασσα μουρμούριζε... Το δειλινό χάριζε τον ουρανό στη νύχτα. Κι εκείνος άρχισε να σιγοτραγουδά ένα τραγούδι αγαπημένο του, φερμένο από την Κρήτη... Μιλούσε για μια γαρδένια μαραμένη, που την περίμενε ν' ανθίσει ξανά.... Η μελωδία έπαψε...Σιγή απλώθηκε πάλι...Απέμεινε μόνο το τραγούδι της θάλασσας. Και δυο χέρια ακουμπισμένα στην άμμο, που γύρευαν τρόπο να μηδενίσουν την απόσταση...