Με τη ματιά του ταξιδιώτη
Σάββατο πρωί. Πάνω που ο Μάης με
κακόμαθε με τις πρώιμες ζέστες του κι άρχισα να βγάζω απ’ το συρτάρι περυσινά
και μισοτελειωμένα καλοκαιρινά σενάρια, που τα σταμάτησε στη μέση ο χειμώνας
που πέρασε, άρχισε πάλι να βρέχει… Όταν, όμως, αποφασίσεις να δραπετεύσεις έστω
και για μια μέρα, λίγα πράγματα είναι ικανά να σου αλλάξουν ρότα. Και σίγουρα,
η μαγιάτικη βροχή δεν είναι ένα από αυτά.
Καθώς το πλοιάριο ξεκολλούσε απ’ την
προβλήτα του Πειραιά για Αργοσαρωνικό, κι εγώ καθισμένη σε μια θέση πλάι στο
παράθυρο κοιτούσα την πάχνη που σκέπαζε τα νερά, ψάχνοντας μέσα στα σύννεφα για
λίγο ήλιο, έστω και νυσταγμένο, κατάλαβα, ότι αυτήν την παρτίδα με τον
πεισματάρη Μάη την είχα κερδίσει εγώ. Τραβούσα για Πόρο κι έπειτα για Ύδρα κι
Αίγινα.
Δεν πέρασε ώρα πολλή και βρέθηκα να
περπατώ στον πλακόστρωτο δρόμο που ζώνει το γραφικό λιμάνι του Πόρου κι
ανοίγεται μπροστά σου να τον σεργιανίσεις, για να σε βγάλει σ’ όλες τις γωνιές
του νησιού, τις γεμάτες μποκαμβίλιες, τις γεμάτες από τ’ όμορφο αλλιώτικο που
ντύνει όλους τους μικρούς παράδεισους… Ένας γλάρος σκαρφαλωμένος σ’ ένα
παμπάλαιο, ψηλό μπαλκόνι, στολισμένο με σπασμένα ακροκέραμα, αγνάντευε
φιλοσοφώντας, πολύ ψηλά καθισμένος για να νοιαστεί για τ’ ανθρώπινα και τα
εγκόσμια που ανάσαιναν τρεις ορόφους πιο κάτω απ’ το στασίδι του… Εκείνη τη
στιγμή, μου φάνηκε, όπως στεκόταν πάνω στο παλιό μπαλκόνι, με φόντο το
συννεφιασμένο ουρανό, σαν να ήταν ένα με το παλιό μπαλκόνι. Ένα με τη σοφία και
το μυστήριο που χαρίζει απλόχερα ο χρόνος σ’ ό,τι κι όποιον αγκαλιάσει… Σοφία
και μυστήριο, όπως του παλιού Ρολογιού της πόλης που υψώνεται στο Καστέλι απ’
το 1927. Μοιάζει ο Πόρος με τα νεοκλασικά σπίτια του και το σχεδιασμένο απ’ τον
Ερνέστο Τσίλλερ Δημαρχείο του, σαν την λησμονημένη, παλιά Αθήνα. Στολισμένος απ’
άκρη σ’ άκρη μ’ ομορφιές. Με το Ιερό του Ποσειδώνα, το καστρομονάστηρο της
Ζωοδόχου Πηγής, το Λεμονοδάσος που ευωδιάζει, τη Βίλα Γαλήνη που ύμνησε ο
Σεφέρης και καμαρώνει πανέμορφη απ’ τον 19ο αιώνα λατρεμένη από καλλιτέχνες και
σπουδαίους, τις παραλίες του, με την πιο ρομαντική απ’ όλες το «Λιμανάκι της
Αγάπης»… Αποχαιρετώ τον Πόρο και παίρνω πάλι το θαλάσσιο δρόμο που βγάζει τώρα
στην Ύδρα.
Ξεπροβάλλει σε λίγο αρχοντική… Είναι
δύσκολο να μην προσέξω το επιβλητικό άγαλμα του Μιαούλη που στέκει στο λιμάνι
κι ατενίζει αγέρωχο τη θάλασσα. Είναι δύσκολο να προσπεράσει το βλέμμα μου τα
κανόνια που στέκουν σαν ασπίδα ολόγυρα απ’ την Πόλη. Κι ακόμη πιο δύσκολο, να
μην προσέξω τις πολλές γάτες, που εξοικειωμένες με τον κόσμο, σουλατσάρουν
παρέα με τους γλάρους στα νησιώτικα σοκάκια. Στο λιμάνι περιμένουν γαϊδουράκια
να σε σεργιανίσουν κι έχουν όλα τ’ όνομά τους σε εμφανές σημείο της περιβολής
τους. Οι γωνιές του λιμανιού γεμάτες πολύχρωμα πλεούμενα και παιδιά που
ψαρεύουν με απόχη. Οι παμπάλαιες πλάκες του δρόμου, που γλιστρούν αν δεν
προσέξεις, σε βγάζουν σ’ ένα ύψωμα με όμορφα στέκια που φλερτάρουν με το κύμα.
Τα σύννεφα παραμερίζουν και μια γλυκιά ζέστη απλώνεται στο νησί… Η μαγιάτικη
θλίψη δεν κράτησε για πολύ… Τ’ αρχοντικά των παλιών πλοιοκτητών του νησιού, του
Κουντουριώτη, του Τομπάζη και του Κριεζή επιβλητικός απόηχος εποχών περασμένων
και στην κορυφή της παλαιότερης συνοικίας του νησιού, της Κιάφας, η εκκλησιά
του Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου. Κάποιοι τολμηροί βουτούν στα νερά της
Σπηλιάς και της Υδρονέτας… Πριν αποχωρήσω, περνώ απ’ το ναό της Κοίμησης της
Θεοτόκου του 1785 και την εκκλησιά της Υπαπαντής του 18ου αιώνα…
Γυρίζω στο πλοιάριο…
Ο κόσμος βουίζει σαν μελίσσι. Το μόνο
σημείο του καραβιού που στέκει απόμακρο, είναι το πιλοτήριο. Ανεβαίνω τις σκάλες
που οδηγούν εκεί, λίγο ν’ απομονωθώ, να βάλω τις εικόνες του γαλάζιου σε μια
τάξη… Κάθομαι σ’ ένα σκαλί. Κάποτε, ξεπροβάλλει ο καπετάνιος κι ευγενικά με
προσκαλεί στον κόσμο του. Χαμογελώ και περνώ αμήχανα το κατώφλι. Στο βάθος
ξεπροβάλλει η Αίγινα. Το νησί των Μυρμιδόνων κι εκείνου του αιώνιου Αχιλλέα…
Ευχαριστώ τον καπετάνιο για την μοναδική θέα προς το νησί και κατεβαίνω στην
προβλήτα…
Η Αίγινα στέκει στα ήσυχα νερά, μέσα
στον ήλιο του απομεσήμερου. Έχει και τούτο το νησί τη μαγεία του. Απ’ τον Ναό
της Αφαίας Αθηνάς του 5ου π.Χ αιώνα, μέχρι το Ναό του Ελλάνιου Διός
και το ναό του Απόλλωνος κι απ’ το μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου, μέχρι τη Μονή
της Παναγίας Χρυσολεόντισσας και της Αγίας Αικατερίνης, αλλά και την Όμορφη
Εκκλησιά του 1282 και τη μεσαιωνική Παλαιοχώρα, δεν μπορείς παρά να αισθανθείς
γαλήνη σ’ όλη τη διαδρομή… Κι έπειτα, να καταλήξεις στη Χώρα και καθώς η μέρα
φεύγει αργά πλάι στα νεοκλασικά κτήρια και στο Κυβερνείο, που έγινε η έδρα του
πρώτου Ελληνικού κράτους μετά την απελευθέρωση, να αναλογιστείς τα χρόνια που
πέρασαν…
Το σούρουπο έφτασε… Το πλοιάριο δένει
τώρα στον Πειραιά κι εκείνοι οι παράδεισοι του Σαρωνικού, φαίνονται αχνά στο
βάθος του ορίζοντα κι ακόμα ψιθυρίζουν… Κι ο καπετάνιος, με το μέτωπο κόκκινο
απ’ τον ήλιο, μόνος στη θέση του, ν’ αγναντεύει τα τοπία που αλλάζουν… Κι έτσι
ξαφνικά, η μοναξιά του χώρου του, μου φάνηκε η πιο όμορφη του κόσμου… Η πιο
αγαπημένη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου