Λίγα λόγια για το όνομα του blog.

Κάποτε, στα αρχαία χρόνια, τότε που ο μύθος μπλεκόταν με το αληθινό κι οι άνθρωποι ζούσαν στην ίδια διάσταση με ήρωες και θεούς, Tιτάνες και αθανάτους, Πήγασους και Μέδουσες, Νύμφες και Κενταύρους, ζούσε ένας βασιλιάς, ο πιο αρχαίος βασιλιάς του Άργους, ο Ίναχος. Ο Ίναχος είχε μια κόρη, την Ιώ. Μια πανέμορφη κοπέλα, που όλοι για την ομορφιά της την αποκαλούσαν Καλλιθύεσσα, Καλλιθυία και Καλλιθόη. Όμορφη στη θέα, λοιπόν, η αρχαία πριγκίπισσα… Καλλιθόη…


Μια όμορφη θέα σε στιγμές, σε σκέψεις, σε αισθήματα, στη ζωή, την πάντα δυσνόητη, την άλλοτε σκοτεινή κι άλλοτε γεμάτη λάμψη, θα ‘θελα κι εγώ να προσφέρω μέσα από το μικρό αυτό παραθυράκι, σε όσους τυχαία ή επίτηδες κοιτάξουν από αυτό… Ελπίζω να τα καταφέρω...Και κάπως έτσι, ζήτησα από την αρχαία Ιώ, να μου δανείσει το όνομα "Καλλιθόη"… Καλώς ήρθατε…


Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014


             Οδοιπορικό στα σύνορα,παραμονές 28 Οκτώβρη  

(το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του Αγρινίου "Η Μυρίκη",τον Δεκέμβριο 2009)





Ξημερώνει. Στον ουρανό στέκει χλωμό το φεγγάρι, δίχως αστέρια για συντροφιά. Ο ήλιος αχνοφαίνεται στο βάθος. Σιγά-σιγά ανατέλλει. Ο δρόμος θολός, δύσβατος. Δρόμος βουνίσιος, που δε γδύθηκε ακόμα απ’ τη νύχτα. Ησυχία, σαν εκείνη που κρύβει στον κόρφο της σκέψεις… Κοιτώ το φεγγάρι. Δε λέει ν’ αφήσει το πόστο του. Κι ας το σιμώνει ο ήλιος όλο και πιο πολύ. Πεισμωμένο, στέκεται εκεί και τον κοιτά, σαν να το ξέρει πως ο κόσμος το’ χει ανάγκη κι άλλο. Πως το διάλειμμα της νύχτας δεν ήταν αρκετό. Πως η ψυχή θέλει κι άλλο να σωπάσει…Σε λίγο, γυροφέρνει το ένα τ’ άλλο, ανάμεσα σε σύννεφα που τρέχουν. Χορός ουράνιων σωμάτων. Ξέφρενος, μεθυσμένος, επίμονος. Ώσπου το φεγγάρι χάνεται στη μέρα. Σβήνει η χλωμάδα της μορφής του με του ήλιου το φως. Τα σύννεφα ακόμη τρέχουν, γεμάτα βροχή και θλίψη. Παίρνουν να μουσκεύουν τα γύρω, κι αγκαλιάζουν σφιχτά της μέρας τη λάμψη.
Ο δρόμος ανεβαίνει ψηλά. Περνά δάση και φαράγγια, γεράκια, αετούς και κρυμμένα στις φυλλωσιές χωριά, που αφουγκράζονται ανενόχλητα της φύσης την ανάσα. Τα σύννεφα ‘παψαν να δακρύζουν… Ο δρόμος φτάνει στο Νυμφαίο, που το’ χει ζώσει ολόγυρα η ομίχλη. Δέντρα γεμάτα χρώματα του φθινοπώρου, πέτρινα σπίτια και παραμυθιού πνοή... Αλάργα απ’ τη βουή του κόσμου, αναπαύεται ετούτη η γωνιά στις μνήμες. Μες την υγρασία και στα πεσμένα φύλλα, ξεπροβαίνουν ηρώα, και βρύσες παλιές, αφιερωμένα σ’ όσους έφυγαν, και τώρα, σαν αερικά, σωπαίνουν τριγύρω… Πιο πέρα, απλώνεται δάσος, ντυμένο με πορτοκαλιά του φθινοπώρου φύλλα. Ντύνουν εκείνα, σε στρώματα παχιά, ακόμα και τα μικρά δρομάκια. Μάγια Νυμφών παντού, κι ανάμεσα σ’ όλα, ψίθυροι του ανέμου, που ήσυχα χαϊδεύει τις πλαγιές. Πόση ομορφιά μπορεί να χωρέσει ο λογισμός; Το σούρουπο πέφτει… 
Ξημέρωσε κι η επόμενη μέρα. Παραμονή 28ης Οκτωβρίου. Ο δρόμος προς τα σύνορα μακρύς. Φέγγει σήμερα ο ήλιος φθινοπωρινός. Βουνά απάτητα, δάση πυκνά, ποτάμια σκόρπια στο διάβα. Στ’ αριστερά, ξεπροβαίνει ένα χωριό φάντασμα. Καμιά τριανταριά σπίτια του πολέμου, στέκονται με μαύρα παραθύρια, σαν μάτια, που κοιτούν θλιμμένα το διαβάτη. Ξέρουν πολλά, είδαν πολλά. Και τώρα βουβά και μόνα, ρημάζουν στην πλαγιά. Βαρύς ο αέρας κατεβαίνει από κει. Γεμάτος παράπονο… Κι οι πόρτες των σπιτιών σφαλισμένες, στόματα κλειστά…Στέλνει η αύρα του χωριού λόγια, σαν παρακάλιο… «Εδώ…εδώ…σταθείτε λίγο…Να ιδούμε πια μια σταλιά ζωή…». Κάποτε ο δρόμος φτάνει στους Ψαράδες. Πιο κει, άλλη πατρίδα δεν έχει. Η τελευταία γη μας, τούτο το χωριουδάκι. 
Ένα εκκλησάκι στέκει σιμά στη λίμνη. Μπαίνω μέσα στο ναό. Μια γιαγιά, ζαρωμένη απ’ τα χρόνια, προσέχει τα κεριά που καίνε. «Έχω ζήσει τόσα…φτωχιά γυναίκα…απ’ το πρωί, ούτε ψωμί δεν πρόφτασα να ιδώ…Έχω ζήσει τόσα…Και στον πόλεμο, δω πάνω στάθηκα…». Ένιωσα ρίγος να περνά το κορμί μου, τα μάτια μου γέμισαν βροχή. Κι εκείνη, να με κοιτά με τα δικά της τα θολά…Πόσος να ‘ναι ο πόνος που λέγεται έτσι αβίαστα σ’ έναν ξένο; Σ’ έναν περαστικό διαβάτη;…Της χαϊδεύω την πλάτη, βάζω στα χέρια της χρήματα. Πόση συμπόνια να χωρέσει σ’ ένα χάδι; Πόση στοργή σε μερικούς οβολούς;
Η νύχτα πέφτει… Παίρνω το δρόμο του γυρισμού. Τον ίδιο, συνοριακό δρόμο. Στα δεξιά φέγγει παράξενη, ασημένια νύχτα. Φωτίζει αχνά τους ορεινούς όγκους και τα πυκνά δάση. Κάνει κρύο. Σε λίγες ώρες ξημερώνει 28η Οκτωβρίου. Παράξενο, ασημένιο φως…Τί σόι νύχτα κι ετούτη! Κάτι σαν παράπονο βράζει μέσα μου. Τα μάτια μου κοιτούν τα σύνορα, 1 χιλιόμετρο πιο κει. Στο ασημένιο φως… Και ξάφνου, σαν να τους νιώθω να περνούν πλάι μου…Εκείνοι οι ήρωες…Ανώνυμοι, λαμπροί, αγγίζουν την αύρα μου εξήντα οκτώ χρόνια μετά. Περνούν πεζοί, με τρύπια άρβυλα, τριμμένα ρούχα μιας φτωχής Ελλάδας, νηστικοί. Πάνω τους δέκα πέντε σφαίρες και μια ξιφολόγχη. Πορεύονται στο άγνωστο, μιας χιονισμένης, παγωμένης νύχτας…Νιώθω τις σκέψεις τους… «Έφτασα άραγε στο θάνατο; Τί σόι θάνατος να’ ναι; Θα ξαναδώ άραγε τη μέρα; Κι οι δικοί μου πίσω; Εκείνους θα τους ξαναδώ;»… Πάνω στο παγωμένο στήθος, η φωτογραφία της μάνας, της γυναίκας, της κοπελιάς, κι ένας σταυρός. Να ξορκίσουν την κακιά την ώρα… Ασημένιο φως πάνω στους νυχτωμένους όγκους των βουνών. Παράξενη νύχτα… Ακούω τη φωνή άλλων, πιο πέρα… «Δεν νιώθω τα πόδια μου απ’ το κρύο. Φόρεσα τ’ άρβυλα κάποιου σκοτωμένου. Μα κι εκείνα το ίδιο χάλι. Χάσκουν από παντού.»…Κι άλλος… «Χτυπήθηκα πριν λίγο… Κρυώνω φριχτά… Μάλλον πεθαίνω…» …Κι άλλος… «Πονάω! Πονάω!»…Παράξενη νύχτα…Και τότε, απ’ τα βάθη των αιώνων, από ήρωες αλλοτινούς, φτάνει σιμά τους ψίθυρος που όλο δυναμώνει και γίνεται κραυγή… «Υπέρ βωμών και εστιών! Αμύνεσθαι περί πάτρης!» Χύνεται ζέστη στα παγωμένα κορμιά κι ορμούν στη μάχη με μέλη αποκαμωμένα, γι’ αυτούς που άφησαν πίσω…Τυλίγονται οι τραυματίες σε βάλσαμο... Κι οι νεκροί σε λήθη…
Δε μπορώ να στρέψω το βλέμμα απ’ τ’ ασημένιο φως της νύχτας. Το παράξενο εκείνο φως.  Ας είναι…Εξήντα οκτώ χρόνια μετά, στα ίδια χώματα, με μάτια εκστατικά, κοιτάζω τη θυσία τους κι απλώνω χέρια αδειανά, ν’ αγγίξω την αέρινη πομπή τους. Να κρατήσω σφιχτά τις μνήμες… Η συγκίνηση έγινε ευχή. «Ευλογία Θεού να έχετε…Κι η μνήμη σας, αιώνια…» Και πέρα μακριά, απ’ τις Θερμοπύλες, λόγια μαρμάρινα, αιώνια έρχονται στο μυαλό. Και τ’ ακουμπώ κι αυτά, τρισάγιο στον τόπο γύρω…

"Εκείνων που έπεσαν στις Θερμοπύλες
Ωραίος ο θάνατος
κι ο τάφος τους βωμός.
Θρήνοι δεν τους πρέπουν
 μηδέ γόοι.
Κι εγκώμιο είναι γι’ αυτούς το μοιρολόι…"

Και τότε παύει το κλάμα τους κι η ταραχή...Γαληνεύει η νύχτα... Τ’ ασημένιο φως, φως Παραδείσου, τους αγκαλιάζει ζεστά. Και μέσα απ’ τους ίσκιους της νύχτας, τους νιώθω πια σιωπηλούς, αχνά να χαμογελούν…

                                      Έρως και Αφροδίτη
(τμήμα από κείμενο της γράφουσας στην εφημερίδα «η Αλήθεια της Ανατολικής Αττικής», 12 Μάη 2009, κείμενο που δόθηκε με αφορμή την διάλεξη του κ. Απόστολου Γονιδέλλη με θέμα «Έρως και Αφροδίτη», στο κινηματοθέατρο «Αλίκη», στην οποία συμμετείχαν οι κ.κ. Τάκης Χατζηαναγνώστου, Δημήτρης Ιατρόπουλος, Κώστας Αρζόγλου, Ζωή Φυτούση, Ευγενία Μανωλίδου και η ζωγράφος Δώρα Σκουτέρη)


Άνεμος ο Έρωτας, παλιός όσο κι ο Χρόνος. Άνεμος που σαρώνει, με το δικό του μοναδικό τρόπο, σκέψεις, ψυχές και σώματα. Τα τραβά από σκοτεινά έλη και τα στέλνει να κολυμπήσουν σε γάργαρα νερά… Ποζάρει ο Έρωτας αγκαλιάζοντας τρυφερά την Ψυχή. Πόση αλήθεια κρύβει η έμπνευση τούτη του ζωγράφου. Γιατί ο Έρωτας είναι ποίημα που μόνο η Ψυχή μπορεί να νιώσει. Είναι συναίσθημα αρχέγονο. Το πιο γνώριμο και συνάμα άγνωστο. Το πιο γαλήνιο και συνάμα θυελλώδες. Γεννά μουσικές, που μόνο η Ψυχή ακούει και μόνο ετούτη μπορεί σ’ αυτές να λικνιστεί.

Όμως,πού μπορεί να ζήσει σήμερα  ένα ποίημα;Ποιος  σύγχρονος υλιστής έχει χώρο στη ζωή  του για ύμνους; Ποιος έχει διάθεση να ξαναγεννηθεί, εξοστρακίζοντας ψυχρές λογικές, για να δώσει στην ψυχή του μια ευκαιρία για ζωή αληθινή;  Ψάχνουν όλοι τον Έρωτα  μόνο στο σώμα. Μάταια. Γιατί  δεν κατοικεί εκεί. Μόνο  στην ένωση ψυχών υπάρχει εκείνος. Κι αν οι ψυχές ενωθούν, τα σώματα αποκτούν φτερά. Και τότε μόνο βρίσκεται η ευτυχία που όλοι αναζητούμε  σε λάθος μέρη κι όσα κι αν  αποκτούμε, παράξενα  μέσα μας, είμαστε κενοί δίχως την ευλογία της Αφροδίτης.
«Ο Έρωτας είναι απόλυτη ένωση ψυχής και σώματος.Αν ξεχωρίσεις το σώμα απ’ την ψυχή, κάνεις κάτι που μοιάζει με το θάνατο»… 
Είχε  δίκιο ο Μαρσέλ Πρεβώ…Και στο θάνατο δεν υπάρχει ευτυχία…
                            Στη μνήμη αγαπημένου φίλου




           Έρχονται οι άνθρωποι σ’ αυτή τη γη μόνοι. Άγνωστες ψυχές που παίρνουν μορφή και πορεύονται δρόμους, χαράζοντας στον κόσμο τους το μικρό βαθιά σημάδια. Γελούν, κινούνται και μιλούν, σωπαίνουν και λυπούνται, ο καθένας με τον ένα, τον μοναδικό του τρόπο. Ξέχωρη πνοή θεού, που έγινε κίνηση, πάνω στου αιώνιου κόσμου το χάρτη… Έρχονται οι άνθρωποι σ’ αυτή τη γη μόνοι… Και φτάνει κάποτε η ώρα, να γυρίσουν ξανά, σ’ εκείνον τον τόπο, που οι ονειροπόλοι κι οι σοφοί τον λένε Παράδεισο. Κλείνουν τα μάτια οι πιο τυχεροί, ανάμεσα σ’ όσους κι όσα αγάπησαν και πόνεσαν ν’ αποκτήσουν… Κι έρχονται έπειτα στα όνειρα να σ’ επισκεφτούν. Να πουν μ’ ετούτο τον τρόπο, τον αέρινο, ότι υπάρχουν ακόμα… Υπάρχουν ακόμα κι αγαπούν ακόμα… Και νοιάζονται ακόμα…
         Κι εκείνα τα πράγματά τους που αφήνουν πίσω, σκηνικό σε άδειο από ηθοποιούς σανίδι… Απόηχος… Ρούχα που μένουν στις κρεμάστρες, γυαλιά αφημένα σε γραφεία, γάντια με το σχήμα των χεριών, στις τσέπες των παλτών…Τ’ αφήνουν πίσω τους όλα, γεμάτα απ’ την αύρα τους. Σαν να βγήκαν κάποτε εκείνοι απ’ το σπίτι, άφησαν την πόρτα ανοιχτή και τα κλειδιά στην κλειδαριά και χάθηκαν υπνωτισμένοι στην ομίχλη…Κι αν της λήθης το νερό που τους ποτίζουν οι άγγελοι, τους κάνει να  ξεχνούν, εκείνο το παράξενο στοιχειό, που λέγεται αγάπη, τους κάνει να ψάχνουν στα όνειρα κουβέντα, συντροφιά…Κι έτσι, έρχονται συχνά και παραστέκουν…

                                          Θερμοπύλες





Τέλη Δεκέμβρη. Κάνει κρύο κι ο ουρανός βαρυσύννεφος και σκοτεινός. Ψάχνω τις Θερμοπύλες... Από τότε που άλλαξε η χάραξη της εθνικής οδού, δύσκολα κανείς προσεγγίζει. Είμαι κοντά στο Καλλίδρομο όρος, στην ανατολική του απόληξη. Στρίβω κάπου λάθος κι απομακρύνομαι. Γυρίζω πίσω. Δεν υπάρχει τριγύρω ψυχή. 
 Κάποια στιγμή, μέσα στη συννεφιά, ξεπροβάλλει, λίγα μέτρα μακριά μου, ένα πάνοπλο άγαλμα του βασιλιά Λεωνίδα της Σπάρτης. Με το κοντάρι υψωμένο στο ένα χέρι και την ασπίδα στο άλλο, κοιτάζει απόκοσμος τους χρόνους που περνούν… Σταματώ απέναντι απ’ το μνημείο, στο Λόφο του Κολωνού… Ο αέρας μυρίζει ελαφρά θειάφι. Είναι οι θειούχες ιαματικές πηγές γύρω… Στέκομαι σ’ ένα από τα σημαντικότερα πεδία μαχών στην ελληνική και στην ευρωπαϊκή ιστορία. Αισθάνθηκα ένα ακαθόριστο, απόμακρο βουητό, σαν ιαχές μπλεγμένες με αέρα… Δεν είπα λέξη… Οι λέξεις είναι πάντα λίγες και στη ζωή και στο θάνατο… Το μόνο που με χωρίζει απ’ την αντάρα της μάχης είναι το πέπλο του Χρόνου που έπεσε λευκό, μισοδιάφανο και απροσπέλαστο, ανάμεσα σ’ εμένα κι εκείνους. Όταν εκείνοι μάχονταν εδώ, ήμουν τυλιγμένη στην ανυπαρξία. Μα, το ‘φερε η Μοίρα να με δέχονται εκείνοι τώρα προσκυνητή…

Εκείνη την εποχή, τη δική τους, ο Σπερχειός κι οι παραπόταμοί του, ο Δυράς(ο σημερινός Γοργοπόταμος),Ο Μέλας(ο σημερινός Μαυρονεριώνας) κι ο Ασωπός, που έρεαν παράλληλα, απόθεταν υλικό απ’ τις κοίτες τους στο χώρο. Με τους αιώνες, άλλαξαν το τοπίο… Τούτο που βλέπω εγώ, δεν είναι εκείνο που έζησαν εκείνοι… Τώρα, πεδιάδα 5 χιλιομέτρων απλώνεται βόρεια των τριών στενών της περιοχής. Τρία διαδοχικά στενά απλωμένα σε μήκος 9 χιλιομέτρων, από τ’ ανατολικά στα δυτικά... Τα εντοπίζεις και σήμερα. Στέκομαι στην περιοχή του μεσαίου στενού. Ανατολικά, υπάρχει λόφος 700 μέτρων, με λείψανα οχύρωσης μήκους 100 μέτρων, που πλαισιώνονται από δύο τετράγωνους πύργους. Ο Ηρόδοτος ονόμαζε το τείχος «φωκικό τείχος» και είναι τούτο του 5ου πΧ αιώνα. 
Πίσω απ’ το τείχος στρατοπέδευσαν εκείνοι… Νιώθω τις αύρες τους. Λευκές, άυλες, ν’ αποζητούν μνημόσυνο… Μια σκέψη, που θ’ ανασηκώσει το πέπλο του Χρόνου και θα ποτίσει αγιασμό τη θυσία τους… Μια σκέψη. Να τους κοιτάξεις μ’ αυτήν κατάματα και να σωπάσεις… Γιατί η σιωπή μπορεί να τα πει όλα…

Ο εθνικός δρόμος έχει τραβηχτεί πέρα κι άφησε τούτο τον τόπο να στέκει στην ησυχία. Έτσι το θέλησε η τύχη ν’ αναπαυτούν εκείνοι... Κρυμμένοι στο θρόισμα του ανέμου… Ανεβαίνω αργά τα σώσματα από παμπάλαια σκαλοπάτια… Πέτρες διάσπαρτες, που ίσα που φαίνονται μέσα στο χώμα. Νιώθω την επίσκεψή μου σπονδή… Το 1939, μια μικρή ανασκαφή πάνω στο λόφο, έφερε στο φως πάμπολλες λόγχες, σιδερένιες και χάλκινες, του 5ου αιώνα πΧ, πολλές από τις οποίες ανατολικού, κατά τις αρχαιολογικές εκτιμήσεις, τύπου… Εδώ, σ’ ετούτο το σημείο έλαβε χώρα η τελική μάχη… 
Πόσων ετών να ήταν όσοι στα κορμιά τους δέχτηκαν τα βέλη των Αθανάτων του Υδάρνη; Τί ζωή να είχαν ζήσει; Ποιους να άφησαν πίσω; Τους νιώθω… Στέκονται γύρω μου αλαφροπάτητοι… Ήρθαν πεζοί ως εδώ απ’ τη Σπάρτη. Για μια ιδέα… Για την πατρίδα… Να την ασφαλίσουν. Πόδι εχθρικό να μη διαβεί πάνω της… Κάθομαι στις χαμηλές πέτρες που περικλείουν την αναπαράσταση του επιγράμματος του Σιμωνίδη του Κείου. «Ο ξειν, αγγέλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Καλούν τον ξένο, τον διαβάτη, να πει στους Λακεδαιμόνιους ότι εκεί είναι θαμμένοι υπακούοντας στις διαταγές αυτών… Ή ταν ή επί τας… Ή να φέρουν πίσω την ασπίδα ή να γυρίσουν επάνω της νεκροί… Ακουμπώ τις παλάμες στο παγωμένο χώμα. Εκεί θάφτηκαν και στήθηκε στον τάφο τους πέτρινο λιοντάρι με τρία ενεπίγραφα μνημεία… Οι αύρες τους, με καλούν ν’ ανασηκώσω το πέπλο του Χρόνου… Να δω τις τελευταίες στιγμές τους… 
Οι Αθάνατοι, αφού με την υπόδειξη του Εφιάλτη βρήκαν την «Ανοπαία οδό» που ξεκινά 4 χιλιόμετρα ανατολικά του Ασωπού, στην αρχαία Ανθήλη, κύκλωσαν όσους απέμειναν από τους Σπαρτιάτες, και τους Θεσπιείς που αρνήθηκαν να φύγουν απ’ το πεδίο της μάχης, παρά τις σαφείς διαταγές του Λεωνίδα. Ήταν λίγο πριν τα ξημερώματα. Ο Λεωνίδας διέταξε τους υπόλοιπους έλληνες να φύγουν. Σε λίγο θα ξημέρωνε, κι οι Πέρσες, βλέποντας άδειο το στρατόπεδο των Ελλήνων, θα τους κυνηγούσαν, με σύμμαχο τη μέρα, και χωρίς τον στενό χώρο των Θερμοπυλών, οι Έλληνες δε θα μπορούσαν να τους συγκρατήσουν. Έπρεπε κάποιος να μείνει πίσω, να κρατήσει στο στενό την προσοχή των Περσών, όσο οι λοιποί Έλληνες θα διέφευγαν, να ανασυνταχτούν πιο χαμηλά στην Ελλάδα… Οι Αθάνατοι  κύκλωσαν Σπαρτιάτες και Θεσπιείς… Ανέβηκαν ετούτοι οι Έλληνες στο λόφο του Κολωνού, μόνοι, κυκλωμένοι από χιλιάδες… Η στρατιά του Υδάρνη δεν τόλμησε να τους πλησιάσει για μάχη σώμα με σώμα… Τις προηγούμενες ημέρες, οι Σπαρτιάτες τους είχαν αποδεκατίσει κι ακόμα βρυχιόταν στον αέρα η ανδρεία τους… Ο ουρανός συννεφιασμένος, όπως τώρα… Οι Αθάνατοι άρχισαν να τους χτυπάνε με βέλη, ώσπου έπεσε κι ο τελευταίος Σπαρτιάτης κι ο τελευταίος Έλληνας...  
Στέκω αόρατη από τους Αθανάτους, ανάμεσα στα άψυχα κορμιά. Ημίγυμνα, γενναία κορμιά, λερωμένα με λάσπη και αίμα. Δικό τους κι εχθρικό… Άνδρες κοινωνοί ενός ήθους, που δεν έχουν οι κοινοί θνητοί… Ταγμένοι απ’ τη μοίρα την Άτροπο να πέσουν έτσι… Φρουροί, άγγελοι και παραστάτες μιας πατρίδας… Οι άυλες ψυχές τριγύρω μου δείχνουν τα πεσμένα στη γη κορμιά τους… Πέρα απ’ το ήθος, το θάρρος, τη γενναιότητα, υπάρχει ο πόνος… Ο πόνος ενός άγριου θανάτου που σε βρίσκει κατάσπλαχνα… Κι είναι αυτός ο πόνος που δέχτηκαν με βούληση ελεύθερη… Για μένα που δε γνώρισαν ποτέ και τώρα δέχονται το προσκύνημά μου… Για όλους… Για μια πατρίδα… Σκύβω και φιλώ το επίγραμμα του Σιμωνίδη πάνω στο χώμα… Φιλώ το κάλεσμά τους… Τα τελευταία λόγια… τον πόνο τους… «Πες στους Λακεδαιμόνιους ότι είμαστε εδώ θαμμένοι»… Φιλώ τους ίδιους… Γιατί δεν τους αξίζει δεύτερος θάνατος… Δεν τους αξίζει η Λήθη…
                 Με τη ματιά του ταξιδιώτη




Σάββατο πρωί. Πάνω που ο Μάης με κακόμαθε με τις πρώιμες ζέστες του κι άρχισα να βγάζω απ’ το συρτάρι περυσινά και μισοτελειωμένα καλοκαιρινά σενάρια, που τα σταμάτησε στη μέση ο χειμώνας που πέρασε, άρχισε πάλι να βρέχει… Όταν, όμως, αποφασίσεις να δραπετεύσεις έστω και για μια μέρα, λίγα πράγματα είναι ικανά να σου αλλάξουν ρότα. Και σίγουρα, η μαγιάτικη βροχή δεν είναι ένα από αυτά.

Καθώς το πλοιάριο ξεκολλούσε απ’ την προβλήτα του Πειραιά για Αργοσαρωνικό, κι εγώ καθισμένη σε μια θέση πλάι στο παράθυρο κοιτούσα την πάχνη που σκέπαζε τα νερά, ψάχνοντας μέσα στα σύννεφα για λίγο ήλιο, έστω και νυσταγμένο, κατάλαβα, ότι αυτήν την παρτίδα με τον πεισματάρη Μάη την είχα κερδίσει εγώ. Τραβούσα για Πόρο κι έπειτα για Ύδρα κι Αίγινα.

Δεν πέρασε ώρα πολλή και βρέθηκα να περπατώ στον πλακόστρωτο δρόμο που ζώνει το γραφικό λιμάνι του Πόρου κι ανοίγεται μπροστά σου να τον σεργιανίσεις, για να σε βγάλει σ’ όλες τις γωνιές του νησιού, τις γεμάτες μποκαμβίλιες, τις γεμάτες από τ’ όμορφο αλλιώτικο που ντύνει όλους τους μικρούς παράδεισους… Ένας γλάρος σκαρφαλωμένος σ’ ένα παμπάλαιο, ψηλό μπαλκόνι, στολισμένο με σπασμένα ακροκέραμα, αγνάντευε φιλοσοφώντας, πολύ ψηλά καθισμένος για να νοιαστεί για τ’ ανθρώπινα και τα εγκόσμια που ανάσαιναν τρεις ορόφους πιο κάτω απ’ το στασίδι του… Εκείνη τη στιγμή, μου φάνηκε, όπως στεκόταν πάνω στο παλιό μπαλκόνι, με φόντο το συννεφιασμένο ουρανό, σαν να ήταν ένα με το παλιό μπαλκόνι. Ένα με τη σοφία και το μυστήριο που χαρίζει απλόχερα ο χρόνος σ’ ό,τι κι όποιον αγκαλιάσει… Σοφία και μυστήριο, όπως του παλιού Ρολογιού της πόλης που υψώνεται στο Καστέλι απ’ το 1927. Μοιάζει ο Πόρος με τα νεοκλασικά σπίτια του και το σχεδιασμένο απ’ τον Ερνέστο Τσίλλερ Δημαρχείο του, σαν την λησμονημένη, παλιά Αθήνα. Στολισμένος απ’ άκρη σ’ άκρη μ’ ομορφιές. Με το Ιερό του Ποσειδώνα, το καστρομονάστηρο της Ζωοδόχου Πηγής, το Λεμονοδάσος που ευωδιάζει, τη Βίλα Γαλήνη που ύμνησε ο Σεφέρης και καμαρώνει πανέμορφη απ’ τον 19ο αιώνα λατρεμένη από καλλιτέχνες και σπουδαίους, τις παραλίες του, με την πιο ρομαντική απ’ όλες το «Λιμανάκι της Αγάπης»… Αποχαιρετώ τον Πόρο και παίρνω πάλι το θαλάσσιο δρόμο που βγάζει τώρα στην Ύδρα.

Ξεπροβάλλει σε λίγο αρχοντική… Είναι δύσκολο να μην προσέξω το επιβλητικό άγαλμα του Μιαούλη που στέκει στο λιμάνι κι ατενίζει αγέρωχο τη θάλασσα. Είναι δύσκολο να προσπεράσει το βλέμμα μου τα κανόνια που στέκουν σαν ασπίδα ολόγυρα απ’ την Πόλη. Κι ακόμη πιο δύσκολο, να μην προσέξω τις πολλές γάτες, που εξοικειωμένες με τον κόσμο, σουλατσάρουν παρέα με τους γλάρους στα νησιώτικα σοκάκια. Στο λιμάνι περιμένουν γαϊδουράκια να σε σεργιανίσουν κι έχουν όλα τ’ όνομά τους σε εμφανές σημείο της περιβολής τους. Οι γωνιές του λιμανιού γεμάτες πολύχρωμα πλεούμενα και παιδιά που ψαρεύουν με απόχη. Οι παμπάλαιες πλάκες του δρόμου, που γλιστρούν αν δεν προσέξεις, σε βγάζουν σ’ ένα ύψωμα με όμορφα στέκια που φλερτάρουν με το κύμα. Τα σύννεφα παραμερίζουν και μια γλυκιά ζέστη απλώνεται στο νησί… Η μαγιάτικη θλίψη δεν κράτησε για πολύ… Τ’ αρχοντικά των παλιών πλοιοκτητών του νησιού, του Κουντουριώτη, του Τομπάζη και του Κριεζή επιβλητικός απόηχος εποχών περασμένων και στην κορυφή της παλαιότερης συνοικίας του νησιού, της Κιάφας, η εκκλησιά του Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου. Κάποιοι τολμηροί βουτούν στα νερά της Σπηλιάς και της Υδρονέτας… Πριν αποχωρήσω, περνώ απ’ το ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου του 1785 και την εκκλησιά της Υπαπαντής του 18ου αιώνα… Γυρίζω στο πλοιάριο…

Ο κόσμος βουίζει σαν μελίσσι. Το μόνο σημείο του καραβιού που στέκει απόμακρο, είναι το πιλοτήριο. Ανεβαίνω τις σκάλες που οδηγούν εκεί, λίγο ν’ απομονωθώ, να βάλω τις εικόνες του γαλάζιου σε μια τάξη… Κάθομαι σ’ ένα σκαλί. Κάποτε, ξεπροβάλλει ο καπετάνιος κι ευγενικά με προσκαλεί στον κόσμο του. Χαμογελώ και περνώ αμήχανα το κατώφλι. Στο βάθος ξεπροβάλλει η Αίγινα. Το νησί των Μυρμιδόνων κι εκείνου του αιώνιου Αχιλλέα… Ευχαριστώ τον καπετάνιο για την μοναδική θέα προς το νησί και κατεβαίνω στην προβλήτα…

Η Αίγινα στέκει στα ήσυχα νερά, μέσα στον ήλιο του απομεσήμερου. Έχει και τούτο το νησί τη μαγεία του. Απ’ τον Ναό της Αφαίας Αθηνάς του 5ου π.Χ αιώνα, μέχρι το Ναό του Ελλάνιου Διός και το ναό του Απόλλωνος κι απ’ το μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου, μέχρι τη Μονή της Παναγίας Χρυσολεόντισσας και της Αγίας Αικατερίνης, αλλά και την Όμορφη Εκκλησιά του 1282 και τη μεσαιωνική Παλαιοχώρα, δεν μπορείς παρά να αισθανθείς γαλήνη σ’ όλη τη διαδρομή… Κι έπειτα, να καταλήξεις στη Χώρα και καθώς η μέρα φεύγει αργά πλάι στα νεοκλασικά κτήρια και στο Κυβερνείο, που έγινε η έδρα του πρώτου Ελληνικού κράτους μετά την απελευθέρωση, να αναλογιστείς τα χρόνια που πέρασαν…

Το σούρουπο έφτασε… Το πλοιάριο δένει τώρα στον Πειραιά κι εκείνοι οι παράδεισοι του Σαρωνικού, φαίνονται αχνά στο βάθος του ορίζοντα κι ακόμα ψιθυρίζουν… Κι ο καπετάνιος, με το μέτωπο κόκκινο απ’ τον ήλιο, μόνος στη θέση του, ν’ αγναντεύει τα τοπία που αλλάζουν… Κι έτσι ξαφνικά, η μοναξιά του χώρου του, μου φάνηκε η πιο όμορφη του κόσμου… Η πιο αγαπημένη…