Να ζει κανείς ή να μη ζει;
Μέσα στο υλιστικό σήμερα,
που όσα είχαν κάποτε αξία έγιναν φαστ-φουντ, το να προβληματίζεται κανείς για
την ύπαρξη, για το Θεό, για τη ζωή, για την αγάπη, για το νόημα όλων, ίσως
κάνει κάποιους να γελάσουν, να μην καταλάβουν. Ακόμα, κάποιοι ειδικοί, που
ξεχνούν ότι το κάθε πλάσμα είναι μοναδικό και δε χωράει απόλυτα σε θεωρίες και
μελέτες, ίσως βγάλουν με ελαφρά καρδία κάποια γνωμάτευση. Η παρούσα αναφορά
αποτελεί απλά έναν προβληματισμό. Μια επισκόπηση της ύπαρξης, υπό το φως όσων
συμβαίνουν στον κόσμο μας, που ποτέ δε γαληνεύει, ποτέ δεν ησυχάζει, ποτέ δε
μαθαίνει από τα λάθη του παρελθόντος… Μια επισκόπηση της ύπαρξης, υπό το φως
των προβλημάτων των μικρών, μα πάντα μεγάλων και μοναδικών στην ουσία τους ζωών
μας.
Η παρούσα αναφορά δεν
υποστηρίζει την αυτοκτονία…. Κάποιος είπε πως είναι μια μόνιμη λύση σε ένα
προσωρινό πρόβλημα. Και έχει δίκιο… Σκοπός της αναφοράς είναι να μας κάνει να
σκεφτούμε λίγο περισσότερο… Για τη ζωή. Τη ζωή μας. Να μοιραστούμε, σε έναν
κόσμο απομόνωσης, έστω κι έτσι, όσα διστάζουμε να ομολογήσουμε. Όσα διστάζουμε
να παραδεχτούμε ακόμα και στον καθρέφτη μας, που ξέρει όλα τα όμορφα, αλλά και
τα άσχημά μας. Αυτά που φαίνονται, και όσα παραμένουν κρυμμένα. Να δούμε όσα τις
πιο πολλές φορές ξεχνούμε…. Πως υπάρχουν σε αυτό τον κόσμο στιγμές μοναδικές.
Που πλάθουν σύνολα ανεπανάληπτα και ανεκτίμητα. Άγνωστοι οι χοροί της ψυχής…
Πολλές φορές φοβιστικοί, μοναχικοί… Κι άλλες φορές μοναδικοί, αγέρωχοι,
μεγαλειώδεις. Ας σιωπήσουμε, λοιπόν… Ας σκύψουμε το κεφάλι κι ας αναλογιστούμε
τις ευθύνες μας. Που δε σκεφτόμαστε συχνά τις ουσίες των ζωών μας. Τους μοναδικούς
ανθρώπους που τις πλαισιώνουν, που τις κουρντίζουν, που τις ομορφαίνουν. Είναι
πολύ σκληρή η θέα των ανθρώπων που λησμόνησαν πώς να συνδέονται με τα ωραιότερα
στοιχειά της πλάσης. Την αγάπη και τη ζωή….
Κάπως έτσι, θέλησα σήμερα
να επικαλεστώ τη βοήθεια κάποιου αγαπημένου εραστή της πένας, όσο κι αν κάποιοι
τον αμφισβητούν. Κάποιου, που σίγουρα σκέφτηκε πολύ για όλα, καθισμένος στη
γεμάτη βροχή και συννεφιά γωνιά της γενέτειράς του, σε ένα χωριουδάκι πλάι στον
ποταμό Άβον. Κάποιου που πληγώθηκε πολύ από την αγάπη. Κάποιου, που πάντα έκανε
τις λέξεις να εκτείνονται σε άλλα σύνορα και να εκφράζουν κι άλλα νοήματα,
εκτός από τα προφανή και γνωστά των λεξικών. Κάποιου, που γέμιζε τις ψυχές των αναγνωστών
με απίστευτη θλίψη κι απελπισία, και αμέσως μετά με φως και λύτρωση.
Απαισιόδοξος, μα και συνάμα αισιόδοξος. Μα, πάνω απ’ όλα αληθινός και θαρραλέος.
Λέγοντας και αγγίζοντας με την πένα του όσα οι περισσότεροι φοβούνται.
Κάπως έτσι, θα ήθελα να αναρωτηθώ κι
εγώ και να φιλοσοφήσω, γυρεύοντας την απάντηση μαζί με τον Άμλετ του Σαίξπηρ,
σε ένα οικείο σε όλους μας ερώτημα: Να ζει κανείς ή να μη ζει; Άμλετ, λοιπόν.
Πράξη Τρίτη, Σκηνή Πρώτη. Κι ας με συγχωρέσει ο αγαπημένος συγγραφέας, που
προσπάθησα να μεταφράσω και να ερμηνεύσω, με τον τρόπο που εμένα πάντα άγγιζε,
τον μονόλογο του ήρωά του…
«To be, or not to be- that is the
question:
Whether 'tis nobler
in the mind to suffer
the slings and
arrows of outrageous fortune
or to take arms
against a sea of troubles,
αnd by opposing end
them. To die- to sleep.
No more; and by a
sleep to say we end .
The heartache, and
the thousand natural shocks
that flesh is heir
to. 'Tis a consummation
devoutly to be
wished. To die-to sleep.
To sleep- perchance
to dream. Ay, there's the rub!
For in that sleep
of death, what dreams may come
when we have
shuffled off this mortal coil,
must give us pause.
There's the respect
that makes calamity
of so long life.
For who would bear
the whips and scorns of time,
th' oppressor's
wrong, the proud man's contumely,
the pangs of
despised love, the law's delay,
the insolence of
office, and the spurns
that patient merit
of th' unworthy takes,
when he himself
might his quietus make
with a bare bodkin?
Who would these fardels bear,
to grunt and sweat
under a weary life,
but that the dread
of something after death.
The undiscovered
country, from whose bourn
no traveler
returns, puzzles the will,
and makes us rather
bear those ills we have,
than fly to others
that we know not of?
Thus conscience
does make cowards of us all,
and thus the native
hue of resolution
is sicklied o'er
with the pale cast of thought,
and enterprises of
great pith and moment.
With this regard,
their currents turn awry
and lose the name
of action.- Soft you now!
The fair Ophelia!-
Nymph, in thy orisons
be all my sins remembered».
Να ζει κανείς ή να μη ζει; Αυτή είναι η απορία.
Τί είναι ευγενέστερο στο πνεύμα, να υποφέρεις
πετριές και βέλη εξοργιστικής τύχης ή να παίρνεις τα όπλα ενάντια σε μια
θάλασσα βασάνων και με το να αντιτίθεσαι να τα τελειώνεις; Να πεθαίνεις, να
κοιμάσαι… Τίποτ' αλλο- και μ’ έναν
ύπνο να πεις «τελειώσαμε». Τον πόνο της καρδιάς και τα χιλιάδες βάσανα της φύσης
που η σάρκα κληρονομεί.
Είναι μια συντέλεια που πιστά να την εύχεται κανείς.
Να πεθαίνεις, να κοιμάσαι. Από τύχη, ίσως να ονειρεύεσαι. Α, εδώ είναι το
μπέρδεμα!
Γιατί μέσα σε αυτόν τον ύπνο του θανάτου, ό,τι όνειρα
κι αν έρθουν, όταν θα ‘χουμε αποτινάξει αυτό το θνητό περίβλημα, αυτό θα πρέπει
να μας δώσει ανάπαυση. Αυτή είναι η θεώρηση που κάνει τη συμφορά να έχει τόσο μεγάλη ζωή…
Γιατί ποιος θα άντεχε τα μαστιγώματα και τις περιφρονήσεις
του χρόνου, του δυνάστη το άδικο, του ξιπασμένου ανθρώπου το χλευασμό, τους πόνους
της περιφρονημένης αγάπης, την αργοπορία του νόμου, τον τραμπουκισμό της εξουσίας
και την απόρριψη που παίρνει σαν αμοιβή ο υπομονετικός απ’ τον ανάξιο,
όταν μπορεί να θανατωθεί με μια γυμνή περόνη;
Ποιος θα
άντεχε αυτά τα βάσανα, να υποφέρει, να ιδρώνει κάτω απ’ το ζυγό μιας δύσκολης
ζωής, αν δε φοβόταν κάτι μετά το θάνατο;
Η άγνωστη χώρα απ’ την οποία κανείς ταξιδιώτης δεν
επέστρεψε, προβληματίζει τη θέληση και μας κάνει να αντέχουμε αυτές τις συμφορές
που έχουμε, απ’ το να πετάξουμε σε άλλες που δε γνωρίζουμε;
Γι’ αυτό η συνείδηση μας κάνει όλους δειλούς.
Γι’ αυτό η έμφυτη κραυγή της λύτρωσης, απ' το χλωμό
χρώμα της σκέψης ξεθωριάζει, και εφευρίσκει μεγαλειώδη ουσία και στιγμές, και μ’
αυτά υπόψη, οι παρορμήσεις ξεφτίζουν και χάνουν το όνομα της δράσης.
Ησύχασε
τώρα-όμορφη Οφήλια! Νύμφη, στις προσευχές σου, είθε όλες μου οι αμαρτίες να μην ξεχαστούν.
Και κάπως έτσι, ο Σαιξπηρικός Άμλετ καταλήγει…
Ζωή
από το φόβο του θανάτου… Δύναμη από το άγνωστο του ολέθρου… Σκληρός ο Σαίξπηρ.Μα, και λάτρης της ζωής… Μιας ζωής που ομορφαίνει από το πρόσωπο μιας Οφήλιας. Από το πρόσωπο που κάνει την ψυχή μας να νιώθει πως έχει βρει τη θέση της στον κόσμο. Μιας ζωής που ομορφαίνει, γιατί για τις αμαρτίες μας προσεύχεται μια νύμφη...Ένα αγαπημένο πρόσωπο...Και τις συγχωρεί... Γιατί είναι γεμάτες από τη ζωή μας… Που για κάποιον είναι μοναδική. Και η ζωή, ας υμνείται πάντα.