Μια σκέψη αρκεί για την αιωνιότητα
Υπάρχει κοντά στον Υμηττό, εκείνον
που λέγεται πως φιλοξενούσε στους πρόποδές του τον Διογένη, ένας δρόμος που
περνά από χωράφια γεμάτα κλήματα κι ελιές…. Είναι ένα τοπίο τόσο όμορφο, από
εκείνα που μόνο η γαλήνη μπορεί να ζωγραφίσει…. Υπάρχει μια αίσθηση αιώνιου,
αθάνατου σ’ αυτόν τον τόπο. Μια πνοή ζωογόνος, που διατρέχει κάθε πτυχή της ζήσης
σου, εάν έστω για μια στάλα του χρόνου σου σταθείς… Σταθείς να κοιτάξεις γύρω….
Τις ρίζες των δέντρων και των φυτών που σπάρθηκαν εκεί αιώνες πριν και αιώνες
γεννιούνται και πεθαίνουν και γεννιούνται ξανά, κάθε εποχή από τότε που κάποιοι
αρχαίοι χωρικοί τις έβαλαν στο χώμα…. Αυτή η φύση γύρω είναι έργο τους… Που
περνά από γενιά σε γενιά κι ακόμα ανασαίνει….
Στάθηκα… Συνεπαρμένη από τις δίνες
του Χρόνου, από την αίσθηση του αθάνατου…
«Υπάρχει
ένας μαγικός κόσμος μέσα στον κόσμο, κι ένας μαγικός άνθρωπος μέσα σε κάθε
άνθρωπο. Ο άνθρωπος βλέπει τον κόσμο της μεγαλειώδους συσκευασίας, όμως δε
βλέπει τα υπέροχα περιεχόμενα. Αλλά, αν δει το μαγικό άνθρωπο μέσα του, τότε ο
μαγικός άνθρωπος βλέπει το μαγικό κόσμο. Δεν είναι ανύπαρκτος ούτε αόρατος. Είναι
υπαρκτός και ορατός. Άμα ξέρεις ότι υπάρχει και αν ξέρεις να τον βλέπεις» …..
Είχε πει ο Herman Hesse, αυτός ο μεγάλος φιλόσοφος… Και
συμφωνώ μαζί του… Γιατί η ζωή μου το απέδειξε. Με τρόπους μεγάλους ή μικρούς,
από ‘κείνους που κάνουν όλους μας, λίγο ή πολύ, να πιστεύουμε σε κάτι πέρα και
πάνω από τη μικρή, τωρινή μας ενσάρκωση. Που μας κάνουν να νιώθουμε κομμάτι του
Όλου, του αθάνατου…
Κάπως έτσι, φάνηκαν μπροστά μου οι
μορφές των αρχαίων χωρικών. Εκείνων των προγόνων που αγαπώ κι ας μην τους γνώρισα
ποτέ, μα που τους νιώθω να κυλούν στο αίμα μου, αρχή μου και πεπρωμένο μου….
Φορούσαν μάλλινους μανδύες και στο κεφάλι είχαν ολόλευκα
πανιά που κάλυπταν τα μαλλιά τους. Έσπερναν και θέριζαν και πότιζαν με πήλινες
στάμνες και κλάδευαν και μάζευαν ελιές… Κι οι εποχές γύρω τους περνούσαν και τους
γερνούσαν… Κι η φύση που φρόντιζαν φούντωνε κι ομόρφαινε και έδινε καρπούς…
Δεν κράτησε πολύ αυτό το ευλογημένο
όραμα… Οι μορφές των χωρικών, με τους μάλλινους μανδύες και τα λευκά πανιά στο
κεφάλι, χάθηκαν σαν ομίχλη από το ελαφρύ βοριαδάκι του Δεκέμβρη. Το φως του
ήλιου αχνοφαινόταν πίσω από τα σύννεφα, τα καμωμένα από τον Ουράνιο σκηνοθέτη εκείνη
τη μέρα, σαν ουράνια δαντέλα, πολύμορφη, απλωμένη στο γαλάζιο θόλο, από
ορίζοντα σε ορίζοντα…
Ένιωσα ξάφνου μια ανείπωτη μελαγχολία… Για τις ψυχές που
πότισαν τους αγρούς εκείνους με το μόχθο τους, για χρόνια και χρόνια κι ύστερα
χάθηκαν… Μια ανείπωτη μελαγχολία, που μπλέχτηκε με μια χροιά παρηγοριάς, σαν
σκέφτηκα πως δε θα χαθώ ποτέ…. Όπως δε χάθηκαν αληθινά κι εκείνοι… Πως αρκεί
για την αιωνιότητα, για την αθανασία, μια σκέψη για την ύπαρξή μου, μια
αναπόληση, μια νοσταλγία, μίας και μόνο ψυχής που θα ζήσει μετά από μένα, για
να με κάνει κομμάτι του Όλου, του αθάνατου… Ακριβώς όπως ήταν αρκετή η δική μου
αναπόληση, η δική μου νοσταλγία, για ν’ αναστηθούν έστω για λίγο εκείνοι οι
άνθρωποι του μόχθου, μιας πατρίδας παλιάς, που έπαιρνε ζωή και δόξα από τον
σιωπηλό, τον αφανή τους εκείνο μόχθο…
Κι ο Υμηττός, σοφός κι αγέρωχος,
νεφελοσκεπής, σώπαινε στο φόντο, μ’ εκείνη τη σοφή σιωπή, την καθησυχαστική,
που αγγίζει κι ευλογεί όλα τα αιώνια…