Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Τρίπολη, Χριστούγεννα 1948
(στη μνήμη της αγαπημένης μου γιαγιάς)





Είχε φορεμένη μια ποδιά, σκονισμένη με αλεύρι. Η ώρα έκτη πρωινή, παραμονή Χριστουγέννων. Τρίπολη, 1948. Είχε εκείνη σηκωθεί τόσο πρωί να ζυμώσει χριστόψωμο. Ήταν 33 ετών. Στο μισοσκόταδο της κουζίνας όπου ζύμωνε, ξεπρόβαλλαν νυσταγμένα, τρυπώνοντας απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα, τρία νήπια. Δυο κορίτσια κι ένα αγόρι. Η μάνα τα κοίταξε χαμογελώντας, με το χαμόγελο που βρίσκουν όλες οι μανάδες, για να πείσουν τα βλαστάρια τους ότι ο κόσμος είναι αγγελικά πλασμένος, να μην τον φοβηθούν, ώσπου να μεγαλώσουν και να μπορούν να στηριχτούν μονάχα τους στα πόδια τους. «Κάνετε ησυχία… θα βγουν σε λίγο τα παιδάκια για τα κάλαντα και μη μας ακούσουν πως είμαστε εδώ. Δεν έχω λεφτά να τα φιλέψω, μήτε γλυκά ακόμα καμωμένα». Τα νήπια ζύγωσαν στο ξύλινο τραπέζι, όπου ήταν απλωμένο το ζυμάρι, και βάλθηκαν να κοιτούν την τελετουργία της ετοιμασίας του χριστόψωμου, όπως την θυμούνταν κάθε Χριστούγεννα, από τα λίγα εκείνα που η ζήση τούς έδειξε, και στην πρώιμη μνήμη τους τα’ χαν φυλαγμένα. Σήκωσε τα μάτια της ένα γύρω κι είδε, καθώς ζύμωνε, πως μήτε δέντρο, μήτε φάτνη του Χριστού, μήτε στολίδια είχε αφήσει η φτώχια του πολέμου στο πέτρινο σπίτι. Μα, οι μανάδες της εποχής εκείνης, δεν είχαν μόνο καθησυχαστικό χαμόγελο στον κόρφο τους για τα παιδιά τους... Είχαν και τρόπους, του κόσμου τη μαυρίλα να διώχνουν μακριά. «Ντυθείτε τα παλτά σας και πάτε απέναντι στη μάντρα, όπου φυτρώνει η παχιά η πρασινάδα, και φέρτε μου εδώ, να στολίσουμε τη φάτνη του Χριστού». Τα νήπια τρεχοβόλησαν στο δωμάτιό τους να κάμουν όπως τους όρισε η μάνα. 
            Σκούπισε εκείνη τα χέρια στην ποδιά της και τους μισάνοιξε την πόρτα της αυλής. Τα συνόδεψε με το βλέμμα μέχρι τη μάντρα απέναντι, όπου φύτρωνε σε στρώμα η υγρασία, σαν παχύ, πράσινο χαλί. Τα μικρά ξεκόλλησαν κάμποση, και τρύπωσαν πάλι στην κουζίνα, κάτω απ’ το μπράτσο της μάνας, που κρατούσε μισάνοιχτη την πόρτα. Εκείνη πήρε την πρασινάδα από τα χέρια τους και την ακούμπησε περίτεχνα γύρω από μια γλάστρα «αράχνη», όπως την έλεγαν. Έβαλε πάνω στην πρασινάδα μια εικόνα της Θείας Γέννησης απ’ το εικονοστάσι, και πήρε απ’ το πανέρι με τα φρεσκοκομμένα φρούτα της αυλής, ένα μανταρίνι. Το έκοψε στη μέση, έβγαλε από μέσα τις φετούλες του φρούτου, τις έβαλε μια-μια στις χούφτες των μικρών, και τη μισή φλούδα του μανταρινιού, που ήταν σαν κουπάκι, τη γέμισε με νερό και λίγες σταγόνες λάδι. Το φυτίλι του φρούτου το άφησε να στέκει έξω απ’ το νερό και το λάδι, και το άναψε με σπίρτο. Έβαλε τη φλούδα του μανταρινιού πλάι στην εικόνα της Γέννησης, έτσι, σαν καντήλι... Καντήλι που άρχισε σε λίγο να σκορπίζει γύρω μια γλυκιά μυρωδιά μανταρινιού. «Καθίστε τώρα εκεί και ψάλτε χαμηλόφωνα την Άγια Νύχτα, όπως σας την έχω μάθει. Να τη λέτε ώσπου να απλώσω το ψωμί στο ταψί και να φτιάξω με την ξύλινη σφραγίδα το Σταυρό επάνω. Άντε, εμπρός, περιμένει ο Χριστός». Κι άρχισαν τότε τα μικρά να ψάλλουν την Άγια Νύχτα, μέχρι που το χριστόψωμο πήρε να σκορπά κι αυτό την ευωδιά του, καθώς ψηνόταν στης γωνιάς τον ξυλόφουρνο…
Όσα χρόνια κι αν πέρασαν από τότε, όσες ψυχές κι αν έφυγαν κι όσες κι αν ήρθαν, κάθε Χριστούγεννα στις ψυχές και τις μνήμες των παιδιών και των εγγονιών τούτης της μάνας, ξαναζεί το ίδιο απλοϊκό κι όλο αγάπη πρωινό της παραμονής των Χριστουγέννων. Και κάπως, μαγικά, στέκεται εκείνη εκεί, με την ποδιά την σκονισμένη με αλεύρι, και τριγύρω απλώνεται μυρωδιά μανταρινιού και χριστόψωμου, που σιγοψήνεται στης γωνιάς τον ξυλόφουρνο… Και ψιθυριστά καλεί τη γυναίκα η κόρη της... «μάνα…» και ψιθυριστά καλεί τη γυναίκα η εγγονή της… «γιαγιά…». Και ψιθυριστά κι οι δυο … «ώρα σου καλή, όπου κι αν είσαι»… Κι ακούει η γυναίκα, κρυμμένη, άγγελος πια, στου άυλου κόσμου τη γωνιά, κι ευφραίνεται η ψυχή της… Που η αγάπη τα σύνορα μπορεί και ξεπερνά, κι απλώνεται, σάλι ζεστό, στους ώμους της αέρινης πια ύπαρξής της….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου