Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019





Το παλιό σπίτι




Στεκόταν απέναντι στην εκκλησιά, παλιό, ερειπωμένο, με παραθύρια κλειστά. Ένα παλιό σπίτι, της λησμονημένης Αθήνας… Εκείνης της Αθήνας, που ασπρόμαυρη, νοσταλγική, ρομαντική, περνά μπροστά μας, μέσα από τις παλιές φωτογραφίες, όπου στιγμές πανέμορφες εντυπώθηκαν για πάντα, και το μόνο που δεν κράτησαν είναι η μυρωδιά του γιασεμιού…. Που συνοδεύει αγάπες, που ποτέ και από τίποτα δε σβήνουν… Ούτε από το Χρόνο, ούτε από το Θάνατο, ούτε από τη Λήθη…

Ένα παλιό σπίτι…. Με μπαλκόνια με φουρούσια, με αγαλμάτινα στολίδια…. Ψηλό, με τ’ ακροκέραμα στην άκρη της σκεπής να μιλούν με τα πετούμενα του αέρα. Κούρνιαζε ο χρόνος, σαν πάχνη, σε κάθε του γωνιά, σε κάθε πτυχή. Στεκόταν ακόμη εκεί, με την ξεθωριασμένη πια ομορφιά του, σαν απόηχος παλιάς μελωδίας… Στεκόταν και κοιτούσε τους διαβάτες να περνούν, σαν να γύρευε ν’ αγγίξει λιγάκι το τώρα… Δραπέτης του παρελθόντος. Ο αέρας που τρύπωνε μέσα του, έσπρωχνε τα παράθυρα προς τα έξω… Κλειστά εκείνα, πάσχιζαν ν’ ανοίξουν. Σαν να ‘θελε το σπίτι να γεμίσει φως… Σαν να ‘θελε να μιλήσει… Σαν να μη μπορούσε πια τη μοναξιά του... Σαν να γύρευε χέρια να το πλύνουν, να το στολίσουν. Σαν να λαχταρούσε μουσικές και λόγια κι αρώματα. Ζητιάνευε παραπονεμένα ζωή…. Και το ‘νιωθα εκείνη τη στιγμή, σα γαντζωμένο απ’ το βλέμμα μου, να ρουφά, όλο δίψα, εκείνη τη διαβατάρικη προσοχή μου… Σαν ν’ άπλωνε την αύρα του να μου ψιθυρίσει «στάσου»……

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου