Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023




          "Θα ξαναρθώ με δυο φτερά και της λύρας το τραγούδι"....




                         Απόψε ας μιλήσουμε για όσα βάζουμε στο αρχείο... Ως επαγγελματίες ή ως άνθρωποι, ή κάποτε ως αμάλγαμα και των δυο... Ας μιλήσουμε για όσα βάζουμε στο αρχείο, γιατί φοβόμαστε να τ' αντικρύσουμε λίγο πιο πολύ, μη μας θυμίσουν κάτι από εμάς και τη ζωή μας. Και τότε, πώς θα ορίσουμε τις θύελλες που θα' ρθουν απ' του ορίζοντα την άκρη, αφού οι θνητοί δεν έχουμε τη δύναμη να κυβερνάμε τους ανέμους...

Απόψε ας μιλήσουμε για την ιστορία μιας γυναίκας, που έφυγε πριν λίγη ώρα απ' το γραφείο μου...

               Τις περισσότερες φορές, τα νομικά ζητήματα είναι μόνο η επιφάνεια. Τις περισσότερες φορές, οι άνθρωποι γυρεύουν έναν ξένο, να πουν όσα έχουν ανάγκη να ξέρει και κάποιος άλλος, γιατί έτσι νιώθουν πως τα ξορκίζουν. Θέλουν έναν φίλο, έστω και πληρωμένο, ψυχρό κι αντικειμενικό, που θα σταθεί με γνώμονα τη λογική και μόνο, ν' ακούσει τα πραγματικά περιστατικά τους, και να τους υποδείξει τη πιο σύντομη έξοδο κινδύνου ή έστω να τους προσφέρει κατανόηση... Κατανόηση...πόσο δυσεύρετη πια...που χρειάζεται κανείς να την αγοράσει...

               Και κάπως έτσι,στάθηκα απέναντί της ν' ακούσω, με την ανέκφραστη δύναμη που διδαχθήκαμε να υποδυόμαστε οι δικηγόροι, για να χειριζόμαστε την κοινωνική παθογένεια...

Η κυρία ήταν απ' τους ανθρώπους που τους εντάσσεις στο χαρακτηρισμό "βασανισμένος άνθρωπος"...Χωρίς ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια, με ένα οικογενειακό περιβάλλον τοξικό, με εγωπαθείς ανιόντες, ληστεμένη από όλα τα όνειρα ζωής, γιατί δε χωρούσαν στους ευσεβείς τους πόθους. Πάντα προσπαθούσε να ξεφύγει απ' το ίδιο της το σπιτικό. Απ' ό,τι κανονικά θα έπρεπε να είναι λιμάνι. Κι έρχεται κάποια στιγμή, που όλοι υιοθετούμε μια κοινωνική περσόνα, οι πιο τυχεροί συμβατή με το πραγματικό Εγώ μας, οι πιο άτυχοι, όπως η κυρία, ασύμβατη κι αταίριαστη με ό,τι ήταν, κι έμαθε να θάβει, γιατί οι άνθρωποι εκπαιδεύονται να υπακούν σε μοτίβα σκέψης... Που είτε αποτελούν το σωτήριο κλειδί από τη φυλακή τους, είτε την ίδια τους τη φυλακή... Σε όλες τις προσπάθειές της να ξεφύγει από το ρόλο που της επέβαλλε η "ποινή" της, όπως αποκάλεσε το σπίτι της, απέτυχε... Βγαίνοντας από τις αποτυχίες με βαθιά σημάδια πάλης, με εχθρούς που ούτε προκάλεσε, ούτε της άξιζαν. Κάποτε, οι σύντροφοι ζωής, πίσω από την υποκρισία και τη μικρότητά τους, κρύβουν ανθρώπους με λιγότερο φιλότιμο από τους κατά συρροή βιαστές και δολοφόνους. Αυτοί οι τελευταίοι, κατά τη γνώμη μου ως νομικός, έχουν τουλάχιστον την εντιμότητα να επιλέγουν ξεκάθαρη βία, που αν και κατάφωρα παράνομη, είναι πιο τίμια, απ'το να κρύβεται κανείς πίσω απ' το προσωπείο του καλού ανθρώπου, για να κοροϊδέψει τα θύματα και να τα βλάψει σωματικά, ψυχικά και υλικά. Μια βία, που χρειάζεται το Δούρειο Ίππο μιας ψευδούς καλοσύνης για να επικρατήσει. Κι αυτό ακριβώς, τους κάνει χειρότερους εγκληματίες από τους κοινούς ποινικούς.

              Αναρωτήθηκα με όσα άκουσα, αν είχε απομείνει μέσα της, έστω μια σπίθα ελπίδας, αυτής της σιωπηλής προσευχής της ψυχής, ότι μπορεί κάποτε να βρει, αν όχι αγάπη, τουλάχιστον την δωρεάν κατανόηση από έναν άνθρωπο. Να μην τον φοβάται... "Φοβάμαι", μου έλεγε ξανά και ξανά..."τους ανθρώπους"..."τη Μοίρα"...Φόβος... ό,τι απομένει όταν η κτηνωδία των "συνανθρώπων" παρέλθει... Φόβος...μια εκδήλωση, μια έκφραση μιας ψυχής, που πενθεί, που πονά...

            "Φοβόμουν, ξέρετε, για χρόνια, ακόμα και το άγγιγμα"...

Πόσο σκληρό ο φόβος να σου στερεί κάτι τόσο αναγκαίο... Κι ύστερα, δήλωσε, με μια φράση που με συγκίνησε βαθιά... "Θυμήθηκα ότι είμαι άνθρωπος, ένα βράδυ, παραμονές Χριστουγέννων, που ένας γνωστός μου με αγκάλιασε για τις γιορτές. Και τρόμαξα όταν κατάλαβα πόσο πολύ όλο τον καιρό που τον γνώριζα τον αγαπούσα, με όλους τους τρόπους που μπορείς να αγαπήσεις έναν άνθρωπο. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που άφησα να μ' αγκαλιάσει εδώ και χρόνια..κι ένιωσα πως ήμουν στο πιο ασφαλές σημείο του κόσμου"...Μου είπε αρκετά για να καταλάβω πόσο ξέχωρα στεκόταν αυτός ο άνθρωπος στο νου της.. Πόσο άδικο, όμως,όταν η αγάπη δεν απλώνει αρκετά τα χέρια ν' αγκαλιάσει και τους δυο. Κι έτσι, στέλνει τον έναν στο σκοτάδι. Απ' αυτό γύρεψε να γλιτώσει. Αυτό να ξεχάσει. Κι ήταν τόσο δυνατό κι απελπισμένο αυτό που ένιωθε, που βούτηξε δίχως πολλή σκέψη στο πρώτο φως που έλαμψε δίπλα της πιο πολύ. Για να ξεχάσει... Με το όπιο της λήθης, που χρειαζόταν τα δικά μου ασφαλιστικά μέτρα για να μην απειλεί τη ζωή της, την αρτιμέλειά της, ακόμα κι αυτή την ψυχική, που ο Νόμος πολλάκις αγνοεί...

           Κι η υπόθεσή της θα μπει σε λίγο στο αρχείο. Γιατί δεν έχει νόημα άλλο να μιλάμε για όσα μας ξεβολεύουν από την ψευδαίσθηση της δύναμής μας. Και προπαντός για την αγάπη.

Γιατί όπως είπε και ο Γκάντι....."Ένας δειλός είναι ανίκανος να δείξει αγάπη...αυτό είναι προνόμιο των γενναίων"...

           Θα παραδώσω το βήμα σε ένα πανέμορφο άκουσμα του Μίνου Μάτσα και της Victoria Hislop....

                     "Μια θάλασσα ακριβή

                       κι ένας φόβος που αρμενίζει

                       στέκει αμίλητος κι ορίζει

                       τη ζωή μου τη μισή

                       Στο βράχο περιμένει

                       μια βαλίτσα κι ένα βλέμμα

                       αχ να 'ταν Θεέ μου ψέμα

                       να μην έφευγες ποτέ.  

                       Είναι η αγάπη της αρρώστιας γιατρικό 

                  να ξεφύγω απ' της ζωής μου το μαρτύριο

                     κρύβω μέσα στην καρδιά μου μυστικό

                        προσευχή στο βραδυνό σιωπητήριο.

                        Θα ξαναρθώ με δυο φτερά

                        και της λύρας το τραγούδι

                        να γίνει ο έρωτας λουλούδι

                        κι ο χορός μου αστροφεγγιά...."  

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

                                                      



                                                  Γαρδένια




                                   Μήλος 1950. Ήταν δυό ετών. Με ξανθωπά, παιδικά μαλλάκια, αξιαγάπητα, παιδικά, χαρακτηριστικά, και βλέμμα καθαρό. Χωρίς κανένα σκοτάδι, καμία σκιά, από εκείνες που βρίσκουμε στης ζωής τους λάθος δρόμους και τις φοράμε κατάσαρκα... Μια άγραφη πλάκα, γεμάτη αθωότητα. Από εκείνη την αθωότητα, που μπορεί να σε κάνει να λατρέψεις ένα πλάσμα με την πρώτη ματιά.

Το ύφασμα στο βρεφικό του μπλουζάκι, πιασμένο ανάμεσα στο παιδικό μπράτσο και τον παιδικό κορμό, τσαλάκωνε, φανερώνοντας την εύθραυστη φύση του παιδικού κορμιού.

                 1974. Κάπου στα όρια της πατρίδας... Ανάμεσα σε μια μάχη. Από εκείνες που δίνουν οι άνθρωποι με άλλους ανθρώπους και με τους εαυτούς τους... Το παιδικό πρόσωπο είχε χαθεί. Τη θέση του είχε πάρει η σκληρή μορφή ενός άνδρα, με σκούρα μαλλιά και σκούρα γένια, με στολή στρατιωτική. Είχε καθίσει να ξαποστάσει σ' έναν ίσκιο, κρατώντας ανάμεσα στα πόδια του στρατιωτικό όπλο. Είχε βλέμμα κουρασμένο, καρφωμένο στο κενό.... Το ύφασμα στη στρατιωτική του μπλούζα, πιασμένο ανάμεσα στο ανδρικό μπράτσο και τον ανδρικό κορμό, τσαλάκωνε με τον ίδιο τρόπο που τσαλάκωνε στο κάποτε παιδικό κορμάκι, φανερώνοντας το ίδιο σώμα, τον ίδιο εαυτό, κάτω από τα χρόνια που πέρασαν κι έφεραν φως και σκοτάδι... Άραγε να είχε απομείνει κάτι από εκείνο το ξανθωπό, αθώο πλάσμα, που κοιτούσε κάποτε μ' εκείνη την αφοπλιστική αθωότητα;

           Αττική 19....τί σημασία, άραγε, έχει η σήμανση του χρόνου, δίπλα στην άχρονη θάλασσα, όπου μονάχος εκείνος πήγαινε και καθόταν όταν τα σκοτάδια πλήθαιναν...Να τα φωτίσει, να τα ξορκίσει με την ευλογία της... Και κάπου εκεί, στα βράχια αριστερά του, προς το βορρά, πιάστηκε εκείνη στο βλέμμα του. Καθόταν σιμά στο κύμα. Τόσο, που το νερό μούσκευε τις άκριες του παντελονιού της... Κρατούσε τετράδιο, όπου γοργά αράδιαζε λέξεις με στυλό. Πήγε κι έκατσε κοντά της...

                      -Τί φτιάχνεις; τη ρώτησε

                      -Ένα ψέμα, απάντησε εκείνη.

                      -Ένα ψέμα;

                      -Ναί, ένα ψέμα, για να πω μιαν αλήθεια...

                      -Θα μου διαβάσεις; Το ψέμα σου;


Τί λόγο είχε εκείνη να κρυφτεί μπροστά στην αιώνια θάλασσα.... Τον κοίταξε στα μάτια, που σχεδόν πάντα τα είχε κρυμμένα πίσω από μαύρα γυαλιά, μα που απόψε ελεύθερα, καθρέφτιζαν τα κύματα... Άρχισε να του διαβάζει.

            "Στη φυλακή της ζωής μου, τούτο ήταν το κλειδί... Το μελάνι πάνω στο χαρτί... Έτσι και τώρα... Ξεκίνησα να γράφω, λίγες μέρες μετά την τυχαία μας στο δρόμο συνάντηση. Μετά από εκείνες τις στιγμές, που τα λόγια που ανταλλάξαμε, πλήγωσαν εσκεμμένα κι εσένα κι εμένα... Νόμισα πως δε θα σ' αντίκρυζα ποτέ ξανά, πως δε θα μιλούσαμε ξανά ποτέ.... Όταν σε τράβηξα στη μεριά μου, να μην είσαι εκτεθειμένος στ' αυτοκίνητα που έτρεχαν στο δρόμο, κάτι μούδιασε την αφή μου στο άγγιγμά σου. Ήθελα να κρυφτώ στην αγκαλιά σου, να με φιλήσεις με αγάπη. Από εκείνη που ξεδιψά κάθε πτυχή της ψυχής. Και θέλησα εκείνη τη στιγμή, να μπορούσαμε κάπου αλλού να βρισκόμασταν, σ' έναν έρημο κάμπο, να με κρατήσεις σφιχτά, να αισθανθώ τους χτύπους της καρδιάς σου....  Εκείνο το δειλινό που σε γνώρισα, που μ' είχε αγγίξει ο θάνατος, ένιωσα σα να σε ξέρω χρόνια... Πώς γίνεται να σου λείπει τόσο πολύ ένας άνθρωπος, που δεν έχεις νιώσει ποτέ, που δεν έχεις γευτεί, που δεν ξέρεις καν ποιος είναι... Πώς γίνεται να γυρνούν στο νου σου στιγμές αγάπης, από εκείνες που δε χωρούν στις λέξεις.....Εσένα αναζητώ, γεμάτον από ψέματα κι αλήθειες, λάθη και σωστά... Το θάρρος σου, το θράσος σου, τη χροιά της φωνής σου, τον τρόπο που κοιτάς, όσα είσαι και όσα δεν είσαι... Κι έρχονται στιγμές, που μακριά τους δε μπορώ... Μας χωρίζουν θάλασσες και τρόπο να τις διαβώ δεν έχω... Γι' αυτό άφησέ με...να σ' αγγίζω όπως μπορώ...να υπάρχω σε μια γωνιά της ζωής σου, έστω σαν σκέψη στην άκρια του νου σου...άφησέ με να πιστεύω στα θαύματα...γιατί αν πάψω, τί από μένα θα έχει απομείνει;"...

                           

               Σταμάτησε εκείνη να διαβάζει... Σιγή... Μόνο η θάλασσα μουρμούριζε... Το δειλινό χάριζε τον ουρανό στη νύχτα. Κι εκείνος άρχισε να σιγοτραγουδά ένα τραγούδι αγαπημένο του, φερμένο από την Κρήτη... Μιλούσε για μια γαρδένια μαραμένη, που την περίμενε ν' ανθίσει ξανά.... Η μελωδία έπαψε...Σιγή απλώθηκε πάλι...Απέμεινε μόνο το τραγούδι της θάλασσας. Και δυο χέρια ακουμπισμένα στην άμμο, που γύρευαν τρόπο να μηδενίσουν την απόσταση...


      

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

 

                                          Πάσχα 2023…

 

 

 

Είναι οι φορές πολλές, που όσοι ασχολούμαστε με αυτό το ιδιόμορφο κομμάτι τέχνης, που λέγεται γραφή ή συγγραφή ή «λέξεων συνταίριασμα», όπως το έλεγε κάποτε μια αγαπημένη μου ύπαρξη, ψάχνουμε να ξεκινήσουμε το κείμενο με μια λέξη, μια φράση αλλιώτικη. Ίσως για να κινήσουμε το ενδιαφέρον ή για να δώσουμε άνοιγμα αυλαίας μεγαλόπρεπο, σε ένα συναίσθημα που ζητάει να γεμίσει τη σκηνή απεγνωσμένα... Κι είναι πάλι φορές κάποιες, που όλες οι λέξεις που γνωρίζουμε, λέξεις που πάλεψαν με κύματα χρόνου για να επιβιώσουν, να πλαστούν, όλες μοιάζουν λίγες… Ίδιες με τον ανθρώπινο νόμο. Που δεν προβλέπει όλα τα ανθρώπινα, που δεν τα ορίζει όλα, ούτε τα κυβερνά…

Απόψε, Κυριακή Βαϊων, είναι μια από τις φορές που οι λέξεις είναι λίγες. Κι έτσι τυχαία, θα επιλέξω αυτή που ταιριάζει πιο πολύ σε αυτό που γίναμε. «Ψέμα». Ίσως επειδή τέτοιες μέρες κάθε χρόνο, εκτός από τα κοιλιόδουλα πάθη κάποιων δήθεν πιστών, που το Πάσχα τους δεν κορυφώνεται στο Θείο Πάθος και στην Ανάσταση, αλλά στη σφαγή του αθώου αμνού και στον κανιβαλισμό του, υπάρχει και η ανάγκη ενδοσκόπησης και εξιλέωσης κάποιων, όχι και τόσο πιστών με την τυπική έννοια της εκκλησίας, που ζητά αναίτια να παρεμβαίνει στα πάντα, να τα κρίνει και να τα τιμωρεί. Ωστόσο, αρκετά ανθρώπων, αν κρίνει κανείς από το πόσο συχνά πονούν μέσα τους, πόσο συχνά απλώνουν το χέρι να βοηθήσουν, πόσο σέβονται τα πλαίσια που τους περιβάλλουν, πόσο εκτιμούν το ταπεινό δώρο ενός γνωστού ή την αληθινή κουβέντα του, ακόμα κι αν αυτή πικραίνει, όπως άλλωστε τα περισσότερα που έχουν εκπαιδευτικό της ψυχής σκοπό…

Απόψε, Κυριακή πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα, ας μιλήσουμε για το ψέμα που ορίζει τις ζωές μας. Επιλογές, δουλειές, σχέσεις, πορείες. Πόσο μας αφορά; Είμαστε ειλικρινείς; Είμαστε; Και πόσο; Πόσο αληθινή ή ψεύτικη είναι η ζωή μας; Όχι σαν θείο δώρο, αλλά σαν πορεία. Κι αν είναι ψεύτικη; Ήταν συνειδητή επιλογή μας; Η΄ ποινή που μας επιβλήθηκε, για ένα αδίκημα ή αμάρτημα, που δεν το μάθαμε ποτέ; Πόση αλήθεια και πόσο ψέμα έχουν οι δουλειές, οι σχέσεις, κοινωνικές και προσωπικές, οι γάμοι, οι επιλογές μας; Πόσο νηφάλιοι ή πόσο ελεύθεροι, πόσο αληθινοί ή πόσο ψεύτικοι είμαστε τυλιγμένοι μέσα σε όλα αυτά; Είναι πέπλο αέρινο ή σάβανο-τιμωρία, γιατί βρεθήκαμε στο δρόμο κάποιων ανιόντων ή κάποιων εργοδοτών ή κάποιων δασκάλων ή κάποιων συντρόφων, που μη μπορώντας να γλιτώσουν από τα δικά τους ψέματα ζωής, αποφάσισαν να γίνουν δήμιοι της δικής μας αλήθειας;

Σ’ αυτό το στασίδι της εκκλησίας, που κάποιοι από εμάς αυτές τις μέρες θα επιλέξουν να καθίσουν, πόσο ψεύτικοι ή πόσο αληθινοί θα είναι; Πόσο ελεύθεροι ή πόσο καταδικασμένοι; Και από το θείο πνεύμα του Χριστού τί θα ζητούν; Παράταση ποινής, αναβολή της; Τυλιγμένοι σε ενοχικά συμπλέγματα, που δεν κατάφεραν να αποτινάξουν; Η΄ λύτρωση, όποιον δρόμο κι αν αυτοί διαβούν για να τη ζήσουν;

Ψέμα…. Με πόσο από αυτό είναι φτιαγμένο το κοινωνικό μας προσωπείο; Οι ωραίοι λόγοι μας; Όλοι οι γάμοι μας με αυτή τη ζωή; Πόσο το ψέμα αυτό μας έχει τυφλώσει, ώστε να επενδύουμε τόσο σε αυτό; Ποδοπατώντας κάθε φως, κάθε διαμάντι, κάθε όμορφη στιγμή, κάθε συναίσθημα, κάθε άνθρωπο που αξίζει, απλώς και μόνο για να συντηρήσουμε το ψέμα μας; Να το ποτίσουμε με υπομονή, με ευχές, με πίστη, με ελπίδα, με ταξίδια μακρινά, με αρώματα, με κοσμήματα, με την αξιοπρέπεια και τη ζωή μας την ίδια, περιμένοντας να γίνει αλήθεια… Να ανθίσει. Απλώς και μόνο για να μην κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Μην παραδεχτούμε ότι κάναμε λάθος. Κι αλίμονο… εχθρός άσπονδος όποιος μας το δείξει…

Απόψε μπήκε ο Χριστός στην πόλη των ανθρώπων… Να βρει τί; Τί να περισώσει; Ψέμα και του θεάτρου προσωπεία; …. Κάποια χρόνια πριν, είχα την τύχη να βρεθώ το βράδυ του Μ. Σαββάτου μέσα στο Σπήλαιο της Αποκάλυψης, στην Πάτμο…. Το πέτρινο δάπεδο ήταν στρωμένο με κλωνάρια δεντρολίβανου…. Ακόμα θυμάμαι το άρωμά τους…. Εξαγνιστικό, καθάριο, γιορτινό….. Αληθινό…. Μόνο η αλήθεια στη ζωή δεν καταλήγει στον κάλαθο της ιστορίας…

Ας πάψουμε, λοιπόν… τους ήχους μιας ψεύτικης ζωής, τη μιλιά μας, που λέει τα πάντα, εκτός απ’ το «σ’ αγαπώ»… Ας πάψουμε το ψέμα μας, έστω για λίγες μέρες… ας σιωπήσουμε… Γιατί λένε πως μέσα στη σιωπή η ψυχή μας ακούγεται καλύτερα… το γέλιο, το κλάμα της… έχει βήμα να μιλήσει… να βρει τρόπο να υπάρξει αληθινά…. Χωρίς κορνίζες και προσωπεία. Χωρίς ντροπή. Χωρίς ενοχές. Χωρίς σκοτάδι. Χωρίς φόβο. Κι ίσως κάπου κοντά στην Ανάσταση, να βρει τρόπο να πει και «σ’ αγαπώ». Κι ακόμα, να το καταλάβει όταν το ακούσει. Ίσως κοντά στην Ανάσταση, να βρει τρόπο να γυρέψει ζωή αληθινή. Να πάψει όσα κάνουν τους τίτλους τέλους να μοιάζουν τόσο δελεαστικοί.

Απόψε μπήκε ο Χριστός στην πόλη των ανθρώπων… Τί θέλουμε από Έκείνον να περισώσει; Ας ζητήσουμε την αληθινή ζωή... την αγάπη... το άρωμα του δεντρολίβανου, που φωλιάζει στη μνήμη γλυκά... το ξεραμένο πια γιασεμί στα σκουπίδια της πόλης... μαζί και κάθε όμορφο όνειρο, που δεν χάνεται με το φως της αυγής….  

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

                                            

                                                 Σαν αερικό...




                             Πάνε χρόνια από τότε.... Εκείνο το καλοκαίρι, το αγέρι του Αιγαίου τον ξέβρασε σ' ένα μικρό σπίτι πάνω στη θάλασσα, σε μια ήσυχη γωνιά της Ικαρίας. Ήταν πια ογδόντα δύο ετών και μόνος στη ζωή. Άνοιξα ένα απόγευμα την πόρτα του δωματίου που νοίκιαζα, και τον είδα να κουρδίζει μια παλιά κιθάρα, καθισμένος σε μια πεζούλα, κάτω από το κλήμα της κοινής μας αυλής. Είχε λευκά μαλλιά, μακριά ως τους ώμους, και μάτια καστανά, θολωμένα απ' το χρόνο. Ψηλός. Φορούσε ένα παλιό παντελόνι και τριμμένο πουκάμισο. Σημείωνε νότες σ' ένα μπλέ τετράδιο, στο τραπεζάκι δίπλα του. Και πάνω στο ίδιο τραπεζάκι, η φωτογραφία μιας κοπέλας με μαύρο φουστάνι και μακριά, ξέπλεκα μαλλιά, που κοίταζε τον ορίζοντα, με το κεφάλι στραμμένο πάνω από το δεξιό της ώμο. Γύρισε εκείνος να με κοιτάξει. Τον καλησπέρισα. Χαμογέλασε αχνά, με μια χροιά στο χαμόγελό του, που φανέρωνε πως κάποτε αγαπούσε να βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους. Μα, πλέον, είχε απομείνει μόνος. Κι εκείνο το απόγευμα, σαν να γατζώθηκε, μου φάνηκε, απ' την καλησπέρα μου. Ξεθάρρεψα. Τον ρώτησα για την κοπέλα της φωτογραφίας.... Και τότε ξεκίνησε τη διήγησή του...


              "Ήταν τα χρόνια της γερμανικής κατοχής. 27 Φλεβάρη του 1943...Εκείνη τη μουντή μέρα, κηδευόταν ο Κωστής Παλαμάς... Της κρατούσα το χέρι και συνοδεύαμε τη σορό, μαζί με εκατοντάδες. Λαχταρούσα να φωνάξω "Ελευθερία!", όπως όλοι οι άλλοι γύρω. Δάγκωσα τα χείλη κι έσφιξα το χέρι της. Εκείνη κατάλαβε. Ακόμα κι αν δε μιλούσα, εκείνη με άκουγε. Πλάσμα παράξενο, μου έφερνε στο νου το γιασεμί. Παιχνίδιζε πάντα ο ήλιος στα μακριά μαλλιά της, κι όλο είχε μια ιστορία να σου πει για τα περασμένα. Ακόμα κι εκείνα που γίνηκαν και χάθηκαν πριν γεννηθούμε ακόμα. Σ' αιώνες παλιούς. Έβλεπα να έρχονται με τον καιρό λευκές τρίχες στα μαλλιά μου, κι εκείνη αρυτίδωτη, αγέραστη, όπως τη γνώρισα στα είκοσί της χρόνια... Πριν τον πόλεμο, ένα κρύο βράδυ του Δεκέμβρη, καθίσαμε σ' ένα καφενεδάκι, κρυμμένο σ' ένα στενάκι της Πλάκας, απέναντι απ' τη Μητρόπολη.... "Μη με κάνεις ποτέ να μη σ' αγαπώ", μου είπε "γιατί αν με κάνεις να πάψω να σ' αγαπώ....", κι εκεί σταμάτησε...η ματιά της σκοτείνιασε και πήρε το βλέμμα της από πάνω μου... Δε στάθηκα, δεν το κατάφερα να σταθώ στο πλάι της...την έκανα να μη θέλει να μ' ανταμώσει, να με ακούσει, να με κοιτάξει...την πρόδωσα...,με όλους τους τρόπους που μπορούσα να το πράξω. Κι ύστερα, ήρθαν στη ζωή μου δεινά... αρρώστια, κακοτυχία...θάνατοι...Άδειασε η ψυχή μου. Και το κενό που πάντα ένιωθα μέσα μου, μεγάλωνε όλο και πιο πολύ...έγινα ένας άλλος...κάποιος που σε τίποτα δεν έμοιαζε στο νέο παλληκάρι, που κάποτε εκείνη αγάπησε τόσο πολύ. Κι όταν έρχονταν στιγμές απελπισίας, δεν ξέρω γιατί ο νους μου ταξίδευε σ' εκείνα τα λόγια της εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη... Κι ύστερα, αναλογιζόμουν όλα τα δεινά που βρήκαν εμένα και τους ανθρώπους μου... Δεν ξέρω γιατί, αλλά έρχονταν στιγμές που σκεφτόμουν ότι ήταν όλα η τιμωρία μου για το πόσο πολύ την πρόδωσα.... Ήταν αγάπη μεγάλη. Από εκείνες τις δύσκολες. Που δεν ξέρεις πώς να την κουμαντάρεις"...

            Σταμάτησε εκεί τη διήγησή του και κάρφωσε το βλέμμα στη φωτογραφία... Τον ρώτησα τί απέγινε. Αν ήταν ελληνίδα. Αν ζει...

                   "Ναι, ελληνίδα... Εκείνη την ημέρα της κηδείας του Παλαμά, μας θυμάμαι, όταν είχε ειπωθεί και το τελευταίο αντίο, να τρέχουμε μέσα στο στενό εκείνο, απέναντι από τη Μητρόπολη. Δυο γερμανοί μας κυνηγούσαν με τ' αυτόματα μπροστά...

               "Εδώ!" μου φώναξε, και βάλαμε τις πλάτες μας σ' έναν τοίχο. Την άκουσα να ψιθυρίζει ξανά και ξανά σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα  "kizim ilahe imdat" έλεγε και ξανάλεγε.... Οι γερμανοί έτρεξαν μπροστά μας και χάθηκαν στο βάθος του δρόμου.

                    "Δε μας είδαν" μου είπε "δε μπόρεσαν"...

                 "Πώς γίνεται να μη μας είδαν;Είναι αδύνατον!" της απάντησα.

Χαμογέλασε και μ' αγκάλιασε σφιχτά... "Μη φοβάσαι τίποτα..όσο σ' αγαπώ μη φοβάσαι τίποτα"... μου είπε.

                  

Ποτέ μου δεν κατάλαβα τί συνέβη εκείνη τη μέρα και δεν καταλήξαμε νεκροί..".


"Αυτό που ψιθύριζε... βοήθησε την κόρη σου, θεά... αυτό ψιθύριζε...στα τούρκικα ήταν η επίκλησή της..." του είπα..." Ζει, παππού η κοπέλα;"


Δε μου απάντησε...Μόνο απίθωσε τη φωτογραφία της στην καρδιά του. Μπήκα στο δωμάτιό μου. Του καθάρισα μερικά φρούτα και του τα ακούμπησα πάνω στο τραπεζάκι του. Σουρούπωνε. Είχε ξαναπιάσει το κούρδισμα της κιθάρας. Άνοιξα τη σιδερένια πόρτα του κήπου και πήρα να κατεβαίνω τα σκαλιά που έβγαζαν στον παραλιακό δρόμο. Στο τέρμα της σκάλας, καθόταν μια κοπέλα με μαύρο φόρεμα και μακριά, μαύρα μαλλιά. Αγνάντευε τη θάλασσα. "Καλησπέρα" της είπα και στάθηκα. Γύρισε το πρόσωπο. "Καλησπέρα" μου απάντησε "...του αρέσουν τα φρούτα...φρούτα και λαχανικά...πάντα του άρεσαν...σε ευχαριστώ" μου είπε... Ήταν ολόιδια με την κοπέλα της φωτογραφίας... Αναρωτήθηκα αν ήταν κόρη του... "Είστε ίδια με..." ...με διέκοψε γελώντας, σαν να διάβασε τη σκέψη μου...."Πώς γίνεται να είμαι η ίδια; Πάνε τόσα χρόνια από τότε"... Σηκώθηκε κι έτρεξε προς τα πάνω σκαλιά, κι ανοίγοντας τη σιδερένια πόρτα, χάθηκε πίσω απ' τα κάγκελα...


               Το επόμενο πρωί, βρήκα το γέροντα να σιγοπαίζει μια μελωδία στην παλιά κιθάρα.

"Με συγχωρείς, παππού που έφυγα έτσι χθες. Είχες όμως συντροφιά μια κοπέλα, ολόιδια με την κοπελιά σου στη φωτογραφία. Τη βρήκα κάτω στα σκαλιά. Κόρη σου είναι;"

Με κοίταξε με πικρία... "Δεν είχα συντροφιά...δεν έχω κόρη..κανένα παιδί....Σε μένα μόνο δε μιλά...Μόνο στους άλλους...Και κάποιοι έρχονται και μου το λένε...όπως εσύ..."...

Δεν τον ρώτησα τίποτε άλλο. Τον άφησα στη μουσική του... Τόσα παράξενα που έχει η ζωή...Ποιος άλλωστε μπορεί να πει με σιγουριά τί είναι αληθινό και τί ψεύτικο; Πόσα προσωπεία αναγκαζόμαστε να φορούμε όλοι μας. Πόσες οπτασίες του παρελθόντος προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε... να ξεχάσουμε.... Κι άλλοι, πόσες τιμωρητικές σιωπές απευθύνουν σε όσους τους τράβηξαν τη μάσκα κι έβαλαν ενώπιόν τους έναν καθρέφτη...μια ζωή μαλωμένοι με την αλήθεια τους....μ' αυτήν τα έχουν...όχι με όσους τους έκαναν να την κοιτάξουν κατάματα...ίσως για να τους γλιτώσουν από αυτήν... 

               Περνούσα τώρα το παλιό, πλακιώτικο καφενείο της διήγησης του γέροντα. Έφερα στο νου την ιστορία του. Κι έπειτα εκείνη την κοπέλα... Άσπονδη τιμωρός και Ερινύα μιας μεγάλης αγάπης που προδόθηκε; Ή άγγελος φύλακας, που κι αν προδόθηκε, ακόμα παραστέκει; Σαν αερικό....


Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

            


                                           Παράξενη η Ψυχή.....



                           Χριστούγεννα 2022. Υπάρχει στη νότια Μ.Βρετανία μια αγαπημένη γωνιά αυτού του κόσμου, που λέγεται Uplands... Μια γραφική πολίχνη, με παραδοσιακά βικτωριανά σπίτια, με γραφικά κηπάρια, σαν βγαλμένα από σελίδες παραμυθιών του Ντίκενς... Κάποιες παλαιότερες εποχές της ζωής μου, τέτοιες μέρες, τριγυρνούσα εδώ και αιχμαλώτιζα στο φωτογραφικό φακό μου την πρωινή πάχνη στο γρασίδι των πάρκων και την ομίχλη στα νερά των λιμνών... Έψαχνα για δώρα  και βιβλία στις  βιτρίνες μικρών παλαιοπωλείων, για να δω το χαμόγελο στο πρόσωπο μιας αγαπημένης μορφής, που εδώ και μήνες δεν υπάρχει πια... Της μορφής του πατέρα μου... Που ξημερώματα με περίμενε πάντα πίσω από την πόρτα του σπιτιού, ανήσυχος αν το αεροπλάνο μου προσγειώθηκε καλά, αν είχα καλό ταξίδι... Κι εκεί, στο χωλ, πάνω στο χαλί των γιορτών, δίπλα στο δέντρο, που στόλιζε για να με υποδεχτεί και πάντα το διόρθωνα, άνοιγα τις βαλίτσες μου και τον γέμιζα μικρά κουτάκια, που ποτέ δεν περίμενε το πρωί των Χριστουγέννων για να ανοίξει... Κάτι τέτοιες μέρες, σήκωνα το τηλέφωνο στο κλασικό, κόκκινο, βρετανικό τηλεφωνικό κουτί, να πάρω παραγγελίες για όλα όσα ήθελε να του πάω...

              Περπατώντας ξανά σ' αυτή την πασπαλισμένη με χιόνι πολίχνη, άφησα το νου μου να πιστέψει στα θαύματα... Μπήκα στο ίδιο κόκκινο, τηλεφωνικό κουτί, σήκωσα το ακουστικό και σχημάτισα τον αριθμό του τηλεφώνου του... Για μια μικρή στιγμή, άφησα το νου μου να πιστέψει ότι κάπως, μαγικά, θ' άκουγα στην άλλη άκρη της γραμμής τη φωνή του... Η ζωή είναι όμως αυτή που είναι... Και συστάσεις της δεν χρειάζονται... Το τηλέφωνο νεκρό... Ο αριθμός που κάλεσα δεν υπάρχει.... Κι εκείνη τη στιγμή, που το μαγικό μπλέκεται με την πραγματικότητα και χάνεται σ' αυτή, ένα οικείο πρόσωπο χτύπησε το τζάμι του τηλεφωνικού κουτιού, καλώντας με να βγω... Μια φίλη παλιά, που τη μορφή της είχα λησμονήσει....

              Γύρω απ' την πολίχνη, απλώνεται ένας δρόμος, που σε σεργιανίζει σε ολόκληρη την πολιτεία, αν ξέρεις πού και πώς να τον βαδίσεις... Το κάλεσμα σε περίπατο ήταν αναγκαίο... Στην αυλή της γοτθικής εκκλησίας, είχε στον γκρίζο περίγυρο του κοιμητηρίου αφήσει ένα κομμάτι της δικής της ζωής, πολύ πρόσφατα.... 

"Υπάρχει πέρα από την πόλη, ψηλά στο βουνό, ένας δρόμος που κάποτε ήταν χωμάτινος, γεμάτος από τη μαγεία που έχει το καθετί ανέγγιχτο απ' τον άνθρωπο... Τούτος ο δρόμος περνά και διαβαίνει σ' όλη τη φύση γύρω, ως εκεί που μπορείς να δεις. Δύναμη και όρεξη να έχεις να τον περπατήσεις... Στα πλαϊνά του θα δεις μια μικρή χαράδρα, που αν προσεκτικά κατέβεις, σε βγάζει στη φωλιά της αλεπούς... Αν έχεις τύχη, θα δεις τα μωρά της να κυλιούνται στο γρασίδι και να δαγκώνει το ένα τ' άλλο παιχνιδιάρικα... Μοιάζουν με κουτάβια καστανά, με μυτερή μουσούδα... Άξια αγάπης... Μόνο δάσος και φως στην ψυχή τους... Αν προχωρήσεις, σε βγάζει βαθιά στην καρδιά του λόγγου...Εκεί που μυρίζει ελευθερία, ρετσίνι και ασπάλαθο... Και πέρα, προς τη δύση, μια πηγή, στρωμένη με φύλλα γύρω, σα χαλί... 

Από τότε που πέθανε, κάθε φορά που με γυρεύει στα όνειρά μου, σ' ετούτο το δρόμο έρχεται να μ' ανταμώσει. Είναι γύρω στα 50, περπατά στητά, έχει μαύρα μαλλιά και γκρίζους κροτάφους... Δε μιλά. Χαμογελά πλατιά, μ' εκείνο το χαμόγελο που φανερώνει της ψυχής το αθάνατο παιδί. Φοράει μαύρο πουλόβερ, που του το 'χε πλέξει η μάνα του...με κίτρινη κλωστή στο γιακαδάκι, ανοιχτόχρωμο παντελόνι κι αθλητικά παπούτσια. Αν ακούσω στο νου μου τη φωνή του, είναι χαρούμενη. Μιλά με γρίφους, για ένα αστέρι που το λένε Σείριο. Εκεί μένει πια, λέει...Ο Παράδεισος, μου λέει, δεν είναι ένας. Ο Παράδεισος είναι όσα λαχτάρησες εδώ στη γη πιο πολύ να έχεις, αλλά δεν τα απέκτησες. Αυτό σου δίνεται για ανταμοιβή των πόνων της ζωής που ανέχτηκες, που πολέμησες... Χαμογελά ακόμα πιο πλατιά. Λάμπει στα μάτια του φως. Θα ξανάρθω, μου λέει... Όταν έχω κάτι νέο να σου πω, θα ξανάρθω... Κι ύστερα χάνεται η μορφή του στον αέρα και τ' όμορφο φως του δρόμου... Παράξενη η ψυχή... Να μπορεί σε τόσα μέρη να ταξιδέψει, κι όμως, να διαλέγει το δρόμο, που πριν χρόνια πολλά, σαν την κρατούσε το θνητό του περίβλημα, περπατούσε τα πρωινά του καλοκαιριού, κρατώντας απ' το ένα χέρι το εξάχρονο παιδί του, κι απ' τ' άλλο, το λουρί του κανελή σκύλου που λάτρευε..."....


                Την άκουγα να μου μιλά... Ποια είμαι εγώ που θα κρίνω τί είναι αλήθεια και τί ψέμα; Τί ανάγκη και τί αγάπη; Τί όνειρο και τί λογική; Υπάρχει άραγε κανείς που να μπορεί, χωρίς να φανεί λίγος ή φαιδρός να το κάνει; Γιατί λίγος και φαιδρός μπορεί να είναι, όποιος προσπαθήσει να κρίνει την υπέρβαση που μια ψυχή επιχειρεί, για ν' ανταμώσει μιαν άλλη, αγαπημένη, έστω κι αν τις χωρίζουν κόσμοι και το τείχος του θανάτου... Πλησιάζαμε τώρα στην αυλή μιας εκκλησίας. Η γοτθική, ξύλινη πόρτα ανοιχτή, και από μέσα ακούγονταν κάλαντα μιας παιδικής χορωδίας... Σταθήκαμε ν' ακούσουμε... Μέσα στο κρύο του Δεκέμβρη, μια πεταλούδα ήρθε κι έκατσε σε μια τούφα των μαλλιών μου, που ακουμπούσαν στη μια μεριά στη ζώνη του μαύρου μου παλτού... Δεν έφυγε, παρά την κίνηση του σώματος... Ποιος ξέρει... ίσως αυτός ο δρόμος να κρατούσε κάτι από τη μαγεία εκείνων των περασμένων Χριστουγέννων... Τότε που στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής απαντούσε πάντα η φωνή του πατέρα μου...Τότε που το τηλέφωνο δεν ήταν νεκρό...Τότε που υπήρχε, όπως και ο κάτοχός του...Ίσως τούτη η πεταλούδα να ήταν η απάντηση στα δάχτυλά μου που πριν λίγη ώρα πληκτρολογούσαν το νούμερο ενός τηλεφώνου ανύπαρκτου, αφήνοντας λίγο χώρο στο θαύμα... Της χαμογέλασα...Ποιο άλλο εισητήριο εκτός απ' το χαμόγελο, εκτός απ' την αγάπη, μπορεί να φέρει έστω για λίγο τους Παράδεισους στη γη; Να παραμερίσουν τα πέπλα που χωρίζουν τους κόσμους, για να μπορέσεις να πεις..."κοντά σου είμαι...καλησπέρα...". Της χαμογέλασα, λοιπόν... Κι ύστερα από λίγο, πέταξε μακριά, στην ομίχλη του δρόμου... Παράξενη η ψυχή... Να μπορεί σε τόσα μέρη να ταξιδέψει... Κι όμως, να διαλέγει το δρόμο όπου περπατά ένας αγαπημένος, που κρύβει πίσω από χείλη που χαμογελούν ένα " Καλή Αντάμωση"....


                  Θανάτος;... "Απ' την αγάπη τίποτα δεν είναι μεγαλύτερο ή ίσο".... είχε κάποτε πει ο σοφός Μένανδρος, κάποια στιγμή του 4ου πΧ αιώνα....

             

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

                           



                                Το μαγικότερο των φίλτρων



           Ακίνητες οι κορυφές των δέντρων έξω απ' το παράθυρο. Σύννεφα μαζεύονται πάνω από την πόλη, και το μπλε τ' ουρανού υπάρχει μοναχά σαν υποψία ανάμεσά τους... Να ρίχνει το φως του ήλιου που δύει, σαν από φεγγίτη. Αέρι φυσά, παγωμένο και καθάριο. Ρίχνει τα φύλλα στο χώμα, κιτρινισμένα, αφού τα στροβιλίσει αργά πάνω από βεράντες και σκεπές, στην τελευταία, ρομαντική τους βόλτα... Το φως του δειλινού κρύβει στην αύρα του νοσταλγία. Για ό,τι αγαπημένο έφυγε, και τώρα σαν ανάμνηση σωπαίνει στης ζωής τις γωνιές....

           Τα σύννεφα άφησαν τον ορίζοντα καθαρό. Έναν ορίζοντα που αγναντεύει πάντα όποιος αποχαιρέτησε κάποιον Οδυσσέα.. Άραγε, αναρωτιέται, να 'ναι σήμερα η μέρα που το καράβι στο λιμάνι θα φανεί; Σ' εκείνο το σημείο τ' ουρανού που δεν κάλυψαν τα σύννεφα, το κομμάτι του γαλάζιου του, στέκει σαν διδαχή ζωής, αισιοδοξίας κι ελπίδας... Άρχισε να βρέχει...μια αίσθηση ζωογόνος πλανιέται... Η γης ποτίζεται και ημερεύει... Και μέσα στις σταγόνες του νερού, ξεπρόβαλλε από άκρη σε άκρη της ματιάς, ένα ουράνιο τόξο... Λες κι η Πλάση συνομωτεί με τα καλά στοιχειά της, για να σου κλέψουν ένα χαμόγελο... 

          Καλή Χρονιά! Κι ας φέρει ο ορίζοντας όποιον Οδυσσέα ο καθένας περιμένει... Κι έτσι ξαφνικά, μοιάζει η ελπίδα, το μαγικότερο των φίλτρων...