Οδοιπορικό στα σύνορα,παραμονές 28 Οκτώβρη
(το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του Αγρινίου "Η Μυρίκη",τον Δεκέμβριο 2009)
Ξημερώνει. Στον ουρανό
στέκει χλωμό το φεγγάρι, δίχως αστέρια για συντροφιά. Ο ήλιος αχνοφαίνεται στο
βάθος. Σιγά-σιγά ανατέλλει. Ο δρόμος θολός, δύσβατος. Δρόμος βουνίσιος, που δε
γδύθηκε ακόμα απ’ τη νύχτα. Ησυχία, σαν εκείνη που κρύβει στον κόρφο της
σκέψεις… Κοιτώ το φεγγάρι. Δε λέει ν’ αφήσει το πόστο του. Κι ας το σιμώνει ο
ήλιος όλο και πιο πολύ. Πεισμωμένο, στέκεται εκεί και τον κοιτά, σαν να το
ξέρει πως ο κόσμος το’ χει ανάγκη κι άλλο. Πως το διάλειμμα της νύχτας δεν ήταν
αρκετό. Πως η ψυχή θέλει κι άλλο να σωπάσει…Σε λίγο, γυροφέρνει το ένα τ’ άλλο,
ανάμεσα σε σύννεφα που τρέχουν. Χορός ουράνιων σωμάτων. Ξέφρενος, μεθυσμένος,
επίμονος. Ώσπου το φεγγάρι χάνεται στη μέρα. Σβήνει η χλωμάδα της μορφής του με
του ήλιου το φως. Τα σύννεφα ακόμη τρέχουν, γεμάτα βροχή και θλίψη. Παίρνουν να
μουσκεύουν τα γύρω, κι αγκαλιάζουν σφιχτά της μέρας τη λάμψη.
Ο δρόμος ανεβαίνει ψηλά. Περνά δάση και φαράγγια, γεράκια, αετούς και κρυμμένα στις φυλλωσιές χωριά, που
αφουγκράζονται ανενόχλητα της φύσης την ανάσα. Τα σύννεφα ‘παψαν να δακρύζουν…
Ο δρόμος φτάνει στο Νυμφαίο, που το’ χει ζώσει ολόγυρα η ομίχλη. Δέντρα γεμάτα
χρώματα του φθινοπώρου, πέτρινα σπίτια και παραμυθιού πνοή... Αλάργα απ’ τη βουή
του κόσμου, αναπαύεται ετούτη η γωνιά στις μνήμες. Μες την υγρασία και στα
πεσμένα φύλλα, ξεπροβαίνουν ηρώα, και βρύσες παλιές, αφιερωμένα σ’ όσους
έφυγαν, και τώρα, σαν αερικά, σωπαίνουν τριγύρω… Πιο πέρα, απλώνεται δάσος,
ντυμένο με πορτοκαλιά του φθινοπώρου φύλλα. Ντύνουν εκείνα, σε στρώματα παχιά,
ακόμα και τα μικρά δρομάκια. Μάγια Νυμφών παντού, κι ανάμεσα σ’ όλα, ψίθυροι
του ανέμου, που ήσυχα χαϊδεύει τις πλαγιές. Πόση ομορφιά μπορεί να χωρέσει ο
λογισμός; Το σούρουπο πέφτει…
Ξημέρωσε κι η επόμενη
μέρα. Παραμονή 28ης Οκτωβρίου. Ο δρόμος προς τα σύνορα μακρύς.
Φέγγει σήμερα ο ήλιος φθινοπωρινός. Βουνά απάτητα, δάση πυκνά, ποτάμια σκόρπια
στο διάβα. Στ’ αριστερά, ξεπροβαίνει ένα χωριό φάντασμα. Καμιά τριανταριά σπίτια του
πολέμου, στέκονται με μαύρα παραθύρια, σαν μάτια, που κοιτούν θλιμμένα το
διαβάτη. Ξέρουν πολλά, είδαν πολλά. Και τώρα βουβά και μόνα, ρημάζουν στην
πλαγιά. Βαρύς ο αέρας κατεβαίνει από κει. Γεμάτος παράπονο… Κι οι πόρτες των
σπιτιών σφαλισμένες, στόματα κλειστά…Στέλνει η αύρα του χωριού λόγια, σαν
παρακάλιο… «Εδώ…εδώ…σταθείτε λίγο…Να ιδούμε πια μια σταλιά ζωή…». Κάποτε ο
δρόμος φτάνει στους Ψαράδες. Πιο κει, άλλη πατρίδα δεν έχει. Η τελευταία γη
μας, τούτο το χωριουδάκι.
Ένα εκκλησάκι στέκει σιμά στη λίμνη. Μπαίνω μέσα στο
ναό. Μια γιαγιά, ζαρωμένη απ’ τα χρόνια, προσέχει τα κεριά που καίνε. «Έχω
ζήσει τόσα…φτωχιά γυναίκα…απ’ το πρωί, ούτε ψωμί δεν πρόφτασα να ιδώ…Έχω ζήσει
τόσα…Και στον πόλεμο, δω πάνω στάθηκα…». Ένιωσα ρίγος να περνά το κορμί μου, τα
μάτια μου γέμισαν βροχή. Κι εκείνη, να με κοιτά με τα δικά της τα θολά…Πόσος να
‘ναι ο πόνος που λέγεται έτσι αβίαστα σ’ έναν ξένο; Σ’ έναν περαστικό
διαβάτη;…Της χαϊδεύω την πλάτη, βάζω στα χέρια της χρήματα. Πόση συμπόνια να
χωρέσει σ’ ένα χάδι; Πόση στοργή σε μερικούς οβολούς;
Η νύχτα πέφτει… Παίρνω το
δρόμο του γυρισμού. Τον ίδιο, συνοριακό δρόμο. Στα δεξιά φέγγει παράξενη,
ασημένια νύχτα. Φωτίζει αχνά τους ορεινούς όγκους και τα πυκνά δάση. Κάνει
κρύο. Σε λίγες ώρες ξημερώνει 28η Οκτωβρίου. Παράξενο, ασημένιο
φως…Τί σόι νύχτα κι ετούτη! Κάτι σαν παράπονο βράζει μέσα μου. Τα μάτια μου
κοιτούν τα σύνορα, 1 χιλιόμετρο πιο κει. Στο ασημένιο φως… Και ξάφνου, σαν να
τους νιώθω να περνούν πλάι μου…Εκείνοι οι ήρωες…Ανώνυμοι, λαμπροί, αγγίζουν την
αύρα μου εξήντα οκτώ χρόνια μετά. Περνούν πεζοί, με τρύπια άρβυλα, τριμμένα ρούχα μιας
φτωχής Ελλάδας, νηστικοί. Πάνω τους δέκα πέντε σφαίρες και μια ξιφολόγχη. Πορεύονται
στο άγνωστο, μιας χιονισμένης, παγωμένης νύχτας…Νιώθω τις σκέψεις τους… «Έφτασα
άραγε στο θάνατο; Τί σόι θάνατος να’ ναι; Θα ξαναδώ άραγε τη μέρα; Κι οι δικοί
μου πίσω; Εκείνους θα τους ξαναδώ;»… Πάνω στο παγωμένο στήθος, η φωτογραφία της
μάνας, της γυναίκας, της κοπελιάς, κι ένας σταυρός. Να ξορκίσουν την κακιά την
ώρα… Ασημένιο φως πάνω στους νυχτωμένους
όγκους των βουνών. Παράξενη νύχτα… Ακούω τη φωνή άλλων, πιο πέρα… «Δεν νιώθω τα
πόδια μου απ’ το κρύο. Φόρεσα τ’ άρβυλα κάποιου σκοτωμένου. Μα κι εκείνα το
ίδιο χάλι. Χάσκουν από παντού.»…Κι άλλος… «Χτυπήθηκα πριν λίγο… Κρυώνω φριχτά… Μάλλον
πεθαίνω…» …Κι άλλος…
«Πονάω! Πονάω!»…Παράξενη νύχτα…Και τότε, απ’ τα βάθη των αιώνων, από ήρωες
αλλοτινούς, φτάνει σιμά τους ψίθυρος που όλο δυναμώνει και γίνεται κραυγή… «Υπέρ
βωμών και εστιών! Αμύνεσθαι περί πάτρης!» Χύνεται ζέστη στα παγωμένα κορμιά κι
ορμούν στη μάχη με μέλη αποκαμωμένα, γι’ αυτούς που άφησαν πίσω…Τυλίγονται οι
τραυματίες σε βάλσαμο... Κι οι νεκροί σε λήθη…
Δε μπορώ να στρέψω το
βλέμμα απ’ τ’ ασημένιο φως της νύχτας. Το παράξενο εκείνο φως. Ας είναι…Εξήντα οκτώ χρόνια μετά, στα ίδια χώματα, με
μάτια εκστατικά, κοιτάζω τη θυσία τους κι απλώνω χέρια αδειανά, ν’ αγγίξω την
αέρινη πομπή τους. Να κρατήσω σφιχτά τις μνήμες… Η συγκίνηση έγινε ευχή.
«Ευλογία Θεού να έχετε…Κι η μνήμη σας, αιώνια…» Και πέρα μακριά, απ’ τις
Θερμοπύλες, λόγια μαρμάρινα, αιώνια έρχονται στο μυαλό. Και τ’ ακουμπώ κι αυτά,
τρισάγιο στον τόπο γύρω…
"Εκείνων που έπεσαν στις
Θερμοπύλες
Ωραίος ο θάνατος
κι ο τάφος τους βωμός.
Θρήνοι δεν τους πρέπουν
μηδέ γόοι.
Κι εγκώμιο είναι γι’ αυτούς το μοιρολόι…"
Και τότε παύει το κλάμα τους κι η
ταραχή...Γαληνεύει η νύχτα... Τ’ ασημένιο φως, φως Παραδείσου, τους αγκαλιάζει
ζεστά. Και μέσα απ’ τους ίσκιους της νύχτας, τους νιώθω πια σιωπηλούς, αχνά να
χαμογελούν…