Σκούπισε εκείνη τα χέρια στην ποδιά της και τους μισάνοιξε την πόρτα της αυλής. Τα συνόδεψε με το βλέμμα μέχρι τη μάντρα απέναντι, όπου φύτρωνε σε στρώμα η υγρασία, σαν παχύ, πράσινο χαλί. Τα μικρά ξεκόλλησαν κάμποση, και τρύπωσαν πάλι στην κουζίνα, κάτω απ’ το μπράτσο της μάνας, που κρατούσε μισάνοιχτη την πόρτα. Εκείνη πήρε την πρασινάδα από τα χέρια τους και την ακούμπησε περίτεχνα γύρω από μια γλάστρα «αράχνη», όπως την έλεγαν. Έβαλε πάνω στην πρασινάδα μια εικόνα της Θείας Γέννησης απ’ το εικονοστάσι, και πήρε απ’ το πανέρι με τα φρεσκοκομμένα φρούτα της αυλής, ένα μανταρίνι. Το έκοψε στη μέση, έβγαλε από μέσα τις φετούλες του φρούτου, τις έβαλε μια-μια στις χούφτες των μικρών, και τη μισή φλούδα του μανταρινιού, που ήταν σαν κουπάκι, τη γέμισε με νερό και λίγες σταγόνες λάδι. Το φυτίλι του φρούτου το άφησε να στέκει έξω απ’ το νερό και το λάδι, και το άναψε με σπίρτο. Έβαλε τη φλούδα του μανταρινιού πλάι στην εικόνα της Γέννησης, έτσι, σαν καντήλι... Καντήλι που άρχισε σε λίγο να σκορπίζει γύρω μια γλυκιά μυρωδιά μανταρινιού. «Καθίστε τώρα εκεί και ψάλτε χαμηλόφωνα την Άγια Νύχτα, όπως σας την έχω μάθει. Να τη λέτε ώσπου να απλώσω το ψωμί στο ταψί και να φτιάξω με την ξύλινη σφραγίδα το Σταυρό επάνω. Άντε, εμπρός, περιμένει ο Χριστός». Κι άρχισαν τότε τα μικρά να ψάλλουν την Άγια Νύχτα, μέχρι που το χριστόψωμο πήρε να σκορπά κι αυτό την ευωδιά του, καθώς ψηνόταν στης γωνιάς τον ξυλόφουρνο…
Λίγα λόγια για το όνομα του blog.
Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…
Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…
Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014
Σκούπισε εκείνη τα χέρια στην ποδιά της και τους μισάνοιξε την πόρτα της αυλής. Τα συνόδεψε με το βλέμμα μέχρι τη μάντρα απέναντι, όπου φύτρωνε σε στρώμα η υγρασία, σαν παχύ, πράσινο χαλί. Τα μικρά ξεκόλλησαν κάμποση, και τρύπωσαν πάλι στην κουζίνα, κάτω απ’ το μπράτσο της μάνας, που κρατούσε μισάνοιχτη την πόρτα. Εκείνη πήρε την πρασινάδα από τα χέρια τους και την ακούμπησε περίτεχνα γύρω από μια γλάστρα «αράχνη», όπως την έλεγαν. Έβαλε πάνω στην πρασινάδα μια εικόνα της Θείας Γέννησης απ’ το εικονοστάσι, και πήρε απ’ το πανέρι με τα φρεσκοκομμένα φρούτα της αυλής, ένα μανταρίνι. Το έκοψε στη μέση, έβγαλε από μέσα τις φετούλες του φρούτου, τις έβαλε μια-μια στις χούφτες των μικρών, και τη μισή φλούδα του μανταρινιού, που ήταν σαν κουπάκι, τη γέμισε με νερό και λίγες σταγόνες λάδι. Το φυτίλι του φρούτου το άφησε να στέκει έξω απ’ το νερό και το λάδι, και το άναψε με σπίρτο. Έβαλε τη φλούδα του μανταρινιού πλάι στην εικόνα της Γέννησης, έτσι, σαν καντήλι... Καντήλι που άρχισε σε λίγο να σκορπίζει γύρω μια γλυκιά μυρωδιά μανταρινιού. «Καθίστε τώρα εκεί και ψάλτε χαμηλόφωνα την Άγια Νύχτα, όπως σας την έχω μάθει. Να τη λέτε ώσπου να απλώσω το ψωμί στο ταψί και να φτιάξω με την ξύλινη σφραγίδα το Σταυρό επάνω. Άντε, εμπρός, περιμένει ο Χριστός». Κι άρχισαν τότε τα μικρά να ψάλλουν την Άγια Νύχτα, μέχρι που το χριστόψωμο πήρε να σκορπά κι αυτό την ευωδιά του, καθώς ψηνόταν στης γωνιάς τον ξυλόφουρνο…
Τα έλατα έφερναν στην πόλη δροσιά, που τύλιγε, σαν παρηγόριο, νεκρούς και αναμνήσεις. Ειρήνευε το άδικο λιγάκι... Κάθισα σ’ ένα σκαλί λίγο πιο κάτω… Η δύση φώτισε, πέρα στο δρόμο, τον πατέρα μου νήπιο, που γνώριζε μόνο μια εκκλησία. «Ντάνι- ντάνι» την έλεγε, και σ’ αυτή μονάχα ήθελε να μπει. Θύμωσε ο πατέρας του και το χτύπησε. Μπήκε στη μέση τότε ο παππούς του, ντυμένος την παραδοσιακή φορεσιά του τσέλιγκα, και χτυπώντας με οργή την γκλίτσα στο δρόμο «Φτου! Έχετε παιδί και το χτυπάτε!»…Οι βρύσες της πλατείας του Μάρκου Μπότσαρη τρέχανε κρύο νερό κάτω απ’ τα πλατάνια «δίκιο έχεις, τσέλιγκα» σαν να ’λεγαν. Φύσηξε αέρας πάλι απ’ τα ελάτια και τ’ όραμα χάθηκε. Έμειναν μόνο οι βρύσες, το νερό και τα πλατάνια…