Αντί μνημoσύνου….
Κάποια χρόνια πριν, στο χωριό των
παππούδων μου, επισκεπτόμενη τα μέρη όπου κάποτε υπήρξε το βιος τους, που
σήμερα, μετά από χρόνια και καιρούς, στέκει απόηχος εποχών περασμένων, βρέθηκα
να κάθομαι στα ερείπια ενός πύργου… Σαν κι εκείνους που υπήρχαν στην Ελλάδα την
εποχή της τουρκοκρατίας… Τα κυλινδρικά εκείνα, ψηλά κτίσματα, με τη βαριά,
ξύλινη πόρτα για είσοδο, που έβγαζε σε μια σάλα δίχως πάτωμα, με σαρωμένο χώμα,
κι ολόγυρα, στους εσωτερικούς, πέτρινους τοίχους, κρεμασμένα γιαταγάνια και
καριοφίλια, προς υπεράσπιση του χώρου, από όσους, εκείνες τις ζοφερές εποχές,
επιχειρούσαν να καταλάβουν το ελληνικό αυτό σπιτικό… Σε μιαν άκρια ξεπρόβαλλε η
ξύλινη σκάλα, που έβγαζε στα πάνω πατώματα, όπου βρίσκονταν τα άλλα δωμάτια…
Αυτός ο πύργος βρισκόταν στα κτήματα
των παππούδων μου, πιο πέρα από το πιο καινούριο σπιτικό τους, που χάθηκε κι
εκείνο στη φωτιά του Β’ Παγκοσμίου πολέμου…. Ο πύργος όμως στάθηκε… Άντεξε… όσο
άντεξε, κι έπειτα χάθηκε κι εκείνος, αφήνοντας πίσω του ερείπια, να πουν μια
ιστορία, σ’ εμένα, που ένα απόγευμα του Αυγούστου, κάθισα στα χαλάσματά του, ν’
αγναντέψω γύρω, τους ορεινούς όγκους, που νύχτωναν, καθώς ο ήλιος χανόταν στη
Δύση….
Η ώρα ήταν πανέμορφη, αλλά συνάμα
στενάχωρη… Με μια θλίψη στις πτυχές της, που μου γύρευε ν’ απλώσω το χέρι στα
περασμένα, και να προσφέρω ό,τι μου βρισκόταν πρόχειρο, ως θυμίαμα στη μνήμη
δυο ανθρώπων που αγαπήθηκαν πολύ… Που, όμως, τα γεγονότα της Μικρασιατικής
Καταστροφής τους άγγιξαν, τους μαχαίρωσαν και τους άφησαν να ξεψυχήσουν…
Εκείνον στο πεδίο της μάχης, κι εκείνη, βουτηγμένη στην απώλειά του….
Την έλεγαν Αικατερίνη, ήταν αδερφή της
γιαγιάς μου. Πριν τα τότε, φοβερά για την Ιωνία μας, γεγονότα, είχε αρραβωνιαστεί
με έναν αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού. Τους έδενε μεγάλη αγάπη παιδιόθεν…. Τον
Αύγουστο του 1922, βρισκόμενος κι αυτός, μαζί με πολλούς έλληνες
στρατιώτες και αξιωματικούς, στις πόλεις και τα χωριά της Μικρασίας, μαχόμενος, σκοτώθηκε σαν ήρωας, υπερασπιζόμενος γυναικόπαιδα,
κρατώντας μόνο μια ξιφολόγχη…. Τα νέα για το χαμό του και την περιγραφή των
φρικώδων τελευταίων του στιγμών, έφτασαν μετά από καιρό στην Αικατερίνη, όταν ένας
φίλος του, αξιωματικός που σώθηκε από τα τάγματα εργασίας, όπου είχαν βίαια
σταλεί όσοι έλληνες επέζησαν, γύρισε άρρωστος, γερασμένος και γεμάτος εφιάλτες,
να πεθάνει στο χωριό του…. Η Αικατερίνη ντύθηκε στα μαύρα και κλείστηκε στον
πύργο, που της είχαν τάξει οι προπαππούδες, για προίκα του γάμου της…. Η γιαγιά
μου της πήγαινε φαγητό, που της περισσότερες φορές, το έβρισκε άθικτο στο πιάτο…
Μάταια ο ιατρός πατέρας της προσπάθησε να της χορηγήσει λίθιο, για να την
βγάλει από το σοκ και τη βαριά θλίψη, κι όλο εκείνη του έλεγε «Χάθηκε η ψυχή μου πατέρα…χάθηκε…κι έμεινε
άταφος, πατέρα…». Με τη φωτογραφία του αξιωματικού της, κρατημένη σφιχτά
στο στέρνο της, κοιμόταν και ξυπνούσε, για τρία ολόκληρα χρόνια… Μαυροφορεμένη,
απόμακρη, τις περισσότερες φορές αμίλητη… Μόνο τις Κυριακές έβγαινε από την
κάμαρη, να πάει στην εκκλησία…Και τα βράδια, καμιά φορά, καθόταν και κοιτούσε δακρύζοντας τ' αστέρια... Έλεγε πως της είχε μάθει εκείνος ν' αναγνωρίζει τους αστερισμούς... Κι έλεγε το Αϊβαλί πατρίδα της «Πατρίδα μου το στερνό του χώμα, η τελευταία
του ανάσα, πατρίδα μου»… Κι όλο γινόταν, όλο και πιο πολύ, σκιά του εαυτού της…
Ώσπου μια Κυριακή, δε φάνηκε ούτε στην εκκλησία… Την βρήκαν νεκρή, με τη
φωτογραφία του αγαπημένου της, ντυμένου με την επίσημη στολή του, να την
κρατάει σφιχτά στο στέρνο της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της… Η τεράστια θλίψη της,
έκανε την καρδιά της να την προδώσει... ήταν 27 χρονών… Ήταν σαν σήμερα….
Εκείνο το Αυγουστιάτικο δειλινό, που
κάθισα στα ερείπια εκείνου του πύργου, εικόνες και λέξεις κι αισθήματα κι
αισθήσεις εκείνου του κόσμου της, του κόσμου και των δυο τους, που χάθηκε,
δίχως να φταίξουν σε τίποτα, μου ζητούσαν να κοιτάξω κατάματα την ιστορία τους,
να μιλήσω γι’ αυτήν…. Και σαν κάτι αόρατο να μ΄ ένωσε με τις ψυχές τους, με
πήραν τα δάκρυα…. Εκείνη την εποχή έγραφα τραγούδια …. Κι ένα μοιρολόι,
αργόσυρτο, άρχισε να παίρνει μορφή στα χείλη μου, και καθώς η φύση σκοτείνιαζε,
μίλησε γι’ εκείνους, με την ανείπωτη ευχή να είχαν βρεθεί πια σε έναν κόσμο
καλό, δίχως πόνο, γεμάτο φως και αγάπη….
«Φυλλομετρώ τα όνειρα
φυλλομετρώ τον πόνο…
Αχ Αϊβαλί πατρίδα μου
αχ Αϊβαλί καρδιά μου…
Αχ στα βουνά πατρίδα μου
αχ στα βουνά σε κλαίω,
Και στους γιαλούς πατρίδα μου
τον πόνο μου τον λέω…
Αχ ουρανοί με μάγεψαν
αστέρια μακρινά μου
με μάθανε τα μάγια…
Φεγγάρια περιμένω
αχ για να ‘ρθεις κοντά μου…
Στερέψανε τα μάτια μου εδώ να περιμένω..
Αγάπη μου, λαχτάρα μου
συγχώρα με που κλαίω…
Φυλλομετρώ τα λόγια σου, τα χάδια, τα φιλιά σου,
γι’ αυτό γυρεύω να σβηστώ
αχ για να ‘ρθω κοντά σου.
Αχ ουρανέ, λυπήσου με, και την ανασαιμιά μου
σταμάτησέ την σου ζητώ
κι αυτήν και την καρδιά μου.
Μαύρα σκοτάδια κι ας διαβώ
αχ για να πάω κοντά του
στου άλλου κόσμου μια γωνιά
είναι η αγκαλιά του..
Φυλλομετρώ τα χρόνια, τις ώρες μακριά του…
Το Αϊβαλί πατρίδα μου, το Αϊβαλί που εχάθη
μαζί με την αγάπη μου, μαζί με την καρδιά μου»…