Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Βόλτα στο Χρόνο...



             Αργά σήμερα το μεσημέρι, επέστρεψα ζαλισμένη από ένα Υπουργείο, με την τρελή παρόρμηση να γυρίσω πίσω στο χρόνο, να γίνω ένα με τη φύση...
Φόρεσα σορτς, t-shirt και αρχαιοελληνικά πέδιλα και τράβηξα για την παραλία, όπου είχε μια γλυκιά ζέστη, ελάχιστους πεζοπόρους και κολυμβητές, κι ένα αεράκι ήσυχο, αλλά αρκετό για να κάνει μαθήματα μια σχολή σέρφινγκ, και τα πανιά να διασχίζουν τον ορίζοντα χαρωπά..
Πριν περάσω το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής πάνω στον παραθαλάσσιο πεζόδρομο που οδηγεί στον Μαραθώνα, η πόρτα του αρχαιολογικού χώρου ήταν ορθάνοιχτη, και τρύπωσα με τα σανδάλια στο μικρό και ζεστό έλος, πάνω στο οποίο βρίσκονταν απομεινάρια των ρωμαϊκών-ελληνιστικών χρόνων...Όλοι οι αιώνες ήταν εκεί..Δεν έλειπε κανένας... Και φόντο, το ζεστό, ελληνικό φθινοπωρινό απομεσήμερο και μερικά σύννεφα διάσπαρτα...Γρατζουνίστηκα λίγο απ' τα καλάμια, αλλά δε μ’ ένοιαξε.. Η λατρεία μου για ό,τι ψιθυρίζει "παρελθόν" είναι τόσο μεγάλη, που ξεπερνά αυτό που είμαι σήμερα, με τα καλά και τα άσχημά μου, και με κάνει να νιώθω απόλυτα χωρίς ταυτότητα, απλά ένας ταξιδευτής του Χρόνου, ένα με το χώρο και τους χρόνους, που περνούν και χάνονται...Για εκείνες τις στιγμές, νιώθω αιώνιος κι αγέραστος παρατηρητής, σαν να μου έκανε τη χάρη η μοίρα η Λάχεση και μ’ άφησε να ταξιδεύω…
         Οι αρχαίοι προσκυνητές του Ιερού των Αιγυπτίων Θεών, αχνές παρελθοντικές παρουσίες, κρατούσαν στα χέρια αναθήματα και λογιών άλλες προσφορές για το προσκύνημά τους, και μπλέκονταν και πλέκονταν με τους σημερινούς τουρίστες…. Δεν ξέρω αν κάποιος άλλος τους έβλεπε εκτός από εμένα, αλλά ήταν εκεί και οι χιτώνες τους ανέμιζαν στο φθινοπωριάτικο αεράκι, καθώς η προσκυνηματική πομπή μπαινόβγαινε από τις πύλες του Ιερού… Το ποτάμι τριγύρω σώπαινε, ξέροντας αιώνια μυστικά, που δεν ομολογεί σε κανέναν…
Κάθισα στο απομεινάρι από μαρμάρινο δάπεδο, που κοσμούσε κάποτε ένα ρωμαϊκό λουτρό που βρισκόταν πλάι στο ιερό, και κοίταξα τη μορφή της θεάς Ίσιδος στο χώρο… Αριστερά μου, κρατούσε στάχυα ως ελληνίδα θεά Δήμητρα, κι ευθεία μου, κρατούσε άνθη ως θεά Αφροδίτη… Σώπαινε κι εκείνη, σαν το ποτάμι… Ίσως να μη μπορούσε να πει πολλά με μια θνητή… Αλλιώτικοι οι κόσμοι μας…
Η ώρα περνούσε κι ο ήλιος με ζέσταινε πολύ, αλλά ο τόπος ασκούσε πάνω μου μια επίδραση αλλόκοτη… Δεν ήθελα να φύγω… Η αίσθηση του αιώνιου, του άφθαρτου χόρευε τριγύρω. Σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος, και τα καθημερινά πάθη δεν είχαν πια αξία… Σαν να μην μπορούσαν να σταθούν εκεί… Ξορκίζονταν και χάνονταν… Και στην ψυχή και στο νου μου απλώθηκε λύτρωση…


Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

              «Πέρα από το χρόνο κι από το θάνατο πέρα»



Άραγε ξεχνιούνται οι μεγάλοι άνθρωποι του τόπου μας; Ή μήπως εμείς, συνεπαρμένοι από τις πολύπλοκες ζωές μας, που μοιάζουν αρκετά με το όπιο των μυστών των Ελευσίνιων Μυστηρίων, τον κυκεώνα, τους θεωρούμε πια ρετρό απόηχο μιας άλλης, ρομαντικής εποχής; Ό,τι κι αν συμβαίνει, μοιάζουν ετούτοι, τις πιο πολλές φορές, αφημένοι στου δρόμου την άκρη, να ζωντανεύουν μοναχά, αραιά και πού, στη Στοά Βιβλίου της οδού Πανεπιστημίου… Κι εκείνες τις φορές της νεκρανάστασής τους, έχουν για κοινό φιγούρες γερασμένες, με γκρίζα κοστουμάκια και στρόγγυλα γυαλιά αλλοτινών καιρών…
Απόψε στάθηκε το βλέμμα μου σ’ ένα χοντρό, φθαρμένο απ’ τους καιρούς βιβλίο, που ακουμπούσε στο ράφι απέναντί μου… Το πήρα στα χέρια και το άνοιξα… Απόψε θα ήθελα να θυμηθούμε το Γιάννη Ρίτσο… Τον αλλιώτικο τρόπο με τον οποίο αιχμαλώτιζε την ουσία της ζήσης… Την αύρα της στιγμής… Της στιγμής που πλάθει θαύματα αιώνια, «Πέρα από το χρόνο κι από το θάνατο πέρα»… Γιάννης Ρίτσος, λοιπόν…


«Χρόνος βαθύς, πληρωμένος. Τα σιωπηλότερα λόγια, οι μισοτελειωμένες μνήμες, η αίσθηση του κοφτερού μαχαιριού που στομώνει από το αίμα και το γάλα των λουλουδιών... ο λυγμός του πουλιού την ώρα που βουλιάζει ο ήλιος κι όλα μοιάζουνε σα χαμένα κι όλα σαν κατορθωτά. Άφησέ με να μείνω σε μια γωνιά της ευτυχίας σου. Μη φεύγεις. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου. Όπου βρίσκεσαι υπάρχω. Άλλο μη λες, ο έρωτας ένας. Πέρα από το χρόνο κι από το θάνατο πέρα. Έβγαλα το σακάκι μου. Το 'ριξα στους ώμους σου. Στη δεξιά τσέπη είναι ένα κάτασπρο βότσαλο ζεστό. Ένα άστρο έπεσε. Είδες; Σιωπή. Κι ύστερα η νύχτα, η πιο μεγάλη, η αγιασμένη απ' τ' άστρα. Κλείσε τα μάτια».


Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

                   Σκέψεις και μια προσευχή για το βράδυ αυτό




                 Βράδυ Μ. Τετάρτης… Απόψε, σύμφωνα με τις Γραφές, προδόθηκε ο Ιησούς από τον μαθητή του Ιούδα, στο Μυστικό Δείπνο. Πόσες, άραγε, φορές, στους μικρούς ή μεγάλους δρόμους της ζωής μας, δεν ήρθαμε αντιμέτωποι με την προδοσία… Έχοντας δώσει το καλύτερο από τις ψυχές μας, με νου γεμάτον όνειρα για το κάτι όμορφο που θα ‘ρθει, συναπαντηθήκαμε με το οικτρό πρόσωπο της προδοσίας, που σκηνοθετεί με απίστευτη τέχνη συναισθήματα απελπισίας. Άλλοτε μικρή ή μεγάλη στην έκτασή της, η απελπισία φωλιάζει στην καρδιά μας, σε κάθε τέτοιο συναπάντημα… Κι είναι στιγμές σαν εκείνες, που πιάνουμε το νου μας ν’ αναζητά το Θείο, να προσπαθεί να μαντέψει τις βουλές Tου, το σχέδιό Tου για εμάς, για όλους… Ποτέ, όμως, δεν έρχεται η απάντηση ξεκάθαρη στα πάντα χειμαρρώδη «γιατί» μας…
Μονάχα κάποιες βιβλικές μορφές, σαν εκείνη του Ιώβ, ψιθυρίζουν μέσα από τα βιβλία των θρησκευτικών των μαθητικών μας χρόνων, πως πάντα έχουμε την επιλογή: να βυθιστούμε στην απελπισία ή να διαλέξουμε την πίστη. Την πίστη πως το Θείο έχει ένα έλλογο και ενάρετο σχέδιο για όλα και για όλους… Ποτέ δεν είναι εύκολη η αναζήτηση και το ατένισμα σε ουρανούς που πάντα έκρυβαν το πρόσωπο του Πλάστη… Και πάντα μένουμε με μια απορία που διαρκεί αιώνες… Μια απορία που παράξενα μας γεμίζει για Εκείνον την αίσθηση του οικείου… Μια απορία που Τον κάνει να είναι παρών, ακόμα και μέσα από την απουσία Του και την ανεξήγητη φύση Του… Κι έρχονται πάλι στιγμές που κάνει κάτι, μικρό ή μεγάλο, ντυμένο τα ρούχα του θαύματος, και μας λέει «Είμαι εδώ»…
Ίσως να έχουμε ξεχάσει να δίνουμε σημασία στις λεπτομέρειες της ζωής μας που τις θεωρούμε δεδομένες… Κι όμως, είναι σε εκείνες που κρύβονται τα θαύματα και το «Είμαι εδώ» Του… Βράδυ Μ. Τετάρτης και η προδοσία του Ιούδα στον Θεάνθρωπο μας βάζει σε σκέψεις… Αν Εκείνος ως Θεός τραυματίστηκε από την αχαριστία και την προδοσία ενός ανθρώπου που ευεργέτησε, που τύλιξε με την ψυχή Του, άραγε τί μερίδιο από αυτό το τραύμα περιμένει εμάς ως θνητούς; Βράδυ Μ. Τετάρτης και τα ερωτήματα, σαν σκιές, αχνά περιδιαβαίνουν δίπλα στις φλόγες των σκουρόχρωμων κεριών της Μεγάλης Εβδομάδας, που σιγολιώνουν στο μανουάλι…
              Βράδυ Μ. Τετάρτης και το Θείο δράμα βρίσκεται ένα βήμα πριν την κορύφωσή του… Όπως ίσως βρίσκονται και πολλών τα προσωπικά δράματα… Βράδυ Μ. Τετάρτης, κι εγώ, επικαλούμενη την ιερότητα της μέρας, θα δανειστώ, για να παραθέσω εδώ, μια προσευχή που κάποτε έγραψε, καθώς περπατούσε σε δύσκολους δρόμους, μια πάντα απέραντα αγαπημένη μου ψυχή, το όνομα της οποίας δε θα πω, καθώς η προσευχή τούτη μου διαβιβάστηκε μέσα σε στιγμές σιωπής κι εμπιστοσύνης… Μια προσευχή ειλικρινής, που καθρεφτίζει ανθρώπινες αναζητήσεις, άλλοτε φανερές κι άλλοτε ανομολόγητες… Μια προσευχή που νιώθω πως όλους μας εκφράζει… Και με τούτη την προσευχή, θα ευχηθώ απόψε «Καλή Ανάσταση», ό,τι κι αν αυτό σημαίνει για τον καθένα μας… «Καλή Ανάσταση» κι Εκείνος ας φωτίζει όλων τα προσωπικά ταξίδια, όλους που πλάθουν στο νου τους προσευχές σαν ετούτη εδώ… «Καλή Ανάσταση»… Ανάσταση από κάθε είδους θάνατο…


«Εσύ που υπάρχεις πέρα από τα μάτια,
που εκδηλώνεσαι στην κίνηση του πιο μικροσκοπικού σωματιδίου,
στο γέλιο ενός ανθρώπου,
αλλά και στην έκρηξη του μεγαλύτερου ηλίου

Εσύ που είσαι ο μοναδικός μάρτυρας όλου του πριν, του πλήρους τώρα και του άπειρου μετά
που είσαι γνώστης του εδώ, του παντού και του επέκεινα

Εσύ που το πιο σκληρό βότσαλο μπορεί να σε αισθανθεί, όπως μπορεί και το μυρμήγκι, όπως μπορεί και άνθρωπος που δεν έχει ούτε μάτια ούτε αυτιά

επίτρεψέ μου σήμερα να νιώσω την πρωτόγονη δόνησή Σου
να ακούσω την τέλεια αρμονία Σου
να τυφλωθώ απ το πάλλευκο φως σου

επίτρεψέ μου σήμερα να μην γνωρίζω τίποτα για Σένα
και ανάμεσα στο φως και στο σκότος,
ανάμεσα στη σιωπή και στo πρωινό κελάηδισμα των πουλιών,
ανάμεσα στο γέλιο ενός παιδιού και στο δάκρυ ενός γέρου,
ανάμεσα στις μέρες που μοιάζουν ίδιες και τις μέρες που μοιάζουν ευλογημένες,
να έχω τη θέση μου

την ελάχιστη θέση που ανήκει σε μένα, μέσα στο δικό Σου όλον,
τη θέση για την οποία σχηματίστηκε το σώμα μου και τη θέση για την οποία αναπνέει η ψυχή μου»…


Κυριακή 3 Απριλίου 2016

                                       Να ζει κανείς ή να μη ζει;



Μέσα στο υλιστικό σήμερα, που όσα είχαν κάποτε αξία έγιναν φαστ-φουντ, το να προβληματίζεται κανείς για την ύπαρξη, για το Θεό, για τη ζωή, για την αγάπη, για το νόημα όλων, ίσως κάνει κάποιους να γελάσουν, να μην καταλάβουν. Ακόμα, κάποιοι ειδικοί, που ξεχνούν ότι το κάθε πλάσμα είναι μοναδικό και δε χωράει απόλυτα σε θεωρίες και μελέτες, ίσως βγάλουν με ελαφρά καρδία κάποια γνωμάτευση. Η παρούσα αναφορά αποτελεί απλά έναν προβληματισμό. Μια επισκόπηση της ύπαρξης, υπό το φως όσων συμβαίνουν στον κόσμο μας, που ποτέ δε γαληνεύει, ποτέ δεν ησυχάζει, ποτέ δε μαθαίνει από τα λάθη του παρελθόντος… Μια επισκόπηση της ύπαρξης, υπό το φως των προβλημάτων των μικρών, μα πάντα μεγάλων και μοναδικών στην ουσία τους ζωών μας.
Η παρούσα αναφορά δεν υποστηρίζει την αυτοκτονία…. Κάποιος είπε πως είναι μια μόνιμη λύση σε ένα προσωρινό πρόβλημα. Και έχει δίκιο… Σκοπός της αναφοράς είναι να μας κάνει να σκεφτούμε λίγο περισσότερο… Για τη ζωή. Τη ζωή μας. Να μοιραστούμε, σε έναν κόσμο απομόνωσης, έστω κι έτσι, όσα διστάζουμε να ομολογήσουμε. Όσα διστάζουμε να παραδεχτούμε ακόμα και στον καθρέφτη μας, που ξέρει όλα τα όμορφα, αλλά και τα άσχημά μας. Αυτά που φαίνονται, και όσα παραμένουν κρυμμένα. Να δούμε όσα τις πιο πολλές φορές ξεχνούμε…. Πως υπάρχουν σε αυτό τον κόσμο στιγμές μοναδικές. Που πλάθουν σύνολα ανεπανάληπτα και ανεκτίμητα. Άγνωστοι οι χοροί της ψυχής… Πολλές φορές φοβιστικοί, μοναχικοί… Κι άλλες φορές μοναδικοί, αγέρωχοι, μεγαλειώδεις. Ας σιωπήσουμε, λοιπόν… Ας σκύψουμε το κεφάλι κι ας αναλογιστούμε τις ευθύνες μας. Που δε σκεφτόμαστε συχνά τις ουσίες των ζωών μας. Τους μοναδικούς ανθρώπους που τις πλαισιώνουν, που τις κουρντίζουν, που τις ομορφαίνουν. Είναι πολύ σκληρή η θέα των ανθρώπων που λησμόνησαν πώς να συνδέονται με τα ωραιότερα στοιχειά της πλάσης. Την αγάπη και τη ζωή….
Κάπως έτσι, θέλησα σήμερα να επικαλεστώ τη βοήθεια κάποιου αγαπημένου εραστή της πένας, όσο κι αν κάποιοι τον αμφισβητούν. Κάποιου, που σίγουρα σκέφτηκε πολύ για όλα, καθισμένος στη γεμάτη βροχή και συννεφιά γωνιά της γενέτειράς του, σε ένα χωριουδάκι πλάι στον ποταμό Άβον. Κάποιου που πληγώθηκε πολύ από την αγάπη. Κάποιου, που πάντα έκανε τις λέξεις να εκτείνονται σε άλλα σύνορα και να εκφράζουν κι άλλα νοήματα, εκτός από τα προφανή και γνωστά των λεξικών. Κάποιου, που γέμιζε τις ψυχές των αναγνωστών με απίστευτη θλίψη κι απελπισία, και αμέσως μετά με φως και λύτρωση. Απαισιόδοξος, μα και συνάμα αισιόδοξος. Μα, πάνω απ’ όλα αληθινός και θαρραλέος. Λέγοντας και αγγίζοντας με την πένα του όσα οι περισσότεροι φοβούνται.
Κάπως έτσι, θα ήθελα να αναρωτηθώ κι εγώ και να φιλοσοφήσω, γυρεύοντας την απάντηση μαζί με τον Άμλετ του Σαίξπηρ, σε ένα οικείο σε όλους μας ερώτημα: Να ζει κανείς ή να μη ζει; Άμλετ, λοιπόν. Πράξη Τρίτη, Σκηνή Πρώτη. Κι ας με συγχωρέσει ο αγαπημένος συγγραφέας, που προσπάθησα να μεταφράσω και να ερμηνεύσω, με τον τρόπο που εμένα πάντα άγγιζε, τον μονόλογο του ήρωά του…

«To be, or not to be- that is the question: 
Whether 'tis nobler in the mind to suffer 
the slings and arrows of outrageous fortune 
or to take arms against a sea of troubles, 
αnd by opposing end them. To die- to sleep. 
No more; and by a sleep to say we end .
The heartache, and the thousand natural shocks 
that flesh is heir to. 'Tis a consummation 
devoutly to be wished. To die-to sleep. 
To sleep- perchance to dream. Ay, there's the rub! 
For in that sleep of death, what dreams may come 
when we have shuffled off this mortal coil, 
must give us pause. There's the respect 
that makes calamity of so long life. 
For who would bear the whips and scorns of time, 
th' oppressor's wrong, the proud man's contumely, 
the pangs of despised love, the law's delay, 
the insolence of office, and the spurns 
that patient merit of th' unworthy takes, 
when he himself might his quietus make 
with a bare bodkin? Who would these fardels bear, 
to grunt and sweat under a weary life, 
but that the dread of something after death. 
The undiscovered country, from whose bourn 
no traveler returns, puzzles the will, 
and makes us rather bear those ills we have, 
than fly to others that we know not of? 
Thus conscience does make cowards of us all, 
and thus the native hue of resolution 
is sicklied o'er with the pale cast of thought, 
and enterprises of great pith and moment. 
With this regard, their currents turn awry 
and lose the name of action.- Soft you now! 
The fair Ophelia!- Nymph, in thy orisons 
be all my sins remembered
».

Να ζει κανείς ή να μη ζει; Αυτή είναι η απορία.
Τί είναι ευγενέστερο στο πνεύμα, να υποφέρεις πετριές και βέλη εξοργιστικής τύχης ή να παίρνεις τα όπλα ενάντια σε μια θάλασσα βασάνων και με το να αντιτίθεσαι να τα τελειώνεις; Να πεθαίνεις, να κοιμάσαιΤίποτ' αλλο- και μ’ έναν ύπνο να πεις «τελειώσαμε». Τον πόνο της καρδιάς και τα χιλιάδες βάσανα της φύσης που η σάρκα κληρονομεί.
Είναι μια συντέλεια που πιστά να την εύχεται κανείς. Να πεθαίνεις, να κοιμάσαι. Από τύχη, ίσως να ονειρεύεσαι. Α, εδώ είναι το μπέρδεμα!
Γιατί μέσα σε αυτόν τον ύπνο του θανάτου, ό,τι όνειρα κι αν έρθουν, όταν θα ‘χουμε αποτινάξει αυτό το θνητό περίβλημα, αυτό θα πρέπει να μας δώσει ανάπαυση. Αυτή είναι η θεώρηση  που κάνει τη συμφορά να έχει τόσο μεγάλη ζωή…
Γιατί ποιος θα άντεχε τα μαστιγώματα και τις περιφρονήσεις του χρόνου, του δυνάστη το άδικο, του ξιπασμένου ανθρώπου το χλευασμό, τους πόνους της περιφρονημένης αγάπης, την αργοπορία του νόμου, τον τραμπουκισμό της εξουσίας και την απόρριψη που παίρνει σαν αμοιβή ο υπομονετικός απ’ τον ανάξιο,
όταν μπορεί να θανατωθεί με μια γυμνή περόνη;

 Ποιος θα άντεχε αυτά τα βάσανα, να υποφέρει, να ιδρώνει κάτω απ’ το ζυγό μιας δύσκολης ζωής, αν δε φοβόταν κάτι μετά το θάνατο;
Η άγνωστη χώρα απ’ την οποία κανείς ταξιδιώτης δεν επέστρεψε, προβληματίζει τη θέληση και μας κάνει να αντέχουμε αυτές τις συμφορές που έχουμε, απ’ το να πετάξουμε σε άλλες που δε γνωρίζουμε;
Γι’ αυτό η συνείδηση μας κάνει όλους δειλούς.
Γι’ αυτό η έμφυτη κραυγή της λύτρωσης, απ' το χλωμό χρώμα της σκέψης ξεθωριάζει, και εφευρίσκει μεγαλειώδη ουσία και στιγμές, και μ’ αυτά υπόψη, οι παρορμήσεις ξεφτίζουν και χάνουν το όνομα της δράσης.
Ησύχασε τώρα-όμορφη Οφήλια! Νύμφη, στις προσευχές σου, είθε όλες μου οι αμαρτίες να μην ξεχαστούν.

Και κάπως έτσι, ο Σαιξπηρικός Άμλετ καταλήγει…
 Ζωή από το φόβο του θανάτου… Δύναμη από το άγνωστο του ολέθρου… Σκληρός ο Σαίξπηρ.Μα, και λάτρης της ζωής… Μιας ζωής που ομορφαίνει από το πρόσωπο μιας Οφήλιας.  Από το πρόσωπο που κάνει την ψυχή μας να νιώθει πως έχει βρει τη θέση της στον κόσμο. Μιας ζωής που ομορφαίνει, γιατί για τις αμαρτίες μας προσεύχεται μια νύμφη...Ένα αγαπημένο πρόσωπο...Και τις συγχωρεί... Γιατί είναι γεμάτες από τη ζωή μας… Που για κάποιον είναι μοναδική. Και η ζωή, ας υμνείται πάντα.

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

                                        Υπαρξιακό παράπονο





Σήμερα περπάτησα στη λεωφόρο Αμαλίας, έστριψα και κατέβηκα προς τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Μπήκα δεξιά στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου και πήγα κι έκατσα λίγο στον αρχαίο οικισμό του Κολλητού... Δεν είχε κόσμο και υπήρχε μια ησυχία που με έκανε αναποφάσιστη ως προς το εάν αισθανόμουν ανατριχίλα ή δέος ή γαλήνη… Κοιτούσα τα απομεινάρια των μωσαϊκών στα μέρη που κάποτε υπήρχαν σαλόνια με χαρές και λύπες ανθρώπων, που ανεξήγητα πολλές φορές η απουσία τους με κάνει να αισθάνομαι μισή… Που ανεξήγητα με κάνει πολλές φορές να θέλω να κλάψω δάκρυα, που αν τα αφήσω να τρέξουν, φοβάμαι δε θα σταματήσουν ποτέ…. Γύρισα πίσω, προς το Ηρώδειο. Ανέβηκα την είσοδο. Κοίταξα μέσα όλο το χώρο του θεάτρου. Πληγωμένος από το χρόνο, κι όμως με μια δύναμη τόσο τρυφερή που σε αφοπλίζει… Το Ηρώδειο χτίστηκε από τον Ηρώδη τον Αττικό τον 2ο μ.Χ αιώνα προς τιμήν της συζύγου του Ασπασίας Αννίας Ρηγίλλης… Να τιμήσει το θάνατό της, να εκφράσει το τί σήμαινε γι’ αυτόν η απουσία της… Πόσο φθαρτοί είναι οι άνθρωποι…. κι όμως ταυτόχρονα πόσο άφθαρτοι… Στάθηκε εκείνη τη στιγμή στο νου μου η μελωδία του αντάτζιο του Alessandro Marcello

«Θεοί, ποιητές, κοινοί άνθρωποι, όλοι εδώ, σαν σύννεφα, απλά περνούν, πάνω σε μια αχάριστη γη που υπόσχεται μόνο όρια. Κάτω από έναν σκοτεινό ουρανό, γεμάτο κομήτες, που μαγεύει το πνεύμα και μας απελευθερώνει. Μη με ρωτάς αν είναι σωστά εκεί Επάνω ή εδώ Κάτω…. Εννοείται πάντα ότι η καρδιά μου θα διαλέξει το δρόμο της, χωρίς να σκέφτεται τους λόγους που διαλύουν την αγάπη και το πόσα δεινά  περνάει η ζωή…. Στο δρόμο μου, δίχως ούτε ήχο, σαν μια ανάσα, ένα καντηλάκι, μια  προσευχή, σαν ένα αντάτζιο… Άνθρωποι όλων των ηλικιών, άνδρες και γυναίκες, που ονειρεύονται ένα καλύτερο αύριο, πάνω σε μια γη γεμάτη από άχρηστες παραισθήσεις, κάτω από έναν βαρύ ουρανό που μας πιέζει, ζητούνε μια δεύτερη ευκαιρία και μας καλούν να ζήσουμε… Μη με ρωτάς αν είναι εύκολο, σωστό ή λάθος, θα μείνω δίχως λόγια και η καρδιά μου θα διαλέξει το δρόμο της χωρίς να σκέφτεται όλους τους λόγους που διαλύουν την αγάπη, και το πόσα δεινά έχει περάσει η ζωή… στο δρόμο μου  σαν μια ανάσα, σαν ένα καντηλάκι, μια προσευχή, ένα αντάτζιο... θεοί, ποιητές, κοινοί άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, αβαρείς, σαν σύννεφα….».

 Κι έπειτα, δεν ξέρω γιατί, άνοιξα το πορτοφόλι μου κι έβγαλα  αυτή την προσευχή στα μεσαιωνικά αγγλικά, που την έχω χρόνια εκεί…


«Oure fadir that art in heuenes, halewid be thi name; thi kyngdoom come to; be thi wille don, in erthe as in heuene. Yyue to vs this dai oure

breed ouer othir substaunce, and foryyue to vs oure dettis, as we foryyuen to oure dettouris; and lede vs not in to temptacioun, but delyuere vs fro yuel. Amen.».

Είναι το Πάτερ Ημών… Λες και ζητούσα από Εκείνον εξήγηση…

για τον Χρόνο που πλάθει και γκρεμίζει και για τους ανθρώπους που πάντα αντιστέκονται...​