Απόγευμα Οκτώβρη
Απόγευμα Οκτώβρη…Ο δρόμος με τράβηξε έξω από την πόλη, καθώς η ψυχή μου έψαχνε στον ορίζοντα για έναν τόπο αλλιώτικο, μάλλον μαγικό,
όπου θα μπορούσε ίσως να βρει γαλήνη και κρυμμένα μυστικά, γεμάτα φως κι
αλήθειες από την όμορφη πλευρά της ζωής. Με ωθεί πολλές φορές σε τέτοιες
διαδρομές, σε τέτοιες αναζητήσεις… Κι έχω την αίσθηση πως πάντα ψάχνει ό,τι
έμεινε πίσω, σε χρόνια παιδικά, σε χρόνια ανέμελα, σε χρόνια που με έναν τρόπο
παράξενο, μπορούσε να συνδέεται με ό,τι έχει σημασία και λάμψη παραμυθιού…
Κάπως έτσι, έστριψα το τιμόνι μου προς δρόμο παραθαλάσσιο, που γειτόνευε με δάσος απάτητο, γεμάτο αγρολούλουδα, θυμάρια και λεβάντες… Στα
δεξιά μου, τούτο το σκηνικό, κι αριστερά μου η θάλασσα, που παιχνίδιζε μπλε,
φθινοπωριάτικη και ξελογιάστρα με τα βράχια της παραλίας και ψιθύριζε «έλα»…
Κοντοστάθηκα… Όσο και να την κοιτάξεις, δε μπορείς ποτέ να καταλάβεις τί είναι
αυτό που σε ελκύει τόσο πολύ κοντά της. Τί είναι αυτό που, αν αφεθείς στην αύρα
της, μπορεί να σε βυθίσει σε ύπνο γλυκό κι ατρικύμιστο...
Μα, εκείνο το απόγευμα, το δάσος είχε απλώσει τα δικά του
μάγια στον αέρα, κι η μυρωδιά του, λυτρωτική και καθάρια, με έκανε να στραφώ
κατά κει. Δεν περίμενα να βρω κάτι καινούριο, κάτι αλλιώτικο, εκτός από την ήσυχη και
γνώριμα θεραπευτική αγκαλιά του… Προχώρησα το αυτοκίνητο στο δρόμο που περνούσε
μέσα του, κι απλά, αργόσυρτα, περνούσα πλάι στα δέντρα και τους έρημους πια
κήπους των θερινών κατοικιών και των παιδικών κατασκηνώσεων… Μια ψύχρα γλυκιά έμπαινε από το κατεβασμένο
παράθυρο του αυτοκινήτου, ταιριαστή με τα ασημόλευκα σύννεφα, που στόλιζαν τον
ουρανό του δειλινού και στεφάνωναν πανέμορφα κι απλά τα βουνίσια υψώματα που
κορνίζαραν το τοπίο… Πόσο όμορφη μπορεί να είναι μια στιγμή… Πόσο ευφάνταστη
μπορεί να γίνει η μάνα Πλάση για να γλυκάνει τις ψυχές των ανθρώπινων παιδιών
της;… Απ’ το νου μου σβήστηκαν οι ενήλικες σκέψεις κι οι έγνοιες της
καθημερινής ζωής, η ψυχή μου άδειασε, για να χωρέσει τούτες τις στιγμές, και
έτσι ακούραστα, όλα τ’ ανθρώπινα πλασμένα, οι νόμοι, οι τύποι, τα πρέπει, τα
προγράμματα, οι προθεσμίες, η σοβαρότητα του πολιτισμού και πιο πολύ η
σοβαροφάνειά του, μου φάνηκαν ανόητα, ανούσια…
Εκείνη τη στιγμή της πιο βαθιάς συνειδητοποίησης, φρέναρα το
αυτοκίνητο απότομα, κι απ’ τα χείλη μου ξέφυγε ένα επιφώνημα ανείπωτης χαράς,
πηγαίας, αβίαστης… Λες και περίμενε η μάνα Πλάση να συνειδητοποιήσω τη θέση μου
στον κόσμο, την πραγματική μου θέση, για να μου αποκαλύψει τούτο το απαράμιλλα
πανέμορφο θέαμα... Κυκλάμινα!!.... Κυκλάμινα!!... Κυκλάμινα!!....Ροζ κυκλάμινα…
πάμπολλα… στρώμα… κυκλάμινα που φύτρωναν σε όλη την έκταση των χωραφιών δεξιά
κι αριστερά μου, σαν χαλί μαγικό, των μύθων, νεραϊδοπλασμένο!... Απλώνονταν κάτω
από τα παγκάκια των κήπων και τις παιδικές κούνιες, που λικνίζονταν απαλά στο
αεράκι, δεμένες με σκοινί από τα αιωνόβια δέντρα… Τρύπωναν μέσα στα ξύλινα
σπιτάκια των αυλών, όπου το καλοκαίρι έπαιζαν τα παιδιά. Στέκονταν κάτω από τις
πετρόχτιστες, υπαίθριες βρύσες…
Κι έπειτα από το επιφώνημα χαράς, τα χείλη μου έμειναν
άλαλα… Κι ύστερα χαμογέλασαν, και το χαμόγελο δεν έλεγε να φύγει από το πρόσωπό
μου… Χαμογελούσε το κορμί μου, χαμογελούσε η
καρδιά μου, χαμογελούσε ολάκερη η ψυχή μου. Χαμογελούσε κάθε εαυτός μου,
παρελθοντικός, τωρινός και μελλοντικός, τυλιγμένος ολόκληρος από εκείνες τις
στιγμές τις γεμάτες κυκλάμινα… Στιγμές, που το ξέρεις, βαθιά μέσα στο είναι
σου, πως η Πλάση τις ορίζει να μείνουν
ανεξίτηλες, αιώνιες, άφθαρτες, γεμάτες ζωή αληθινή, γεμάτες παραμυθένια λάμψη…