Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019


Πλησιάζουν Χριστούγεννα….





Παρασκευή βράδυ… Βράδυ Δεκέμβρη… Στον ουρανό λάμπει, τριγυρισμένο από ένα νεφελώδη κήπο, το φεγγάρι… Υπάρχει ένα μικρό, ξεχασμένο βιβλίο στο ράφι πλάι στο γραφείο μου. Μικρό και πολύχρωμο, γεμάτο εικόνες. Ένα βιβλίο για παιδιά. Τίτλος του «Τα Πρώτα Χριστούγεννα». Η ανάμνηση της απόκτησής του χάνεται κάπου στα παιδικά μου χρόνια, θολή, ασαφής. Μιλά για τη Γέννηση… Τη νύχτα των Χριστουγέννων…

Αυτή την ώρα, που ησυχία απλώνεται όλο και πιο πολύ τριγύρω, καθώς η Φύση αποτραβιέται για να ησυχάσει, δεν έχω κανένα σκοπό να γράψω για θρησκείες. Η πίστη του κάθε ανθρώπου είναι κάτι πολύ προσωπικό. Το μόνο που μ’ έκανε να κινήσω τη γραφίδα του υπολογιστή μου ήταν η βαθιά ανάγκη για την έκφραση ενός και μόνο παράπονου…. Εκείνου του παράπονου που προκαλεί η απώλεια….. Γιατί αυτό νιώθω… Απώλεια….. Μιας εποχής όμορφης, μιας ουσίας ανεκτίμητης, μιας χροιάς ανθρώπινης…..

Τα Χριστούγεννα που θυμάμαι μύριζαν γλυκά καμωμένα απ’ τη γιαγιά, μύριζαν παραμύθια, εξιστορήσεις για εκείνα τα πρώτα Χριστούγεννα…. Είχαν απλωμένα χέρια σε όσους είχαν ανάγκη. Ήταν ντυμένα με ήχους από κάλαντα σε γλώσσα ελληνική, όπως μας την έμαθε ένας δάσκαλος ή μια δασκάλα αυστηρή με τα λάθη μας. Όχι γιατί δε μας αγαπούσε, αλλά γιατί μας αγαπούσε πολύ… Κι ήθελε να μάθουμε σωστά τη γλώσσα των Ελλήνων, που επιβίωναν αιώνες ενάντια σε κάθε αντιξοότητα, σαν την ελάχιστη σπονδή στη μνήμη τους… Σαν την ελάχιστη θωράκιση της ταυτότητάς μας ως έλληνες… Όχι από εθνικισμό, αλλά από απλή αγάπη για την πατρίδα, αγάπη που σε κάνει να ανασαίνεις αχόρταγα τον αέρα των βουνών και της καταγάλανής της θάλασσας……

Τα Χριστούγεννα που θυμάμαι είχαν καμπάνες γιορτινές τα ξημερώματα της γιορτής… Καμπάνες που θύμιζαν τις ιστορίες του Παπαδιαμάντη και τα παραμύθια του Άντερσεν… Είχαν στολίδια καμωμένα από βαμβάκι περασμένο σε κλωστή, κι άλλα που βρίσκονταν χρόνια στο κουτί τους, περιμένοντας κάθε Δεκέμβρη να λάμψουν. Περνούσαν από γενιά σε γενιά και συνόδευαν κάθε Χριστούγεννα της οικογένειας για χρόνια. Ήταν ένας άρρηκτος κρίκος με το παρελθόν, με παππούδες και προπαππούδες, και μπλέκονταν στο δέντρο της γιορτής με στολίδια νέα, χορός αναμνήσεων, που ολοένα μεγάλωνε και μας ένωνε… Τα Χριστούγεννα που θυμάμαι είχαν Φάτνη. Με το Θείο Βρέφος και τη Μητέρα του, με τον Ιωσήφ, τους Τρεις σοφούς Μάγους, με βοσκούς και ζώα της φάτνης και αγγέλους…. Τα Χριστούγεννα εκείνα είχαν Άστρο της Βηθλεέμ, γεμάτο λάμψη και θρύλους και ιστορίες πανέμορφες…

Σπάνια σήμερα συναντώ στα ράφια των καταστημάτων φάτνη. Κέντρο των εορτασμών φαντάζουν τα δώρα. Κι εκείνος ο καλοκάγαθος γεράκος που τα φέρνει, ντυμένος στα κόκκινα, σε έλκηθρο ιπτάμενο… Δώρα… Για τη γιορτή… Για ποια γιορτή; Θυμάται κανείς; Νοιάζεται κανείς;

Όχι, δεν έχω σκοπό να μοιάσω στον κακό χαρακτήρα του κυρίου Σκρουτζ, στο παραμύθι του Καρόλου Ντίκενς, που απεχθανόταν τους εορτασμούς των Χριστουγέννων. Απεναντίας… Μόνο που υπάρχει πια αυτό το παράπονο… Με λυπεί… Που ξεχνάμε όλο και πιο πολύ τη Νύχτα των Χριστουγέννων… Κι η νύχτα αυτή γεμίζει μόνο λαμπερά ρούχα και ηλεκτρονικά δώρα και ρεβεγιόν με περίτεχνες διακοσμήσεις και ταξίδια….. Κι η φάτνη μένει σκοτεινή…. Και τα παιδιά δεν ξέρουν τα λόγια όταν τραγουδούν τα κάλαντα…. Γιατί κανείς δεν τους τα έμαθε… Κανείς δεν τους δίδαξε το νόημα των στίχων, την ιστορία που διηγούνται…. Υπάρχει μόνο ένας ταπεινός και καλόψυχος άγιος από την Καισαρεία, που στρεβλώθηκε κι έγινε διανομέας πλούσιων δώρων….. Ενώ κάποτε μοίραζε αγάπη και δώρα απλά, γεμάτα από την έγνοια εκείνων των ασπρόμαλλων προγόνων, που σε αγαπούσαν τόσο, που φρόντιζαν να σου αγοράσουν ένα παιδικό βιβλίο, που μιλούσε για τα Πρώτα Χριστούγεννα… Για να ξέρεις. Για να έχεις ένα τρόπο να κοιτάς ψηλά στον Ουρανό, όταν θες να αναζητήσεις όσα είναι αιώνια και άφθαρτα…..

Ένα παράπονο μόνο. Τίποτα άλλο… Για την απώλεια εποχών και εικόνων που πέρασαν…. Και μια ευχή… Μια παράκληση…. Ας θυμηθούμε…. Τί πραγματικά σημαίνουν τα Χριστούγεννα…. Κι αν ακόμη διαφωνούμε σε ζητήματα πίστης, διότι όπως είπα η πίστη είναι κάτι πολύ προσωπικό, ας γίνουν τα Χριστούγεννα μια αφορμή για την αγάπη που διδάσκουν. Την αγάπη που, όπως έλεγαν οι Μύστες, είναι η ψυχή του Κόσμου….


                  Μια σκέψη αρκεί για την αιωνιότητα





Υπάρχει κοντά στον Υμηττό, εκείνον που λέγεται πως φιλοξενούσε στους πρόποδές του τον Διογένη, ένας δρόμος που περνά από χωράφια γεμάτα κλήματα κι ελιές…. Είναι ένα τοπίο τόσο όμορφο, από εκείνα που μόνο η γαλήνη μπορεί να ζωγραφίσει…. Υπάρχει μια αίσθηση αιώνιου, αθάνατου σ’ αυτόν τον τόπο. Μια πνοή ζωογόνος, που διατρέχει κάθε πτυχή της ζήσης σου, εάν έστω για μια στάλα του χρόνου σου σταθείς… Σταθείς να κοιτάξεις γύρω…. Τις ρίζες των δέντρων και των φυτών που σπάρθηκαν εκεί αιώνες πριν και αιώνες γεννιούνται και πεθαίνουν και γεννιούνται ξανά, κάθε εποχή από τότε που κάποιοι αρχαίοι χωρικοί τις έβαλαν στο χώμα…. Αυτή η φύση γύρω είναι έργο τους… Που περνά από γενιά σε γενιά κι ακόμα ανασαίνει….
Στάθηκα… Συνεπαρμένη από τις δίνες του Χρόνου, από την αίσθηση του αθάνατου…

«Υπάρχει ένας μαγικός κόσμος μέσα στον κόσμο, κι ένας μαγικός άνθρωπος μέσα σε κάθε άνθρωπο. Ο άνθρωπος βλέπει τον κόσμο της μεγαλειώδους συσκευασίας, όμως δε βλέπει τα υπέροχα περιεχόμενα. Αλλά, αν δει το μαγικό άνθρωπο μέσα του, τότε ο μαγικός άνθρωπος βλέπει το μαγικό κόσμο. Δεν είναι ανύπαρκτος ούτε αόρατος. Είναι υπαρκτός και ορατός. Άμα ξέρεις ότι υπάρχει και αν ξέρεις να τον βλέπεις»  …..

Είχε πει ο Herman Hesse, αυτός ο μεγάλος φιλόσοφος… Και συμφωνώ μαζί του… Γιατί η ζωή μου το απέδειξε. Με τρόπους μεγάλους ή μικρούς, από ‘κείνους που κάνουν όλους μας, λίγο ή πολύ, να πιστεύουμε σε κάτι πέρα και πάνω από τη μικρή, τωρινή μας ενσάρκωση. Που μας κάνουν να νιώθουμε κομμάτι του Όλου, του αθάνατου…
Κάπως έτσι, φάνηκαν μπροστά μου οι μορφές των αρχαίων χωρικών. Εκείνων των προγόνων που αγαπώ κι ας μην τους γνώρισα ποτέ, μα που τους νιώθω να κυλούν στο αίμα μου, αρχή μου και πεπρωμένο μου….
Φορούσαν μάλλινους μανδύες και στο κεφάλι είχαν ολόλευκα πανιά που κάλυπταν τα μαλλιά τους. Έσπερναν και θέριζαν και πότιζαν με πήλινες στάμνες και κλάδευαν και μάζευαν ελιές… Κι οι εποχές γύρω τους περνούσαν και τους γερνούσαν… Κι η φύση που φρόντιζαν φούντωνε κι ομόρφαινε και έδινε καρπούς…
Δεν κράτησε πολύ αυτό το ευλογημένο όραμα… Οι μορφές των χωρικών, με τους μάλλινους μανδύες και τα λευκά πανιά στο κεφάλι, χάθηκαν σαν ομίχλη από το ελαφρύ βοριαδάκι του Δεκέμβρη. Το φως του ήλιου αχνοφαινόταν πίσω από τα σύννεφα, τα καμωμένα από τον Ουράνιο σκηνοθέτη εκείνη τη μέρα, σαν ουράνια δαντέλα, πολύμορφη, απλωμένη στο γαλάζιο θόλο, από ορίζοντα σε ορίζοντα…
             Ένιωσα ξάφνου μια ανείπωτη μελαγχολία… Για τις ψυχές που πότισαν τους αγρούς εκείνους με το μόχθο τους, για χρόνια και χρόνια κι ύστερα χάθηκαν… Μια ανείπωτη μελαγχολία, που μπλέχτηκε με μια χροιά παρηγοριάς, σαν σκέφτηκα πως δε θα χαθώ ποτέ…. Όπως δε χάθηκαν αληθινά κι εκείνοι… Πως αρκεί για την αιωνιότητα, για την αθανασία, μια σκέψη για την ύπαρξή μου, μια αναπόληση, μια νοσταλγία, μίας και μόνο ψυχής που θα ζήσει μετά από μένα, για να με κάνει κομμάτι του Όλου, του αθάνατου… Ακριβώς όπως ήταν αρκετή η δική μου αναπόληση, η δική μου νοσταλγία, για ν’ αναστηθούν έστω για λίγο εκείνοι οι άνθρωποι του μόχθου, μιας πατρίδας παλιάς, που έπαιρνε ζωή και δόξα από τον σιωπηλό, τον αφανή τους εκείνο μόχθο…
Κι ο Υμηττός, σοφός κι αγέρωχος, νεφελοσκεπής, σώπαινε στο φόντο, μ’ εκείνη τη σοφή σιωπή, την καθησυχαστική, που αγγίζει κι ευλογεί όλα τα αιώνια…



Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Η παλιά κασέλα




        Πάνω σ' ένα έπιπλο, στο χώρο υποδοχής, κάτω απ' τον μεγάλο, ξύλινο καθρέπτη, είναι μια παλιά κασέλα. Σκούρο, βαθύ το χρώμα του ξύλου της και τα σκαλίσματά της περίτεχνα..Ήταν της γιαγιάς μου..ήρθε μαζί με άλλα πράγματα, μ' ό,τι χωρούσε σ' ένα σάκο, κι ετούτη η κασέλα απ' εκείνο το χωριό μας το βουνίσιο, μετά τον πόλεμο...Να βρει αλλού ζωή...
               Ήταν τούτη η κασέλα κάποτε πλατύκορμο δεντρί πλάι στις όχθες του ποταμού Καρπενησιώτη, που σκίαζε με τα φύλλα του τα κοπάδια, που 'φταναν ως εκεί να πιουν νερό, και τους στρατοκόπους ταξιδιώτες, που στέκονταν να ξαποστάσουν... Κι έφτασε η ώρα να βρεθεί στα χέρια βουνίσιου καλλιτέχνη, που έπλαθε με το ξύλο παραμύθια. Παράξενου ζωγράφου, που καθώς το ξύλο έπαιρνε στα χέρια του μορφή, τραγούδαγε εκείνος στα ψηλά βουνά τριγύρω... Βάλθηκε η κασέλα τότε σ' ένα ράφι του μικρού μαγαζιού, κι ακόμα μύριζε δάσος... Ώσπου, πέρασε μια μέρα ο παππούς, την τύλιξαν σε λευκό χαρτί και του την έδωσαν.
                Στόλισε χρόνια η κασέλα το σπίτι της πλαγιάς, που 'βλεπε στο Νεραϊδοβούνι. Φύλαξε χρόνια τα καλούδια της γιαγιάς. Ήταν εκεί αμίλητη, όταν μαινόταν έξω του πολέμου η φωτιά κι ανασκίρτησε το κόκκινο βελούδο στο εσωτερικό της, όταν κάποιος ναζί, που όρμησε με άλλους στο σαλόνι, έσπρωξε με τ' όπλο του τη ράχη της κυράς της, που πήγε να προστατέψει τα παιδιά της...
        Και πέρασαν χρόνια κι έφτασε κι αυτή η ξύλινη κασέλα, ξεριζωμένη ως εδώ...Κειμήλιο... Κι αφήνεται σε μένα να την ξεσκονίζω, να την συντηρώ...Δε μυρίζει πια δάσος... Όμως, παράξενα, σαν να νιώθει η ψυχή της πως στις φλέβες μου κυλά το αίμα των παππούδων και της παλιάς κυράς της, κάθε φορά που τη σιμώνω, μου ανοίγει κουβέντα για τα παλιά, σίγουρη σαν να' ναι πως τους ψιθύρους της μπορώ και τους ακούω...


Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019

Υπάρχουν πάντα λόγοι και στιγμές






Υπάρχει ένας μακρύς, βουνίσιος δρόμος, που περνά μέσα από τα βουνά, που κάποτε διαφέντευε, αγνάντευε και περπατούσε ο Ηρώδης ο Αττικός. Τα βουνά που οδηγούν στη Λίμνη του Μαραθώνα.
Πρωινό Κυριακής, ώρα οκτώ παρά τέταρτο… Οι άνθρωποι κοιμούνται… Η Φύση μόλις ξυπνά… Πλένεται με πρωινές δροσοστάλες του χειμώνα και σκαρφαλώνει σε τούτα τα βουνά, να δει τον ήλιο, που ανατέλλει αργά και νωχελικά, μέσα από τα βάθη της θάλασσας, κάπου στον ορίζοντα, πέρα από των βουνών το αγκάλιασμα… Υπάρχουν κάποιες ώρες της μέρας και της νύχτας, που μάγια και παραμύθια ξετυλίγονται αθόρυβα…. Κι αν είσαι τυχερός και σταθείς μια στιγμή, θα δεις… Όσες εικόνες μαγικές μπορεί η ψυχή σου να ρουφήξει, διψασμένη από την άχρωμη καθημερινότητα…. Εικόνες που θυμάσαι, που δε γίνεται να ξεχάσεις…. Γιατί έχουν τόσο φως και θαλπωρή, που σε αφήνουν δίχως λόγια….
Πρωινό Κυριακής, ώρα οκτώ παρά τέταρτο…. Υπάρχουν πάντα λόγοι που ταξιδεύουν οι ψυχές μας σε τέτοιες ώρες ησυχίας…. Ίσως γιατί κάτι γυρεύουν να βρουν, κάτι αποζητούν με λαχτάρα… Θες είναι οι ώρες της αυγής, θες η παραδείσια αυτή γαλήνη, θες για να θυμηθούν τη ζωή που λησμόνησαν να ζήσουν, θες η ψαλμωδία σ’ ένα απόμερο εκκλησάκι γεμάτο θυμίαμα και ιδιαίτερη ζεστασιά, θες για να πιστέψουν στο όμορφο και να το προσμένουν; Υπάρχουν πάντα λόγοι που ταξιδεύουν οι ψυχές σε τέτοιες ώρες ησυχίας…..
Μπροστά μου, ξαφνικά, σε μια τεράστια έκταση, που έκρυβε μέσα της πλαγιές και μικρά οροπέδια, το πράσινο έπαψε…. Και στη θέση του μόνο χώμα… Χώμα φρέσκο, εύφορο, νωτισμένο από την υγρασία της νύχτας…. Κι όπως ο ήλιος σηκωνόταν πιο ψηλά δυο σπιθαμές, το χώμα άρχισε να λικνίζεται στον άνεμο, με κλαδιά και φύλλα, και ν’ αλλάζει χρώμα και να γίνεται μωβ και βαθυκόκκινο, σαν ‘κείνο των βατόμουρων στων παραμυθιών τις σελίδες….. Οι ώρες με γέλασαν, το φως του πρωινού το ίδιο, κι ο ήλιος, που αμίλητος καλά δεν φώτιζε την πλάση, και τούτος συνωμότης…. Ήταν ρείκια…. Μικροί θάμνοι, φυτρωμένοι ο ένας σιμά στον άλλον, ώστε τα απαλά κλαδιά τους να αγκαλιάζονται στο φύσημα του ανέμου, σαν σε χορό…..
Πρωινό Κυριακής, ώρα οκτώ παρά τέταρτο….. Ρείκια χορεύουν στις πλαγιές…. Γύρω μου ψυχή…. Λες και χορεύουν μόνο για μένα… Ζήλεψα τον άνεμο…. Που μπορεί να μπλέκεται στου χορού τους το αγκάλιασμα…..






Το παλιό σπίτι




Στεκόταν απέναντι στην εκκλησιά, παλιό, ερειπωμένο, με παραθύρια κλειστά. Ένα παλιό σπίτι, της λησμονημένης Αθήνας… Εκείνης της Αθήνας, που ασπρόμαυρη, νοσταλγική, ρομαντική, περνά μπροστά μας, μέσα από τις παλιές φωτογραφίες, όπου στιγμές πανέμορφες εντυπώθηκαν για πάντα, και το μόνο που δεν κράτησαν είναι η μυρωδιά του γιασεμιού…. Που συνοδεύει αγάπες, που ποτέ και από τίποτα δε σβήνουν… Ούτε από το Χρόνο, ούτε από το Θάνατο, ούτε από τη Λήθη…

Ένα παλιό σπίτι…. Με μπαλκόνια με φουρούσια, με αγαλμάτινα στολίδια…. Ψηλό, με τ’ ακροκέραμα στην άκρη της σκεπής να μιλούν με τα πετούμενα του αέρα. Κούρνιαζε ο χρόνος, σαν πάχνη, σε κάθε του γωνιά, σε κάθε πτυχή. Στεκόταν ακόμη εκεί, με την ξεθωριασμένη πια ομορφιά του, σαν απόηχος παλιάς μελωδίας… Στεκόταν και κοιτούσε τους διαβάτες να περνούν, σαν να γύρευε ν’ αγγίξει λιγάκι το τώρα… Δραπέτης του παρελθόντος. Ο αέρας που τρύπωνε μέσα του, έσπρωχνε τα παράθυρα προς τα έξω… Κλειστά εκείνα, πάσχιζαν ν’ ανοίξουν. Σαν να ‘θελε το σπίτι να γεμίσει φως… Σαν να ‘θελε να μιλήσει… Σαν να μη μπορούσε πια τη μοναξιά του... Σαν να γύρευε χέρια να το πλύνουν, να το στολίσουν. Σαν να λαχταρούσε μουσικές και λόγια κι αρώματα. Ζητιάνευε παραπονεμένα ζωή…. Και το ‘νιωθα εκείνη τη στιγμή, σα γαντζωμένο απ’ το βλέμμα μου, να ρουφά, όλο δίψα, εκείνη τη διαβατάρικη προσοχή μου… Σαν ν’ άπλωνε την αύρα του να μου ψιθυρίσει «στάσου»……