Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Υπάρχουν πάντα λόγοι και στιγμές






Υπάρχει ένας μακρύς, βουνίσιος δρόμος, που περνά μέσα από τα βουνά, που κάποτε διαφέντευε, αγνάντευε και περπατούσε ο Ηρώδης ο Αττικός. Τα βουνά που οδηγούν στη Λίμνη του Μαραθώνα.
Πρωινό Κυριακής, ώρα οκτώ παρά τέταρτο… Οι άνθρωποι κοιμούνται… Η Φύση μόλις ξυπνά… Πλένεται με πρωινές δροσοστάλες του χειμώνα και σκαρφαλώνει σε τούτα τα βουνά, να δει τον ήλιο, που ανατέλλει αργά και νωχελικά, μέσα από τα βάθη της θάλασσας, κάπου στον ορίζοντα, πέρα από των βουνών το αγκάλιασμα… Υπάρχουν κάποιες ώρες της μέρας και της νύχτας, που μάγια και παραμύθια ξετυλίγονται αθόρυβα…. Κι αν είσαι τυχερός και σταθείς μια στιγμή, θα δεις… Όσες εικόνες μαγικές μπορεί η ψυχή σου να ρουφήξει, διψασμένη από την άχρωμη καθημερινότητα…. Εικόνες που θυμάσαι, που δε γίνεται να ξεχάσεις…. Γιατί έχουν τόσο φως και θαλπωρή, που σε αφήνουν δίχως λόγια….
Πρωινό Κυριακής, ώρα οκτώ παρά τέταρτο…. Υπάρχουν πάντα λόγοι που ταξιδεύουν οι ψυχές μας σε τέτοιες ώρες ησυχίας…. Ίσως γιατί κάτι γυρεύουν να βρουν, κάτι αποζητούν με λαχτάρα… Θες είναι οι ώρες της αυγής, θες η παραδείσια αυτή γαλήνη, θες για να θυμηθούν τη ζωή που λησμόνησαν να ζήσουν, θες η ψαλμωδία σ’ ένα απόμερο εκκλησάκι γεμάτο θυμίαμα και ιδιαίτερη ζεστασιά, θες για να πιστέψουν στο όμορφο και να το προσμένουν; Υπάρχουν πάντα λόγοι που ταξιδεύουν οι ψυχές σε τέτοιες ώρες ησυχίας…..
Μπροστά μου, ξαφνικά, σε μια τεράστια έκταση, που έκρυβε μέσα της πλαγιές και μικρά οροπέδια, το πράσινο έπαψε…. Και στη θέση του μόνο χώμα… Χώμα φρέσκο, εύφορο, νωτισμένο από την υγρασία της νύχτας…. Κι όπως ο ήλιος σηκωνόταν πιο ψηλά δυο σπιθαμές, το χώμα άρχισε να λικνίζεται στον άνεμο, με κλαδιά και φύλλα, και ν’ αλλάζει χρώμα και να γίνεται μωβ και βαθυκόκκινο, σαν ‘κείνο των βατόμουρων στων παραμυθιών τις σελίδες….. Οι ώρες με γέλασαν, το φως του πρωινού το ίδιο, κι ο ήλιος, που αμίλητος καλά δεν φώτιζε την πλάση, και τούτος συνωμότης…. Ήταν ρείκια…. Μικροί θάμνοι, φυτρωμένοι ο ένας σιμά στον άλλον, ώστε τα απαλά κλαδιά τους να αγκαλιάζονται στο φύσημα του ανέμου, σαν σε χορό…..
Πρωινό Κυριακής, ώρα οκτώ παρά τέταρτο….. Ρείκια χορεύουν στις πλαγιές…. Γύρω μου ψυχή…. Λες και χορεύουν μόνο για μένα… Ζήλεψα τον άνεμο…. Που μπορεί να μπλέκεται στου χορού τους το αγκάλιασμα…..






Το παλιό σπίτι




Στεκόταν απέναντι στην εκκλησιά, παλιό, ερειπωμένο, με παραθύρια κλειστά. Ένα παλιό σπίτι, της λησμονημένης Αθήνας… Εκείνης της Αθήνας, που ασπρόμαυρη, νοσταλγική, ρομαντική, περνά μπροστά μας, μέσα από τις παλιές φωτογραφίες, όπου στιγμές πανέμορφες εντυπώθηκαν για πάντα, και το μόνο που δεν κράτησαν είναι η μυρωδιά του γιασεμιού…. Που συνοδεύει αγάπες, που ποτέ και από τίποτα δε σβήνουν… Ούτε από το Χρόνο, ούτε από το Θάνατο, ούτε από τη Λήθη…

Ένα παλιό σπίτι…. Με μπαλκόνια με φουρούσια, με αγαλμάτινα στολίδια…. Ψηλό, με τ’ ακροκέραμα στην άκρη της σκεπής να μιλούν με τα πετούμενα του αέρα. Κούρνιαζε ο χρόνος, σαν πάχνη, σε κάθε του γωνιά, σε κάθε πτυχή. Στεκόταν ακόμη εκεί, με την ξεθωριασμένη πια ομορφιά του, σαν απόηχος παλιάς μελωδίας… Στεκόταν και κοιτούσε τους διαβάτες να περνούν, σαν να γύρευε ν’ αγγίξει λιγάκι το τώρα… Δραπέτης του παρελθόντος. Ο αέρας που τρύπωνε μέσα του, έσπρωχνε τα παράθυρα προς τα έξω… Κλειστά εκείνα, πάσχιζαν ν’ ανοίξουν. Σαν να ‘θελε το σπίτι να γεμίσει φως… Σαν να ‘θελε να μιλήσει… Σαν να μη μπορούσε πια τη μοναξιά του... Σαν να γύρευε χέρια να το πλύνουν, να το στολίσουν. Σαν να λαχταρούσε μουσικές και λόγια κι αρώματα. Ζητιάνευε παραπονεμένα ζωή…. Και το ‘νιωθα εκείνη τη στιγμή, σα γαντζωμένο απ’ το βλέμμα μου, να ρουφά, όλο δίψα, εκείνη τη διαβατάρικη προσοχή μου… Σαν ν’ άπλωνε την αύρα του να μου ψιθυρίσει «στάσου»……