Παράξενη η Ψυχή.....
Χριστούγεννα 2022. Υπάρχει στη νότια Μ.Βρετανία μια αγαπημένη γωνιά αυτού του κόσμου, που λέγεται Uplands... Μια γραφική πολίχνη, με παραδοσιακά βικτωριανά σπίτια, με γραφικά κηπάρια, σαν βγαλμένα από σελίδες παραμυθιών του Ντίκενς... Κάποιες παλαιότερες εποχές της ζωής μου, τέτοιες μέρες, τριγυρνούσα εδώ και αιχμαλώτιζα στο φωτογραφικό φακό μου την πρωινή πάχνη στο γρασίδι των πάρκων και την ομίχλη στα νερά των λιμνών... Έψαχνα για δώρα και βιβλία στις βιτρίνες μικρών παλαιοπωλείων, για να δω το χαμόγελο στο πρόσωπο μιας αγαπημένης μορφής, που εδώ και μήνες δεν υπάρχει πια... Της μορφής του πατέρα μου... Που ξημερώματα με περίμενε πάντα πίσω από την πόρτα του σπιτιού, ανήσυχος αν το αεροπλάνο μου προσγειώθηκε καλά, αν είχα καλό ταξίδι... Κι εκεί, στο χωλ, πάνω στο χαλί των γιορτών, δίπλα στο δέντρο, που στόλιζε για να με υποδεχτεί και πάντα το διόρθωνα, άνοιγα τις βαλίτσες μου και τον γέμιζα μικρά κουτάκια, που ποτέ δεν περίμενε το πρωί των Χριστουγέννων για να ανοίξει... Κάτι τέτοιες μέρες, σήκωνα το τηλέφωνο στο κλασικό, κόκκινο, βρετανικό τηλεφωνικό κουτί, να πάρω παραγγελίες για όλα όσα ήθελε να του πάω...
Περπατώντας ξανά σ' αυτή την πασπαλισμένη με χιόνι πολίχνη, άφησα το νου μου να πιστέψει στα θαύματα... Μπήκα στο ίδιο κόκκινο, τηλεφωνικό κουτί, σήκωσα το ακουστικό και σχημάτισα τον αριθμό του τηλεφώνου του... Για μια μικρή στιγμή, άφησα το νου μου να πιστέψει ότι κάπως, μαγικά, θ' άκουγα στην άλλη άκρη της γραμμής τη φωνή του... Η ζωή είναι όμως αυτή που είναι... Και συστάσεις της δεν χρειάζονται... Το τηλέφωνο νεκρό... Ο αριθμός που κάλεσα δεν υπάρχει.... Κι εκείνη τη στιγμή, που το μαγικό μπλέκεται με την πραγματικότητα και χάνεται σ' αυτή, ένα οικείο πρόσωπο χτύπησε το τζάμι του τηλεφωνικού κουτιού, καλώντας με να βγω... Μια φίλη παλιά, που τη μορφή της είχα λησμονήσει....
Γύρω απ' την πολίχνη, απλώνεται ένας δρόμος, που σε σεργιανίζει σε ολόκληρη την πολιτεία, αν ξέρεις πού και πώς να τον βαδίσεις... Το κάλεσμα σε περίπατο ήταν αναγκαίο... Στην αυλή της γοτθικής εκκλησίας, είχε στον γκρίζο περίγυρο του κοιμητηρίου αφήσει ένα κομμάτι της δικής της ζωής, πολύ πρόσφατα....
"Υπάρχει πέρα από την πόλη, ψηλά στο βουνό, ένας δρόμος που κάποτε ήταν χωμάτινος, γεμάτος από τη μαγεία που έχει το καθετί ανέγγιχτο απ' τον άνθρωπο... Τούτος ο δρόμος περνά και διαβαίνει σ' όλη τη φύση γύρω, ως εκεί που μπορείς να δεις. Δύναμη και όρεξη να έχεις να τον περπατήσεις... Στα πλαϊνά του θα δεις μια μικρή χαράδρα, που αν προσεκτικά κατέβεις, σε βγάζει στη φωλιά της αλεπούς... Αν έχεις τύχη, θα δεις τα μωρά της να κυλιούνται στο γρασίδι και να δαγκώνει το ένα τ' άλλο παιχνιδιάρικα... Μοιάζουν με κουτάβια καστανά, με μυτερή μουσούδα... Άξια αγάπης... Μόνο δάσος και φως στην ψυχή τους... Αν προχωρήσεις, σε βγάζει βαθιά στην καρδιά του λόγγου...Εκεί που μυρίζει ελευθερία, ρετσίνι και ασπάλαθο... Και πέρα, προς τη δύση, μια πηγή, στρωμένη με φύλλα γύρω, σα χαλί...
Από τότε που πέθανε, κάθε φορά που με γυρεύει στα όνειρά μου, σ' ετούτο το δρόμο έρχεται να μ' ανταμώσει. Είναι γύρω στα 50, περπατά στητά, έχει μαύρα μαλλιά και γκρίζους κροτάφους... Δε μιλά. Χαμογελά πλατιά, μ' εκείνο το χαμόγελο που φανερώνει της ψυχής το αθάνατο παιδί. Φοράει μαύρο πουλόβερ, που του το 'χε πλέξει η μάνα του...με κίτρινη κλωστή στο γιακαδάκι, ανοιχτόχρωμο παντελόνι κι αθλητικά παπούτσια. Αν ακούσω στο νου μου τη φωνή του, είναι χαρούμενη. Μιλά με γρίφους, για ένα αστέρι που το λένε Σείριο. Εκεί μένει πια, λέει...Ο Παράδεισος, μου λέει, δεν είναι ένας. Ο Παράδεισος είναι όσα λαχτάρησες εδώ στη γη πιο πολύ να έχεις, αλλά δεν τα απέκτησες. Αυτό σου δίνεται για ανταμοιβή των πόνων της ζωής που ανέχτηκες, που πολέμησες... Χαμογελά ακόμα πιο πλατιά. Λάμπει στα μάτια του φως. Θα ξανάρθω, μου λέει... Όταν έχω κάτι νέο να σου πω, θα ξανάρθω... Κι ύστερα χάνεται η μορφή του στον αέρα και τ' όμορφο φως του δρόμου... Παράξενη η ψυχή... Να μπορεί σε τόσα μέρη να ταξιδέψει, κι όμως, να διαλέγει το δρόμο, που πριν χρόνια πολλά, σαν την κρατούσε το θνητό του περίβλημα, περπατούσε τα πρωινά του καλοκαιριού, κρατώντας απ' το ένα χέρι το εξάχρονο παιδί του, κι απ' τ' άλλο, το λουρί του κανελή σκύλου που λάτρευε..."....
Την άκουγα να μου μιλά... Ποια είμαι εγώ που θα κρίνω τί είναι αλήθεια και τί ψέμα; Τί ανάγκη και τί αγάπη; Τί όνειρο και τί λογική; Υπάρχει άραγε κανείς που να μπορεί, χωρίς να φανεί λίγος ή φαιδρός να το κάνει; Γιατί λίγος και φαιδρός μπορεί να είναι, όποιος προσπαθήσει να κρίνει την υπέρβαση που μια ψυχή επιχειρεί, για ν' ανταμώσει μιαν άλλη, αγαπημένη, έστω κι αν τις χωρίζουν κόσμοι και το τείχος του θανάτου... Πλησιάζαμε τώρα στην αυλή μιας εκκλησίας. Η γοτθική, ξύλινη πόρτα ανοιχτή, και από μέσα ακούγονταν κάλαντα μιας παιδικής χορωδίας... Σταθήκαμε ν' ακούσουμε... Μέσα στο κρύο του Δεκέμβρη, μια πεταλούδα ήρθε κι έκατσε σε μια τούφα των μαλλιών μου, που ακουμπούσαν στη μια μεριά στη ζώνη του μαύρου μου παλτού... Δεν έφυγε, παρά την κίνηση του σώματος... Ποιος ξέρει... ίσως αυτός ο δρόμος να κρατούσε κάτι από τη μαγεία εκείνων των περασμένων Χριστουγέννων... Τότε που στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής απαντούσε πάντα η φωνή του πατέρα μου...Τότε που το τηλέφωνο δεν ήταν νεκρό...Τότε που υπήρχε, όπως και ο κάτοχός του...Ίσως τούτη η πεταλούδα να ήταν η απάντηση στα δάχτυλά μου που πριν λίγη ώρα πληκτρολογούσαν το νούμερο ενός τηλεφώνου ανύπαρκτου, αφήνοντας λίγο χώρο στο θαύμα... Της χαμογέλασα...Ποιο άλλο εισητήριο εκτός απ' το χαμόγελο, εκτός απ' την αγάπη, μπορεί να φέρει έστω για λίγο τους Παράδεισους στη γη; Να παραμερίσουν τα πέπλα που χωρίζουν τους κόσμους, για να μπορέσεις να πεις..."κοντά σου είμαι...καλησπέρα...". Της χαμογέλασα, λοιπόν... Κι ύστερα από λίγο, πέταξε μακριά, στην ομίχλη του δρόμου... Παράξενη η ψυχή... Να μπορεί σε τόσα μέρη να ταξιδέψει... Κι όμως, να διαλέγει το δρόμο όπου περπατά ένας αγαπημένος, που κρύβει πίσω από χείλη που χαμογελούν ένα " Καλή Αντάμωση"....
Θανάτος;... "Απ' την αγάπη τίποτα δεν είναι μεγαλύτερο ή ίσο".... είχε κάποτε πει ο σοφός Μένανδρος, κάποια στιγμή του 4ου πΧ αιώνα....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου