Κάποια στιγμή, μέσα στη συννεφιά, ξεπροβάλλει, λίγα μέτρα μακριά μου, ένα πάνοπλο άγαλμα του βασιλιά Λεωνίδα της Σπάρτης. Με το κοντάρι υψωμένο στο ένα χέρι και την ασπίδα στο άλλο, κοιτάζει απόκοσμος τους χρόνους που περνούν… Σταματώ απέναντι απ’ το μνημείο, στο Λόφο του Κολωνού… Ο αέρας μυρίζει ελαφρά θειάφι. Είναι οι θειούχες ιαματικές πηγές γύρω… Στέκομαι σ’ ένα από τα σημαντικότερα πεδία μαχών στην ελληνική και στην ευρωπαϊκή ιστορία. Αισθάνθηκα ένα ακαθόριστο, απόμακρο βουητό, σαν ιαχές μπλεγμένες με αέρα… Δεν είπα λέξη… Οι λέξεις είναι πάντα λίγες και στη ζωή και στο θάνατο… Το μόνο που με χωρίζει απ’ την αντάρα της μάχης είναι το πέπλο του Χρόνου που έπεσε λευκό, μισοδιάφανο και απροσπέλαστο, ανάμεσα σ’ εμένα κι εκείνους. Όταν εκείνοι μάχονταν εδώ, ήμουν τυλιγμένη στην ανυπαρξία. Μα, το ‘φερε η Μοίρα να με δέχονται εκείνοι τώρα προσκυνητή…
Πίσω απ’ το τείχος στρατοπέδευσαν εκείνοι… Νιώθω τις αύρες τους. Λευκές, άυλες, ν’ αποζητούν μνημόσυνο… Μια σκέψη, που θ’ ανασηκώσει το πέπλο του Χρόνου και θα ποτίσει αγιασμό τη θυσία τους… Μια σκέψη. Να τους κοιτάξεις μ’ αυτήν κατάματα και να σωπάσεις… Γιατί η σιωπή μπορεί να τα πει όλα…
Πόσων ετών να ήταν όσοι στα κορμιά τους δέχτηκαν τα βέλη των Αθανάτων του Υδάρνη; Τί ζωή να είχαν ζήσει; Ποιους να άφησαν πίσω; Τους νιώθω… Στέκονται γύρω μου αλαφροπάτητοι… Ήρθαν πεζοί ως εδώ απ’ τη Σπάρτη. Για μια ιδέα… Για την πατρίδα… Να την ασφαλίσουν. Πόδι εχθρικό να μη διαβεί πάνω της… Κάθομαι στις χαμηλές πέτρες που περικλείουν την αναπαράσταση του επιγράμματος του Σιμωνίδη του Κείου. «Ο ξειν, αγγέλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Καλούν τον ξένο, τον διαβάτη, να πει στους Λακεδαιμόνιους ότι εκεί είναι θαμμένοι υπακούοντας στις διαταγές αυτών… Ή ταν ή επί τας… Ή να φέρουν πίσω την ασπίδα ή να γυρίσουν επάνω της νεκροί… Ακουμπώ τις παλάμες στο παγωμένο χώμα. Εκεί θάφτηκαν και στήθηκε στον τάφο τους πέτρινο λιοντάρι με τρία ενεπίγραφα μνημεία… Οι αύρες τους, με καλούν ν’ ανασηκώσω το πέπλο του Χρόνου… Να δω τις τελευταίες στιγμές τους…
Οι Αθάνατοι, αφού με την υπόδειξη του Εφιάλτη βρήκαν την «Ανοπαία οδό» που ξεκινά 4 χιλιόμετρα ανατολικά του Ασωπού, στην αρχαία Ανθήλη, κύκλωσαν όσους απέμειναν από τους Σπαρτιάτες, και τους Θεσπιείς που αρνήθηκαν να φύγουν απ’ το πεδίο της μάχης, παρά τις σαφείς διαταγές του Λεωνίδα. Ήταν λίγο πριν τα ξημερώματα. Ο Λεωνίδας διέταξε τους υπόλοιπους έλληνες να φύγουν. Σε λίγο θα ξημέρωνε, κι οι Πέρσες, βλέποντας άδειο το στρατόπεδο των Ελλήνων, θα τους κυνηγούσαν, με σύμμαχο τη μέρα, και χωρίς τον στενό χώρο των Θερμοπυλών, οι Έλληνες δε θα μπορούσαν να τους συγκρατήσουν. Έπρεπε κάποιος να μείνει πίσω, να κρατήσει στο στενό την προσοχή των Περσών, όσο οι λοιποί Έλληνες θα διέφευγαν, να ανασυνταχτούν πιο χαμηλά στην Ελλάδα… Οι Αθάνατοι κύκλωσαν Σπαρτιάτες και Θεσπιείς… Ανέβηκαν ετούτοι οι Έλληνες στο λόφο του Κολωνού, μόνοι, κυκλωμένοι από χιλιάδες… Η στρατιά του Υδάρνη δεν τόλμησε να τους πλησιάσει για μάχη σώμα με σώμα… Τις προηγούμενες ημέρες, οι Σπαρτιάτες τους είχαν αποδεκατίσει κι ακόμα βρυχιόταν στον αέρα η ανδρεία τους… Ο ουρανός συννεφιασμένος, όπως τώρα… Οι Αθάνατοι άρχισαν να τους χτυπάνε με βέλη, ώσπου έπεσε κι ο τελευταίος Σπαρτιάτης κι ο τελευταίος Έλληνας...
Στέκω αόρατη από τους Αθανάτους, ανάμεσα στα άψυχα κορμιά. Ημίγυμνα, γενναία κορμιά, λερωμένα με λάσπη και αίμα. Δικό τους κι εχθρικό… Άνδρες κοινωνοί ενός ήθους, που δεν έχουν οι κοινοί θνητοί… Ταγμένοι απ’ τη μοίρα την Άτροπο να πέσουν έτσι… Φρουροί, άγγελοι και παραστάτες μιας πατρίδας… Οι άυλες ψυχές τριγύρω μου δείχνουν τα πεσμένα στη γη κορμιά τους… Πέρα απ’ το ήθος, το θάρρος, τη γενναιότητα, υπάρχει ο πόνος… Ο πόνος ενός άγριου θανάτου που σε βρίσκει κατάσπλαχνα… Κι είναι αυτός ο πόνος που δέχτηκαν με βούληση ελεύθερη… Για μένα που δε γνώρισαν ποτέ και τώρα δέχονται το προσκύνημά μου… Για όλους… Για μια πατρίδα… Σκύβω και φιλώ το επίγραμμα του Σιμωνίδη πάνω στο χώμα… Φιλώ το κάλεσμά τους… Τα τελευταία λόγια… τον πόνο τους… «Πες στους Λακεδαιμόνιους ότι είμαστε εδώ θαμμένοι»… Φιλώ τους ίδιους… Γιατί δεν τους αξίζει δεύτερος θάνατος… Δεν τους αξίζει η Λήθη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου